Η νέα ποιητική συλλογή της Πηνελόπης Γιώσα Λύκος στο μαξιλάρι μου έχει κάτι από την αχλή και τη γοητεία του παραμυθιού. Φέρνει στη μνήμη την κοκκινοσκουφίτσα και τη συνάντησή της με το λύκο, στην εκδοχή του Σαρλ Περώ, αλλά και της ωραίας Kοιμωμένης που οι μοίρες της όρισαν να τρυπηθεί από το αδράχτι και να πεθάνει, έργο του ιδίου συγγραφέα. H ποίησή της κινείται ευφάνταστα μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, αντλεί στοιχεία από τους αρχαίους μύθους και το δημοτικό τραγούδι, για να μιλήσει για τον έρωτα, το γάμο και τις κοινωνικές συμβάσεις που καθορίζουν τις σχέσεις των ανθρώπων, ακόμα και τις ερωτικές, αλλά και για το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας με θύμα τη γυναίκα που έχει λάβει μεγάλη έκταση στις μέρες μας. Η συλλογή περιέχει 41 άτιτλα ποιήματα που ακολουθούν λατινική αρίθμηση, σαν τα παλιά ρολόγια, σάμπως για να αποτυπώσουν τη φθορά ενός έρωτα που οδηγείται, με την πάροδο του χρόνου, από τη σχέση στη σχάση.
Μέσα στις σελίδες της ακούγεται η φωνή μιας ασυμβίβαστης γυναικείας ψυχής να αφηγείται την ιστορία της, τη φιλοδοξία της να αγαπήσει και να αγαπηθεί, σε πείσμα των καιρών που θέλουν τη ζωή παιδί συμβιβασμού, το πρώτο ξύπνημα της ερωτικής επιθυμίας στην καρδιά της. Και σε αυτή την ιστορία υπάρχει η συνάντηση της νεαρής κοπέλας με τον άγνωστο εραστή που έχει κάτι από την επικινδυνότητα του λύκου· και εδώ οι τρεις μοίρες, η Κλωθώ, η Λάχεση και η Άτροπος κάνουν την εμφάνισή τους στο νυχτερινό ουρανό για να μοιράνουν το νεογέννητο έρωτα, όμως διαφωνούν και η ξιφομαχία τους γεμίζει με χαρακιές το πεπρωμένο του. Έτσι το ποίημα που γράφεται αρχικά ως τραγούδι γάμου και χαράς για να υμνήσει την ομορφιά του έρωτα, αργότερα ντύνεται με τα χρώματα της απουσίας, της προδοσίας, της διένεξης, της βίας και τελικά καταλήγει σε μοιρολόι.
Φυλάξου από τ’ αστέρια,/ της φώναζε η μάνα./ Σπαθισμοί είναι/ από τις Μοίρες που ξιφασκούν/ ―η Άτροπος ενάντια στη Λάχεσι και την Κλωθώ―/ για τη χαρά της επικράτησης/ για της κυριαρχίας τους/ την κερδισμένη μέθη./ Αν δεν προσέξεις έγκαιρα/ μεγάλο θα ’ναι το κακό/ από τις χαρακιές τους./ Κι εκείνη την αγνόησε επιδεικτικά./ Μια νύχτα μ’ έναστρο ουρανό/ ολάκερη πασπαλίστηκε/ με ίμερου αστερόσκονη/ μέχρι που βάρυνε απ΄το φως/ και πυρπολύθηκε…
Αν ήξερες πως θα πέθαινα/ πριν από σένα, μάνα/ θα μ’ άφηνες να γνέθω/ τη νύχτα νήματα έρωτα/ μ’ αδράχτι εραστή; […]
Να βάφω τα χείλη/ με κοκκινάδι ορμής/ ν’ αφήνω το πουκάμισο ανοιχτό/ στο κάλεσμα της στιγμής/ και διόλου να μην διστάζω/ να βλέπω άγνωστους κατάματα/ γιατί στ’ άγνωρο βλέμμα φαίνεται/ η αλήθεια πιο γυμνή;
Ποτέ δεν είναι νωρίς πολύ/ μήτε αργά για έρωτα μάνα./ Κι η μνήμη θανάτου/ χειραφέτηση λυτρωτική.
Το ποιητικό υποκείμενο «παράφορα αποζητά στον έρωτα το άλλο εγώ του», την ολοκλήρωσή του· να βρει εκείνο το κομμάτι του ουρανού μέσα από τον άλλον άνθρωπο. Το σμίξιμο των δύο εραστών θυμίζει άτυπα την ιερότητα του μυστηρίου του γάμου, ως ένωση δύο ψυχών εις σάρκα μία με τα δεσμά της αγάπης. Η ποίησή της επαναφέρει το στοιχείο της ιερότητας στον έρωτα που ήταν κάποτε ο πιο ανίκητος θεός στην αρχαιότητα. Ένας θεός που αψηφά τις συμβάσεις και τις κοινωνικές διακρίσεις και θεωρεί το πλεόνασμα της αγάπης ανώτερο από κάθε υλικό πλούτο.
…Της κλίνης περάσαμε την πύλη/ που δεν έχει γυρισμό./ Στ’ ανάκτορα διαβήκαμε/ των κλινοσκεπασμάτων/ την άγια ασπαστήκαμε/ σινδόνα των εραστών/ πιστοί στο τάμα του φιλιού/ μ΄ανάθημα στις σάρκες/ της ένωσης μόχθο λαγαρό/ κι ιδρώτα.
Η ποιήτρια αποτυπώνει αρχικά στους στίχους της εκείνη την κατάσταση της ακραίας ευτυχίας που προσφέρει ένας γάμος από έρωτα, σε αντίθεση με ένα συμβατικό γάμο που ακούει στην προτροπή «Ου καλόν είναι τον άνθρωπον μόνον επί της γης»… Ο πλούτος των συναισθημάτων που πλημμυρίζουν την καρδιά δεν μπορεί να συγκριθεί με κανέναν υλικό πλούτο, ιδίως όταν ο έρωτας με την πάροδο του χρόνου μεταμορφώνεται σε αγάπη:
XII
Γύρω μας καρδιές πελότες,/ κατάστικτες από ραμφίσματα/ κι εμείς ταμπουρωμένοι/ σ’ έναν παράδεισο για δυο· δεν μας αξίζει τόση ευτυχία./ Οι άλλοι νηστικοί/ κι εμείς χορτάτοι/ πλούσιοι με τα λίγα μας.
Καμιά φορά νιώθω πως είμαι/ ένας μαυραγορίτης·/ του έρωτα κλέβω το υστέρημα/ από τους στερημένους./ Αισχροκερδώ ασύστολα/ σε βάρος της μονιάς/ πέτρα σκανδάλου γίνομαι/ για της αγάπης μας το πλεόνασμα.
Όταν για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο χωρίζουν οι εραστές, ο έρωτας εξακολουθεί να υπάρχει και ο αποχωρισμός γεμίζει με πόνο τη γυναικεία καρδιά. Πανέμορφα ποιήματα ανθίζουν στην απουσία:
XIII
Πέστροφες σπαρταράν στα χέρια σου/ οι μέρες μου μακριά σου· πουλιά/ οικόσιτα που αγνοούν το πέταγμα,/ αγρίμια χάσανε παντοτινά/ την αξιοπρέπειά τους/ από δυνάστη χέρι/ τρέφονται με φύραμα.
Θα ξανάρθεις; / Όταν καρπίζει/ η αγάπη μέσα σου/ βαραίνει/ σαν ετοιμόγεννη κοιλιά/ και θα ’ναι αν δεν έρθεις/ ο καρπός της ανώφελος…
… Μοιάζουν τα ρήγματα στη γη μου/ απ΄την αναβροχιά/ με ορθάνοιχτα σαγόνια.
Λίγα χρόνια αργότερα, η ερημιά ενός γάμου χωρίς αγάπη προβάλλει στις σελίδες της και τότε το δαχτυλίδι, τα μνήστρα, βαραίνουν το γυναικείο χέρι, καθώς συμβολίζουν μια δέσμευση χωρίς συναισθηματικό αντίκρυσμα που οι κοινωνικές συμβάσεις της επιβάλλουν να φοράει. Παράλληλα, το ρολόι στον καρπό του χεριού συμβολίζει το χρόνο που κυλάει και σβήνει στο πέρασμά του τον έρωτα και μαζί κάθε ψευδαίσθηση ευτυχίας. Στους στίχους της γίνεται φανερή η απογοήτευση της ηρωίδας για τις χαμένες προσδοκίες της:
XVII
Κάθε πρωί μόλις ξυπνώ/ φοράω στο χέρι το ρολόι,/ περνώ στο δάχτυλο το δαχτυλίδι· είμαι ένας άνθρωπος ελεύθερος/ κατά συνθήκη.
«Ου καλόν είναι τον άνθρωπον μόνον επί της γης».
Δώστε λοιπόν, σ΄αυτόν/ μνηστείας δαχτυλίδι/ το πεπρωμένο/ να οιακίζουν οι δεσμοί/ σημάδι ανεξίτηλο/ στο δέρμα να χαράζουν./ Πώς θα μπορούσε άλλωστε/ οι σχέσεις μας/ απ’ τις θωπείες του χρόνου/ ανέγγιχτες να μείνουν;
Όσο για το ρολόι/ αυτό φροντίστε να κοσμεί/ ευδιακρίτως τον καρπό./ Στον επόμενο τόνο/ η ώρα θα είναι/ όλο και πιο κοντά στη σήψη/ στο επέκεινα του κόσμου/ στην παρένθεση/ του αναλογούντος χρόνου.
Κάθε βράδυ μόλις πλαγιάζω/ το χρόνο και τα μνήστρα αποδύομαι./ Η γύμνια μου/ προσβάλλει τις συμβάσεις./ Είμαι ένας άνθρωπος αδαμικός/ κι ελεύθερος.
Η ψυχική επικοινωνία με τον άλλον φαίνεται να έχει διαρραγεί και ο γάμος της μοιάζει να έχει καταλήξει συμβατικός, όπως και πολλοί άλλοι. Η ζωή έχει χάσει το νόημά της, κάτι που δύσκολα θα ανεχόταν μια ασυμβίβαστη και ονειροπόλα ψυχή που θέλει να είναι ελεύθερη να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Παρόλα αυτά, ένα παιδί γεννιέται:
XIX
Τα βράδια/ το κρεβάτι μας τρίζει/ δίχως ν’ αλλάξουμε πλευρό./ Δεν τρίζουν τα κρεββάτια από μόνα τους./ Σ’ ένα παράλληλο σύμπαν/ ένα ζευγάρι κάνει έρωτα/ το πρώτο τους συλλαμβάνουν παιδί/ τα κορμιά τους κάνουν τρίλιζα/ αγαπιούνται/ αγαπιούνται/ αγαπιούνται/ πριν τ’ αφανίσει/ σαρκοφάγος ο χρόνος.
Σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης ένα νεαρό κορίτσι ονειρεύεται τον έρωτα, αλλά οι γυναίκες ζώνονται το πεπρωμένο τους. Η ποιήτρια μιλάει για τη μειονεκτική θέση της γυναίκας στον κόσμο:
XVIII
Στη Μερτζούκα/ κορίτσια γίνονται γυναίκες πρόωρα./ Ζώνονται το πεπρωμένο/ όπως το φίδι ο φακίρης/ από συνήθειο κι ανάγκη/ για επιβίωση.
Στο Νεπάλ/ ένα κορίτσι/ τον έρωτα απαρνείται./ Τη λένε Κουμάρ/ λατρεύεται απ’ όλους/ όχι όμως από τον έναν…
Το στοίχημα της αγάπης χάνεται οριστικά όταν στο σκηνικό μπαίνει η προδοσία εκείνου:
XXI
…Αδήλωτη κι απόψε/ η απουσία σου θα περάσει/ τα σύνορα αντοχής/ και το λαγωνικό μου ένστικτο/ ξοπίσω της θα τρέξει/ η ανάσα σου ν’ αντιληφθεί/ αν μέθυσε από πιοτό/ ή απ΄τη λαθραία λαγνεία/ στιγμής ολότελα/ σ’ εμένα ξένης.
Μυρίζει βλέπεις/ η προδοσία από μακριά/ σαν του θανάτου τη σήψη…
Η ποίησή της εισχωρεί στα βάθη της γυναικείας ψυχής και αναμοχλεύει τα πάθη της. Τη στάση της όταν αμφισβητείται το δικαίωμά της να εκφράζεται και να αντιμετωπίζεται επί ίσοις όροις με τον άνδρα, τη στάση της απέναντι στην απόρριψη, την προδοσία, τη βία:
ΧΧΙΙΙ
Δεν είναι η προδοσία/ που σ’ απέκλεισε/ απ΄την αγάπη μου/ μήτε τα τριάντα αργύρια/ που εισέπραξες για το φιλί/ του καθησυχασμού.
Είναι που μεταμέλησες/ χωρίς να μετανιώσεις/ είναι που ξέχασες πως/ το παιχνίδι της συγχώρεσης/ είναι για δυο.
Από την άλλη πλευρά, εκείνος εμφανίζεται εξουσιαστικός και κτητικός να διεκδικεί την υπεροχή που πατροπαράδοτα είχαν οι άνδρες στις σχέσεις, οπότε η ρήξη μεταξύ τους είναι αναπόφευκτη. Τα δυο σώματα στέκονται άκαμπτα, «σαν πέτρες αποκλίνουσες», το ένα μπροστά στο άλλο, μάχονται για το ποιος θα κυριαρχήσει, ο γυναικείος και ο ανδρικός κόσμος συγκρούονται και μάρτυρας της σύγκρουσης αυτής γίνεται ένα μικρό παιδί:
ΧΧΧΙΙ
Δεν θυμάμαι πολλά/ από κείνο το βράδυ/ μονάχα ότι με ξύπνησαν/ τα κλάματα της μάνας/ και του πατέρα οι φωνές./ Έτρεξα να την βρω/ κι είδα στο στόμα της/ σιρόπι βύσσινο,/ το μάτι μαύρο/ σαν τ’ αρκουδάκι Πάντα/ που κρατούσα.
Μαμά της είπα με παράπονο/ θέλω κι εγώ σιρόπι βύσσινο/ θέλω κι εγώ το μάτι μαύρο/ σαν τ’ αρκουδάκι μου./ Κι εκείνη μ’ άρπαξε στην αγκαλιά/ τ’ άληστο κλάμα για να συνεχίσει.
Είναι βέβαια ιδιαίτερα οδυνηρή η συνειδητοποίηση ότι ο άνθρωπος που εμπιστεύτηκε και αγάπησε μετατρέπεται στον κακό άγνωστο του παραμυθιού, η διαπίστωση ότι τον αγάπησε χωρίς αληθινά να τον γνωρίζει, ενώ πίστευε ότι τον ήξερε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον· το ένστικτό της την είχε ξεγελάσει. Μόνο με την πείρα που δίνει ο χρόνος μπορεί κανείς να διακρίνει τον άνθρωπο με «τα αγριόχορτα στο βλέμμα, τα ψέματα που κρύβονται σε ωραία λόγια, σε αβρότητες και αγγίγματα αγάπης». Η ποίησή της γεμίζει απρόσκλητο πόνο από τη διαπίστωση ότι οι ωραίες μέρες έχουν πια περάσει, ο παράδεισος έχει χαθεί. Η σχέση τους έχει εξελιχθεί σε μια μορφή εξάρτησης μεταξύ εξουσιαζόμενου και εξουσιαστή:
XXVIII
Έχω ένα λύκο/ στο κρεβάτι μου./ Άλλοι έχουνε κορμιά ζεστά/ για να κουρνιάζουν/ εγώ όμως ένα λύκο.
Τα νύχια του/ τις σάρκες μου πονάνε/ κάθε που με τα χέρια του/ πως με χαϊδεύει λέει/ κι όλο με λύπηση/ κοιτάει τις πληγές μου ο γιατρός.
«Για μια φορά τη χάρη κάντε μου/ στα παραμύθια να πιστέψετε»/ εκείνος επιμένει./ «Δεν έβγαλε τυχαία ο λαός/ τον λύκο πονηρό./ Απαλλαγείτε από αυτόν».
Κι εγώ με λόγους ψεύτικους/ ολοένα ξεγελιέμαι/ γιατί φοβάμαι πως αν/ από το λύκο μου απαλλαγώ/ άλλον δεν θα ’χω να κατηγορώ/ πέρα απ’ τον εαυτό μου.
Στα ποιήματα ακούγεται κυρίως η γυναικεία φωνή, αλλά όταν συμβαίνει το αναπόφευκτο, όπως το όρισαν οι μοίρες, η σιωπή πέφτει πάνω στο σώμα της μητέρας και του παιδιού, μαζί με «τράνταγμα, πυροβολισμούς και μυρωδιά καψαλισμένης ευτυχίας». Μένει μόνο η φωνή του άνδρα να εξομολογείται τον ανείπωτο πόνο του, τη μεταμέλειά του και να μηρυκάζει σε κάθε λεπτό της ζωής του «τη μοίρα και την κακιά στιγμή». Μέσα από το πένθος του αναδύεται σε όλο της το μέγεθος η ανθρωπινότητά του, εκείνο το κομμάτι της ψυχής που τον συνδέει με τον ουρανό.
Τότε αναλαμβάνει η ποίηση, σαν δίκαιη μάνα, να εκφράσει αυτόν τον ανείπωτο πόνο που από τα χείλη του ενόχου δεν θέλει να ακούσει κανείς. Κι όμως, είναι αυτή η στιγμή της μεταμέλειας που όλοι χρειαζόμαστε για να ενώσει τα ρήγματα σε όσα διχάζουν τους ανθρώπους. Η ψυχή είναι ο τρόπος που βλέπουμε τα πράγματα, το κριτήριο μέσα από το οποίο διαμορφώνουμε την πραγματικότητά μας· πρέπει πρώτα εκείνη να αλλάξει για να αλλάξουν παλιά στερεότυπα και συμπεριφορές, κατάλοιπα μιας πατριαρχικής κοινωνίας που έχει αφήσει ακόμα έντονα τα χνάρια της στις μέρες μας.
Η Πηνελόπη Γιώσα φτιάχνει μια ιστορία πρωτότυπη στη σύνθεσή της που μέσα της διαφαίνεται η αγάπη της για τον άνθρωπο. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, η ποίησή της επαναφέρει την αίσθηση του ρομαντικού έρωτα και δεν διαχωρίζει αλλά ενώνει τους δύο κόσμους, τον ανδρικό και τον γυναικείο, θυμίζοντας ότι η ψυχή δεν έχει φύλο. Παράλληλα, φανερώνει τις κακοτοπιές που συναντάει κανείς στο δάσος της πραγματικότητας και σκιαγραφεί ένα δρόμο προς την ολοκλήρωση και την ευτυχία.
Κατερίνα Τσιτσεκλή