Είναι δύσκολο να διαβάσει κάποιος την ποιητική συλλογή του Γιάννη Θεοδωράκη «Λιποτάχτες» και να μην συγκινηθεί. Και αυτό γιατί πέρα από την αναμφισβήτητη ποιητική της αξία, περιλαμβάνει συνθέσεις που μελοποιήθηκαν από τον αδελφό του, τον Μίκη. Το «Δακρυσμένα μάτια» και το «Όμορφη πόλις» είναι έργα που έχουμε αγαπήσει και χιλιοτραγουδήσει, έχουμε ερωτευτεί με αυτά, αλλά και παρηγορηθεί.
Πρόκειται για επανέκδοση της συλλογής από τον δραστήριο Θανάση Σιλιβό και τις εκδόσεις «Μετρονόμος». Η πρώτη έκδοση είχε συντελεστεί το 1959 από τις εκδόσεις «Δίφρος» του Γιάννη Γουδέλη με τον οποίο ο Μίκης είχε συνυπηρετήσει στο Κέντρο Διερχομένων στην Αθήνα. Συνθέσεις της μελοποιήθηκαν στο διάστημα 1952-1954. Εξήντα τέσσερα χρόνια αργότερα, η νέα αυτή έκδοση συνιστά σπουδαίο πολιτιστικό γεγονός, εφόσον φέρει και πάλι στην επικαιρότητα ένα έργο συνδεδεμένο με τις μνήμες και τα βιώματα των Νεοελλήνων.
Συλλογή τριών ενοτήτων: «Περιγραφή», «Μαντινάδες-Χωριό Γαλατάς», «Υδροκέφαλος». Ο Μίκης, (ο Γιάννης είναι εφτά χρόνια νεότερος: 1932-1996), σοβαρά τραυματισμένος από τα βασανιστήρια στη Μακρόνησο, φτάνει το 1949 στο χωριό του, Γαλατά Χανίων. Ο Εμφύλιος είχε τελειώσει, όμως επικρατούσε καθεστώς φόβου και πολλοί από τους κατοίκους οπλοφορούσαν. Ένας από αυτούς ήταν και ο αδελφός του.
«Ο καημένος ο πατέρας έτρεμε να του μιλήσει, μήπως και πυροβολήσει τα βαρέλια και χυθεί το κρασί» δήλωνε αργότερα ο Μίκης. «Έγραφε όμως ποιήματα τα οποία ευθύς μετά πετούσε, για να δείξει στον εαυτό του πως ξανάγινε άνδρας σκληρός, υπεράνω της ποίησης». Ο Μίκης μάζευε αυτά τα χαρτάκια «λες και ήταν κολοκύθια ή αγγούρια μέσα από τον κήπο».
Τις πληροφορίες παραθέτει ο φιλόλογος και ποιητής Σπύρος Αραβανής στον ιδιαίτερα ενδιαφέροντα και κατατοπιστικό Πρόλογο της έκδοσης. Μεταξύ άλλων, αναφερόμενος στον τίτλο του έργου «Λιποτάχτες», δίνει τρεις πιθανές ερμηνείες. Η πρώτη προέρχεται από τον ίδιο τον Μίκη ο οποίος «θεωρούσε ότι [ο αδελφός του], γράφοντας ποιήματα σε μια τέτοια εποχή και ηλικία, ’’λιποταχτούσε’’ από την πραγματική σκληρότητα της ζωής», ενώ η πιο επίσημη δεύτερη εκδοχή αναγράφεται στο εξώφυλλο του δίσκου των σαράντα πέντε στροφών: «Οι ’’Λιποτάκτες’’ αναφέρονται στην αγωνία του ’’προσώπου’’ και ιδιαίτερα του Νεοέλληνα, καθώς χάνεται μέσα στα μικρά λιμάνια και στα μικρά σοκάκια της επαρχιακής πολιτείας δίχως διέξοδο».
Η τρίτη εκδοχή ανήκει στον ποιητή και φιλόλογο Σπύρο Αραβανή, την οποία και επικροτούμε. «Ο ’’λιποτάχτης’’ δεν είναι ο αρνητικός ήρωας, αλλά ουσιαστικά ο νικητής που στέκεται όρθιος και δραπετεύει από τον παραλογισμό του πολέμου, και δη ενός εμφυλίου. Γιατί τα ποιήματα της συλλογής περιέχουν ένα βαθύτατο αντιπολεμικό μήνυμα, παράλληλα με έναν νεανικό ερωτισμό ως αντίβαρο στις τραγικές συνθήκες».
Το έργο του Γιάννη Θεοδωράκη «Λιποτάχτες» είναι σημαντικό τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς την τεχνική. Συνιστά εξάλλου μνημείο, εφόσον μεταφέρει το πολιτισμικό κλίμα του τέλους της δεκαετίας του ’50, όταν η Ελλάδα έβγαινε από τον αδελφοκτόνο Εμφύλιο και η ανθρωπότητα με ειρήνη πια και υπό τη βαριά εμπειρία ενός ιδιαίτερα θανατηφόρου και απογοητευτικού παγκόσμιου πολέμου, πορευόταν προς τη δεκαετία της αμφισβήτησης με «τα παιδιά των λουλουδιών» και τα κοινωνικά κινήματα. Η ειρήνη είναι η πολυπόθητη αξία που ονειρεύονται οι κοινωνίες.
Ελευθερόστιχα και ρυθμικά, με σκόρπιες ομοιοκαταληξίες, τα ποιήματα του Γιάννη Θεοδωράκη αποτυπώνουν την πνιγηρή αλλά και ελπιδοφόρα ατμόσφαιρα των καιρών. Η ποιητική γλώσσα με τρόπο συμβολιστικό μεταφέρει συναισθήματα για τον διχασμό και τον Εμφύλιο. Η φύση συμμετέχει. Οι υπερρεαλιστικές εικόνες αποτυπώνουν το ά-λογο της καταστροφής που προκαλεί ο άνθρωπος στον άνθρωπο (πόλεμοι, βία). Λέξεις αρνητικές, όπως τσεκουριά, καπνιά, σφαχτάρια, λάσπη, κρεμάστηκε, τουφέκι, τανκς. Αλλά και λυρισμός, εικονοποιία, συχνές αναδιπλώσεις, προκειμένου να δοθεί έμφαση και ένταση στις λέξεις και τα συναισθήματα.
Πλησίασε η νύχτα/ η νύχτα πλησίασε με το φως/ το φως είναι πορτοκαλί τα βράδια/ ο πόνος είναι ολοστρόγγυλος/ οι θάλασσες πνίγουν τους πόνους/ οι μάχες σκοτώνουν τις χαρές/ οι ταχύτητες διαπερνούν το άπειρο του μυαλού μας. (Η’, σελ. 24)
Οι συνθέσεις αποτυπώνουν υπαρξιακή αγωνία, ερωτισμό ως αντίβαρο στην τραγικότητα του πολέμου, αλλά και μελαγχολία, την αίσθηση της ήττας ή του ανεκπλήρωτου. Όμορφη πόλις/ φωνές μουσικές/ απέραντοι δρόμοι/ κλεμμένες ματιές// ο ήλιος χρυσίζει/ χέρια σπαρμένα/ βουνά και γιαπιά/ πελάγη απλωμένα// θα γίνεις δικιά μου/ πριν έρθ’ η νύχτα/ τα χλομά φώτα/ σαν ρίξουν δίχτυα// ταβέρνες και σπίτια/ στην αγκαλιά μου/ κορίτσια ροδάκινα/ στα δάχτυλά μου.// Η νύχτα έφτασε/ τα παράθυρα κλείσαν./ Η νύχτα έπεσε/ οι δρόμοι χαθήκαν. (Ζ’ σελ. 23)
Το αντιπολεμικό μήνυμα συχνά εκφράζεται μέσω μιας λεπτής και υπόρρητης ειρωνείας:
[…] Και να! η νίκη έφτασε μαζί με την τιμή!/ Ένδοξη η μάνα που ’δωσε τον γιο της/ να πάρει σύνταξη ακριβή/ παράσημο ο κάθε πατριώτης. […]. (Ι’, σελ. 26)
Πόσο κοστίζει ένα κράνος/ ένα «τανκς», ένα τουφέκι// Πόσο ζυγίζει ένα «τανκς»/ ένα τουφέκι, μια οβίδα/ Πόσο αντέχει ένα τουφέκι/ μια οβίδα, ένα καμιόνι/ Πόσο κοστίζει η Κυριακή/ πόσο πηγαίνει το ψωμί/ πόσο κοστίζει το φιλί/ στη δύση στην ανατολή// Μπα σε καλό μας!/ μετράω τους στρατιώτες/ σαν να μετράω τις μέρες μου. (Λ’, σελ. 28)
Η συλλογή του Γιάννη Θεοδωράκη αποτυπώνει την ιλαρότητα και την τραγικότητα της ζωής, την απογοήτευση από τον πόλεμο και τον άνθρωπο, την αγωνία για την ύπαρξη. Λυρισμός και υπερρεαλισμός, αισθαντικότητα και συμβολισμός, φωνή για ανθρωπιά και ειρήνη, αλλά και ανάγκη αισιοδοξίας για το μέλλον.
[…] Τα κεφάλια μας πονάν/ οι καρδιές μας αλαφιάζουν σαν μηχανοκίνητα/ -Τώρα τι σταμάτησες;/ προχώρα καημένε!/ σε λίγο ο κόσμος θα ’ναι δικός μας. (Επίλογος, σελ. 43)
Λίλια Τσούβα