“Μαχμούντ ή Η άνοδος της στάθμης των υδάτων” του Αντουάν Γουότερς (μτφ: Γεωργία Ζακοπούλου)
Μαρία Ψωμά-Πετρίδου

Ένα μυθιστόρημα γραμμένο εξ ολοκλήρου ως ποίημα το οποίο με εργαλείο τη δυναμική συμπύκνωση της ποιητικής σύνθεσης στέκεται απέναντι στη βαρβαρότητα, την ανθρώπινη κτηνωδία και το χάος που επιφέρει ο πόλεμος. Αποπειράται με την ανάσυρση των αναμνήσεων ενός χαμένου πλέον κόσμου να ανασυστήσει την παρηγορητική αγκαλιά της αγάπης, τη δίψα για ελευθερία και την απόλαυση των καθημερινών ανθρώπινων που απορρέουν από την ειρηνική συνύπαρξη. Ο ποιητικός λόγος αρωγός στην καταβύθιση στο χάος αλλά και στην επαναφορά, έστω και σαν όνειρο, της ρημαγμένης πάλαι ποτέ κανονικότητας.

Στο νερό των λέξεων.
Βούτηξα.
Η γραφή σαν μια βάρκα
Ανάμεσα στη μνήμη και στη λήθη.

 

Ο Γουότερς μας μεταφέρει στη Συρία, στον πόλεμο που μαίνεται οδοστρωτήρας του παρελθόντος και του παρόντος. Ένας ηλικιωμένος άντρας, ο ποιητής Μαχμούντ Ελμάσι, κωπηλατεί μόνος στη μέση μιας αχανούς έκτασης νερού. Πρόκειται για την λίμνη Αλ Άσαντ που δημιουργήθηκε το 1973, όταν κατασκευάστηκε το φράγμα της Τάμπκα. Κάτω από τη βάρκα του, το σπίτι των παιδικών του χρόνων, ολόκληρη η ζωή του μέχρι χθες.

Ακούω τον Μουνίρ να μου φωνάζει έξαλλος
όταν τρέχω σαν άνεμος ανάμεσα
στα ζώα του κοπαδιού του,
και τα σκορπίζω στο μονοπάτι.
Μυρίζω το άρωμα της μαμάς, που είναι μια δύναμη
στροβιλιστική, αληθινή φλεγόμενη βάτος, αλλά
και που τα νεύρα της είναι αχαλίνωτα και φλογερά.
Κόβω ένα ροδάκινο δίπλα στον μπαμπά, που, όρθιος
πάνω στη σκάλα, κόβει φρούτα στο χωράφι
του άλλου μας γείτονα, του Χαμσίγιε.
Γηρατειά είναι να γίνεσαι το παιδί
που κανείς δε βλέπει πια.

 

Ο Ελμάσι εφοδιασμένος με μια βάρκα και έναν αναπνευστήρα, κλείνει τα μάτια στον πόλεμο που μαίνεται, βουτάει στα θολά νερά και βλέπει ξανά τη ζωή του, τα τρία του παιδιά προτού ακόμη φύγουν για να πολεμήσουν, τη Σάρα τη γυναίκα του που ήταν τρελά ερωτευμένη με την ποίηση, τα τρία χρόνια στη φυλακή, τη χαμένη πρώτη του αγάπη, το σχολείο που δίδασκε όπως του επέβαλε το καθεστώς, την αδιάκοπη αναζήτησή του για ελευθερία στην ποίησή του ως τον μόνο τόπο καταφυγής και άντλησης δύναμης.

Έγραφα σαν τα μεγάλα αρπακτικά πουλιά κι εγώ,
πότε χαράζοντας και πότε διαγράφοντας
ό,τι έφερνε το φως μπροστά στα μάτια μου.

 

Ο Αντουάν Γουότερς σε αυτό το πολυβραβευμένο μυθιστόρημα, προσεγγίζει με ποιητική τρυφερότητα τους ευγενείς στόχους και τα συναισθήματα της ανθρώπινης φύσης που σαρώνονται με την επιβολή της βίαιης φρίκης τόσο των απολυταρχικών καθεστώτων όσο και του πολέμου. Ο Λόγος, ο συνεκτικός κρίκος που αγωνιά να κρατήσει και να κρατηθεί. Λόγος λιτός, ρέον, κατανοητός, με μουσικότητα που διεισδύει στην ψυχή του αναγνώστη, άλλοτε νοσταλγικά άλλοτε ανακουφιστικά και άλλοτε μεταδίδοντας την απελπισία που προκύπτει από την αδικία και τον όλεθρο των πολύχρονων εχθροπραξιών.

Και η Συρία μας,
τα δέντρα μας,
Μαχμούντ,
τα μέρη που αγαπηθήκαμε,
η γη μας,
όλα βούλιαξαν.

 

Ο συγγραφέας-ποιητής σε ελεύθερο στίχο καταγράφει με απλότητα τη μεγάλη καταστροφή της Συρίας, μας συνδέει μαζί της μέσα από τον βίο του ηλικιωμένου ποιητή Ελμάσι, πετυχαίνοντας να κινητοποιήσει τη συνείδηση και το συναίσθημά μας, αλλά και να υπενθυμίσει εκείνα τα καθημερινά που μας πληρούν και μας συνιστούν ανθρώπους, εκείνα που από τη μια στιγμή στην άλλη μπορούν να γίνουν ανάμνηση και νοσταλγία χωρίς επιστροφή.

Ύστερα παίρνω μια μεγάλη, βαθιά ανάσα,
και όλα όσα γνωρίζω αλλά αποφεύγω, όλα όσα
δεν αντέχω πια αλλά υπάρχουν, όλα όσα μας βρίσκουν
απρόσμενα χωρίς να τα έχουμε ποτέ ζητήσει,
τα εγκαταλείπω.
Μια εξαίσια αίσθηση.
Η καλύτερη.
 

Τα εύσημα για την μεταφορά του μυθιστορήματος στην ελληνική γλώσσα, στην μεταφράστρια Γεωργία Ζακοπούλου.

 

Μαρία Ψωμά-Πετρίδου

 

Περισσοτερα αρθρα