Η συγγραφέας Νατάσα Βοντίν γεννήθηκε σε ένα στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας των Nαζί το 1945 για εκτοπισμένους ή απάτριδες (displaced persons). Στο μυθιστόρημά της Με καταγωγή από τη Μαριούπολη αναζητά στοιχεία της καταγωγής της και προσπαθεί να ανακαλύψει την άγνωστη ιστορία του παρελθόντος των προγόνων της. Η μητέρα της αυτοκτόνησε όταν η ίδια ήταν σχεδόν δέκα χρόνων και ο πατέρας της, τραγουδιστής κοζάκικης καταγωγής, δεν στάθηκε ικανός να στηρίξει τις δυο του κόρες, που άφησε πίσω η γυναίκα του. Η μία κόρη τράπηκε σε φυγή και η ίδια, η συγγραφέας, πέρασε αρκετά στάδια μέχρι να καταφέρει να βιοποριστεί ως διερμηνέας και να αναδειχθεί τελικά σε μεταφράστρια της σύγχρονης ρωσικής λογοτεχνίας στα γερμανικά. Στη ζωή της μάλιστα καταγράφεται μια περίοδος που πέρασε ακόμη και ως άστεγη. Μια όχι πολύ εύκολη ζωή για την ίδια την ωθεί να βρει τις ρίζες της για να αποκαταστήσει,
ίσως, την εσωτερική τάξη των πραγμάτων.
Ποια ήταν η ιστορία της μητέρας της, που είχε γεννηθεί και είχε ζήσει στα χρόνια των εκκαθαρίσεων στη Σοβιετική Ένωση, του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και του ναζισμού; Πώς βρέθηκε στη Γερμανία: από δική της επιλογή, αυταπατόμενη από τις ψευδείς διαφημίσεις για εργασία, ή εκ μεταφοράς της εκεί ως αιχμάλωτης μαζί με τον άντρα της; Και πώς ήταν τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής της μέχρι την αυτοκτονία της; Τι ήταν αυτό που είχε γεμίσει τη ζωή της με τόση φρίκη;
Τα ερωτήματα αυτά μοιάζουν να είναι ζωτικής σημασίας για τη συγγραφέα, την κεντρίζουν διαρκώς, δεν την αφήνουν να ησυχάσει και φαίνεται πως είναι σχεδόν υπαρξιακό θέμα η απάντησή τους. Με έντονο ενδιαφέρον να ανακαλύψει κυρίως το παρελθόν της μητέρας της, αποφασίζει να ψάξει στοιχεία που σχετίζονται με αυτήν. Η αναζήτησή της αρχίζει μια καλοκαιρινή νύχτα στο διαμέρισμα εργασίας της, δίπλα στη λίμνη Σάαλ, στη σελίδα των Azov’s Greeks, σαν ένα παιχνίδι στο internet με μόνα στοιχεία το όνομα της μητέρας της, έναν τόπο καταγωγής και ένα πιστοποιητικό γάμου που μαρτυρούσε πως η μητέρα της είχε παντρευτεί τον πατέρα της το 1946 στην κατεχόμενη από τους Γερμανούς Μαριούπολη. Στο αίτημα αναζήτησης απαντά κάποιος
Κονσταντίν με ελληνικό επίθετο που ήταν πρόθυμος να βοηθήσει, καθώς βρισκόταν κι αυτός σε μια παράλληλη πορεία αναζήτησης των δικών του συγγενών. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα αυτοβιογραφικό; Σίγουρα ναι, μονάχα που όσο προχωρά η αναζήτηση και η προσωπική ιστορία φωτίζεται, βγαίνουν στην επιφάνεια όλο και περισσότερα στοιχεία μιας δύσκολης ιστορικά εποχής και το ατομικό εξελίσσεται σε συλλογικό, εκφράζοντας τη δίνη μιας εποχής που συνεπήρε μέσα της πολλές προσωπικές ιστορίες κάνοντές τες βορά στις ιστορικές αλλαγές και ανακατατάξεις που διαμόρφωναν τότε το θλιβερό και αδυσώπητο σκηνικό της.
Με κεντρικό πρόσωπο τη μητέρα της συγγραφέως αρχίζει σιγά-σιγά να εμπλουτίζεται ένα γενεαλογικό δέντρο που τις ρίζες του έχει στις παρυφές της ιστορίας. Παλιές φωτογραφίες, αφηγήσεις, αλλά κυρίως ένα ημερολόγιο της αδελφής της μητέρας της -αντισοβιετικής ακτιβίστριας- που βρέθηκε τυχαία στο διαμέρισμα ενός συγγενή αναπλάθουν σταδιακά πρώτα απ’ όλα τα πολλά σπαράγματα μιας οικογενειακής ιστορίας με πολλές αντιθέσεις ταξικές και ιδεολογικές και έπειτα φέρνουν στο προσκήνιο μια ολόκληρη εποχή που ξεκινά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα για να καταλήξει στα ζοφερά χρόνια του 20ού. Ο πατέρας της Γιακόβ υπήρξε φανατικός μπολσεβίκος και η μητέρα της κόρη ενός μεγαλοκαπιταλιστή. Πώς ενώθηκαν οι τύχες τους;
Ανάμεσα στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη μοιάζει να κινείται η ζωή της μάνας της, καθώς το πεπρωμένο της χτίζεται από την καταγωγή της και από τις ιστορικές αλλαγές που ισοπεδώνουν και οικοδομούν εκ νέου τον κόσμο. Πώς τελικά ένας άνθρωπος αριστοκρατικής καταγωγής επιβιώνει σε έναν κόσμο που γκρεμίζει τα στεγανά του; Μέσα από την αχλύ των αφηγήσεων και των μαρτυριών αναδύεται σταδιακά η Μαριούπολη που αλλάζει αρχικά στον εμφύλιο μετά τη ρωσική επανάσταση και ισοπεδώνεται τελείως στο Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο από τους Γερμανούς.
«Η πρωταρχική μου εικόνα για τη Μαριούπολη χαρακτηριζόταν από το ότι στα παιδικά μου χρόνια δεν ξεχώριζε κανείς ανάμεσα στα επιμέρους κράτη της Σοβιετικής Ένωσης -όλοι οι κάτοικοι των Δεκαπέντε Δημοκρατιών της περνούσαν για Ρώσοι. Παρόλο που η Ρωσία τον Μεσαίωνα είχε προκύψει από την Ουκρανία, από τη Ρωσία του Κιέβου, την οποία ονόμαζαν λίκνο της Ρωσίας, μητέρα όλων των ρωσικών πόλεων, και οι δικοί μου γονείς μιλούσαν για την Ουκρανία ως μέρος της Ρωσίας- της μεγαλύτερης χώρας του κόσμου, καθώς έλεγε ο πατέρας μου, ενός τεράστιου βασιλείου που εκτεινόταν από την Αλάσκα ως την Πολωνία και καταλάμβανε το ένα έκτο όλης της γης».
Υπήρξε κάποτε, πριν την επανάσταση, μια πόλη πολυπολιτισμική πλάι στην Αζοφική θάλασσα, ένα σημαντικό λιμάνι. Ουκρανοί, Ρώσοι, Έλληνες, Ιταλοί, Γάλλοι, Τούρκοι, Γερμανοί, Πολωνοί, πολλοί από αυτούς Εβραίοι αποτελούσαν τον πληθυσμό της που μοιραζόταν ανάμεσα σε αριστοκρατικές συνοικίες και χαμόσπιτα. Η επανάσταση του 1917 ανάμεσα στους Λευκούς και τους Κόκκινους άλλαξε άρδην τις πρότερες ισσορροπίες της. Η παλιά εποχή της τάξης των αριστοκρατών παρήλθε ανεπιστρεπτί και επήλθε η νέα τάξη πραγμάτων με το στρατάρχη Στάλιν, τον Πατέρα των Λαών, που επρόκειτο να διαρκέσει 30 χρόνια. Η ζωή των παλιών αριστοκρατών γίνεται όλο και πιο δύσκολη μέσα στο νέο καθεστώς και η καταγωγή τους συνιστά πλέον κληρονομική
αμαρτία. Οι δυνατότητες των παλιών αστών στις νέες συνθήκες φαίνεται πως είναι ανύπαρκτες και έτσι η μόνη τους επιλογή μοιάζει να είναι η φυγή. Την πιο δύσκολη περίοδο της Σοβιετικής Ένωσης, την περίοδο του μεγαλου τρόμου, οι εκκαθαρίσεις φτάνουν στο αποκορύφωμά τους. Και βέβαια η έλευση των Γερμανών έδωσε το οριστικό χτύπημα στην πόλη.
«Στις 8 Οκτωβρίου 1941 η μητέρα μου είναι είκοσι ενός ετών, η Μαριούπολη καταλαμβάνεται από γερμανικά στρατεύματα – πρόκειται για την επιχείρηση Μπαρμπαρόσα του Χίτλερ, με στόχο την εξόντωση των Σλάβων και τη δημιουργία χώρου για την κυρίαρχη άρια φυλή. Την εποχή της κατοχής, στη Μαριούπολη ζουν 240.000 άνθρωποι, δυο χρόνια αργότερα έχουν απομείνει μόνο 85.000». Βέβαια, στο πέρασμα των αιώνων η ιστορία φαίνεται πως επιφύλασσε και άλλη μια πικρή μοίρα για την πόλη!
Μέσα από την ιστορία των γονιών της, η συγγραφέας επιχειρεί να φωτίσει κάποιες άγνωστες και σκοτεινές πτυχές της ιστορίας που αφορούν τη μοίρα των εργατών της Ανατολικής Ευρώπης που μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας των Ναζί και χρησιμοποιήθηκαν ως φτηνό εργατικό δυναμικό κάτω από αφόρητες και απάνθρωπες συνθήκες. Μετά το τέλος του πολέμου, οι άνθρωποι αυτοί αντιμετωπίζονται από τους Αμερικανούς ως ύποπτοι συνεργασίας με τους Ναζί. Ποιοι ήταν τελικά αυτοί οι άνθρωποι που θεωρούνταν κατώτερα όντα τόσο από τους Ναζί όσο και από τους σοβιετικούς;
Φτάνοντας ως την παιδική της ηλικία, η συγγραφέας αναφέρεται και στο πώς ένιωθε η ίδια εκείνα τα χρόνια, πώς αντιμετωπιζόταν δηλαδή και η δεύτερη γενιά, με εμπειρίες πλέον προσωπικές. «Τότε, όπως και δεκαετίες αργότερα, ήταν επικίνδυνο να συγγενεύεις με ανθρώπους σαν τη μητέρα μου, με κάποιον που είχε μάλλον εθελοντικά μεταφερθεί στη Γερμανία ή που δεν είχε καταφέρει ν’ αποφύγει την καταναγκαστική εργασία για τον εχθρό, στην ανάγκη αυτοκτονώντας, όπως είχε ζητήσει ο Στάλιν από τους πραγματικούς πατριώτες. Για κάτι τέτοιους συγγενείς που θεωρούνταν προδότες της πατρίδας δεν διηγούνταν τότε τίποτα στα παιδιά τους, επειδή δεν ήθελαν να τα βάλουν σε κίνδυνο».
Τι σημαίνει τελικά η καταγωγή από τη Μαριούπολη; Η συγγραφέας μέσα από την αναζήτηση και τη συγγραφή ψάχνει να βρει στέρεα στοιχεία των συνθηκών που δημιούργησαν το δικό της παρόν, τη δική της ταυτότητα. Φαίνεται πως μέσα από το παρελθόν επιχειρεί να ανιχνεύσει τελικά τη δική της οντότητα, εθνικά και υπαρξιακά, καθώς τα παιδικά τραύματά της μοιάζουν ακόμη και σε αυτήν την ηλικία να την κυνηγούν. Γυρεύει θεραπεία μέσω της αλήθειας – της προσωπικής, της οικογενειακής και της ιστορικής. Δεν έχει σημασία αν η αλήθεια αυτή την πληγώνει, φαίνεται πως τελικά την χρειάζεται για να απαλλαγεί από την αέναη περιδήνηση της αβεβαιότητας. Η αφήγηση της Βοντίν διαθέτει υπόγεια δυναμική, αποκαλύπτοντας πολλές σκοτεινές πτυχές της ιστορίας που συνδέονται με τις τύχες των ανθρώπων και η συγγραφέας καταφέρνει τελικά να δώσει μέσω αυτής μια αίσθηση βιωματική στα γεγονότα και τα αδιέξοδα που δημιούργησαν οι δεδομένες ιστορικές συγκυρίες.
Πολύ ενδιαφέρουσα και κατατοπιστική η εισαγωγή της μεταφράστριας Αλεξάνδρας Ιωαννίδου.
Ήλια Λούτα