Με μια νέα νουβέλα, τοποθετημένη στο όχι τόσο μακρινό παρελθόν (κατά βάση στη δεκαετία του 1990), επιστρέφει εκδοτικά ο Μιχάλης Μακρόπουλος. Το θέμα της: Η υποκατάσταση, η διχοτόμηση, ο αναδιπλασιασμός – τα εννοώ όλα αυτά σαν ψυχολογικούς όρους.
Η Μαργαρίτα Ιορδανίδη που δίνει το όνομά της στον τίτλο του βιβλίου είναι η αδιαμφισβήτητη αντι-ηρωίδα ή μάλλον οι δύο αδιαμφισβήτητες αντι-ηρωίδες της νουβέλας γιατί είναι αυτές που θυσιάζονται. Θύτης, ηθικός αυτουργός και καταλύτης του οτιδήποτε συμβαίνει είναι ο σύζυγος και των δύο, ο Κώστας, ένας λογιστής που το μεγαλύτερο προσόν του είναι η γαμπροσύνη: η υπόσχεση μιας ήρεμης και αδιασάλευτης ζωής στο πλάι του – όχι βέβαια πολύ διαφορετικής από την ίσια γραμμή του καρδιογραφήματος ενός πεθαμένου. Μέσα στη μοναξιά όμως που νιώθει μια γυναίκα η οποία δεν ξεχωρίζει για κάτι μέσα στο πλήθος των υπολοίπων ή μια γυναίκα που βρίσκεται στο περιθώριο λόγω καταγωγής, μια τέτοια ζωή μπορεί να μοιάζει δελεαστική. Στην αρχή τουλάχιστον.
Η αλήθεια είναι ότι ο Κώστας ουδέποτε εμφανίζεται παραπλανητικός μέσα στο βιβλίο. Τη μοναδική προοικονομία για τη ζοφερότητα που κομίζει εκφράζει με τα λόγια της η φίλη της Μαργαρίτας, Ευτυχία – πέφτει όμως στο κενό, αφού εξ αφορμής της η Μαργαρίτα διακόπτει τη φιλία τους. Ο Κώστας εμφανίζεται πάντοτε ο ανέκφραστος εαυτός του, ένας άνθρωπος που φέρνει προσεκτικά και υπολογισμένα τη ζωή του σε βολικά για τον ίδιο πλαίσια, εξυπηρετώντας το στερεότυπο της μικροαστικής οικογένειας, τον πυρήνα της οποίας έβλεπε κρεμασμένο στο νυφικό κάδρο των γονιών του πάνω από το κρεβάτι τους, στο πατρικό του.
Πουθενά στη νουβέλα δεν τον βλέπουμε να εκφράζει συναίσθημα – ούτε όταν πεθαίνει η μάνα τουˑ ούτε όταν γνωρίζει την αυθεντική Μαργαρίτα, ούτε όταν γεννιούνται τα παιδιά του, ούτε όταν τα πράγματα αρχίζουν να μην πηγαίνουν καλά μαζί της, ούτε όταν συναντά την Αλβανή καθαρίστρια που έχει βαφτιστεί Ελευθερία.
Σε μια σπάνια εξωτερίκευση, η Μαργαρίτα του εξαπολύει κατά μέτωπον επίθεση: «Για σένα, αυτό που φαίνεται είν’ όλο κι όλο ό,τι υπάρχει. Αθροίζεις όλη μέρα τα νουμεράκια σου στο γραφείο, έπειτα γυρνάς στο σπίτι και βρίσκεις ζεστό φαΐ, θρονιάζεσαι μπρος στην τηλεόραση… Δεν έχεις ούτε τοσηδά φαντασία, δεν σου περνάει καν απ’ το μυαλό ότι σε μερικούς ανθρώπους μπορεί να υπάρχει και πιο βαθιά κάτι, όχι μονάχα απ’ έξω λούστρο κι από μέσα σκατά!». Αυτό ήταν το πρώτο και το τελευταίο «κατηγορώ» της Μαργαρίτας προς τον άντρα της λίγο πριν από την οριστική έξοδό της από το βιβλίο.
Η Μαξλίντα που είχε βαφτιστεί Ελευθερία ήρθε αρχικά να του καθαρίζει το γραφείο. Ποτέ δεν διαβάζουμε αν ο Κώστας την ερωτεύτηκε ή απλά του άρεσε (όπως ούτε με τη Μαργαρίτα) – ένα αδιαπέραστο μαύρο κουτί καλύπτει τις προθέσεις του μέχρι που αποκαλύπτονται από μόνες τους: ήθελε μια αναπληρώτρια της γυναίκας του να προσέχει τον ίδιο και τα παιδιά. Δεν τον πείραζε που ήταν καθαρίστρια – μήπως άλλωστε η Μαργαρίτα ήταν κάτι παραπάνω τελικά για κείνον; Κάπως έτσι άρχισε να τη φωνάζει κι αυτή Μαργαρίτα, λίγο παρακάτω να τη φωνάζουν τα παιδιά του μαμά.
Εκείνη δεν διαμαρτυρήθηκε ποτέ για την αλλαγή ονόματος, για την εξαφάνιση του εαυτού της – το παρελθόν της ήταν κάτι που δεν ήθελεˑ «έτσι, μπορούσε εύκολα να του γυρνά την πλάτη, σαν να εγκατέλειπε ξανά και ξανά τον εαυτό της και ολοένα να προχωρούσε, μια γυναίκα διάφανη, χωρίς σκιά». Αυτά τα λόγια τα έγραψε ο Μακρόπουλος για τη Μαργαρίτα, αλλά ταιριάζουν το ίδιο καλά και στην Ελευθερία/Μαξλίντα.
Χωρίς παρελθόν και ο ίδιος ο Κώστας, αφού δεν νοιάστηκε ποτέ να κρατήσει επαφη με το χωριό και τους συγγενείς του παρά μόνο για λόγους δουλειάς, διάλεγε δίπλα του γυναίκες που έκρινε πως ήταν άριζες και θα ήθελαν να γραπωθούν στην ασφάλεια που τους πρόσφερε – το μόνο που είχε να τους προσφέρει.
Η αφήγηση όλων των παραπάνω γίνεται από τον Μακρόπουλο με τρόπο αριστοτεχνικό. Όχι γραμμικά, αλλά εν παραλλήλω. Οι δύο ιστορίες, η μία με τη Μαργαρίτα και η άλλη με την Ελευθερία, αναπτύσσονται ταυτόχρονα, έτσι που ακόμη και ο αναγνώστης να χρειάζεται να το σκεφτεί δυο φορές από ένα σημείο και μετά, για να καταλάβει για ποια γυναίκα γίνεται τελικά λόγος. Εσκεμμένα, ο Μακρόπουλος επαναλαμβάνει σκηνές (όπως των κοριτσιών με τη μάνα τους στην παιδική χαρά) για να εντείνει τη σύγχυση. Κι αν η μία γυναίκα (η Μαργαρίτα) βρίσκει τρόπο εξόδου, η άλλη στην καταληκτική παράγραφο του βιβλίου συνεχίζει αγόγγυστα τη δανεική ζωή μετά τη μοναδική της μικρή διαμαρτυρία, «πνίγοντας ένα ρίγος μέσα της».
Η πένα του Μακρόπουλου παραμένει μοναδική. Ο συγγραφέας είναι πραγματικός τεχνίτης του λόγου: όχι μόνο από πλευράς πλοκής, την οποία ξέρει να σκαρώνει με μοναδικούς τρόπους, αλλά και από πλευράς εκφοράς των περιγραφών («Από το ένα νησί στο άλλο, γερτή στο παραπέτο του καραβιού, δεν χόρταινε ν’ αγναντεύει, νιώθοντας στις παλάμες της την αλισάχνη πάνω στο ξύλο της κουπαστής και πετώντας με τους γλάρους κάθε που πλησίαζαν σε λιμάνι», σελ. 79). Διακειμενικά, γίνονται αναφορές σε διάφορα γνωστά βιβλία, που σχετίζονται με κάποιον τρόπο με το θέμα, με ένα να επανέρχεται: το Η Κασσάνδρα και ο λύκος της Μαργαρίτας Καραπάνου, ο βίος της οποίας παρουσιάζει ομοιότητες με εκείνον της πρωταγωνίστριας – ίσως γι’ αυτό και η επιλογή του συγκεκριμένου ονόματος.
Η νουβέλα ανήκει ξεκάθαρα στο είδος του νουάρ μυθιστορήματος. Έχει την αγωνία, το σασπένς, την υποβλητικότητα και τη σκοτεινή εξέλιξη που αρμόζουν σε ένα άξιο δείγμα του είδους. Επιπλέον, αφήνει τον αναγνώστη με ένα κενό μέσα του, να διερωτάται πόσες αναπάντεχες τροπές μπορεί να πάρει μια ανθρώπινη ιστορία και σε τι άκρα μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος για να νιώσει ότι τον χρειάζονται και ότι ανήκει σε ένα πλαίσιο. Η απάντηση είναι: ακόμη και στην εξαφάνιση του ίδιου του εαυτού του – για όσο την αντέχει τουλάχιστον.
Σημαντικότερες όμως δεν είναι οι απαντήσεις αλλά οι ερωτήσεις που τίθενται, του είδους που μόνο η πραγματικά καλή λογοτεχνία μπορεί να θέσει, οι οποίες βοηθούν τον άνθρωπο να καταδυθεί στα μύχια της ανθρώπινης συνθήκης – και μερικές φορές να αναδυθεί κλονισμένος για το γεγονός ότι συγκαταλέγεται στο ανθρώπινο είδος.