Θα συμφωνήσετε, πιστεύω, μαζί μου αν πω ότι η ποίηση είναι πράξη επαναστατική και πολιτική, ιδίως όταν είναι εμπνευσμένη. Δεδομένων των γεγονότων που παρατηρούμε με κομμένη την ανάσα στο Ισραήλ και τη Γάζα, θα ήθελα να διαβάσω – για αρχή – λίγους στίχους από τη συλλογή της Κατερίνας Λιάτζουρα Λευκοί νάνοι (εκδ. Μανδραγόρας 2023), οι οποίοι αποδεικνύουν αυτό ακριβώς:
και να ξεκινά κατηφορικός
πάντα ο δρόμος κακοτράχαλος
και ο Άδης από έναν κώνο
να γυρνά γύρω
γύρω μες στους εννέα
κύκλους με άσματα πολλά και ωδές
στα Θεία σαν τα χρυσά τα τάλιρα
στα μάτια της Μεχτίλδης
να κροταλίζουν κάπου κάτω
από την Ιερουσαλήμ και οι πράξεις
να μην είναι της ακράτειας ή της κακίας
μα μόνο της βίας και μόνο της βίας
Λευκοί νάνοι λοιπόν. Στην επιστήμη της αστρονομίας, ένας λευκός νάνος είναι ό,τι απομένει από τον πυρήνα ενός αστέρα μικρής ή μέτριας μάζας, όπως ο ήλιος μας, αφού αυτός πεθάνει. Ο όρος δηλαδή περιγράφει μια κατάσταση που έπεται του θανάτου. Ο λευκός νάνος, που είναι στην πραγματικότητα ένα αστρικό πτώμα, ακολουθεί έναν δικό του κύκλο ύπαρξης. Ο τίτλος επομένως της συλλογής σηματοδοτεί εξαρχής μια ex-post θεώρηση του ό,τι βρίσκεται στον πυρήνα της, τη ματιά που πέφτει όταν το βλέμμα στρέφεται προς τα πίσω και κοιτά κάτι ενώ ήδη το υποκείμενο έχει μετακινηθεί από εκείνο που περιγράφει.
Τι περιγράφει λοιπόν η Κατερίνα Λιάτζουρα; Τι βρίσκεται στον πυρήνα της συλλογής της; Η διαδρομή από τη γένεση του κόσμου μέχρι τη δική της γέννηση και προσωπική εμπειρία. Φιλόδοξο, πολύ φιλόδοξο πόνημα, αλλά και πλήρες ουσίας – μακάρι, θα πω, να ενδιέφερε όλους μια τέτοια διαδρομή που αυτόματα σημαίνει αναστοχασμό. Γιατί, ακολουθώντας την, θα αναγκάζονταν να προβληματιστούν για όσα μας έχουν παρουσιαστεί ως θέσφατα ενώ στην πραγματικότητα είναι απλώς κοινωνικές κατασκευές.
Το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής καταλαμβάνει η «Συνειδητοποίηση», όπως την τιτλοφορεί η Κατερίνα, η οποία χωρίζεται σε δύο μέρη, Ι και ΙΙ. Το πρώτο μέρος περιέχει κυρίως τον θαυμασμό της για την πλάση, για ό,τι φυσικό και άκτιστο μας παραδόθηκε, το οποίο σημειωτέον συμπεριλαμβάνει τον θάνατο σαν φυσική του συνιστώσα, συγχρόνως όμως περιέχει και τη συνειδητοποίηση της παρακμής που επέφερε ο άνθρωπος στον πλανήτη, ως μη όφειλε. Το δεύτερο μέρος πάλι περιέχει την οργή και την απορία της για τη σωρεία των λαθών που έχουν αθροιστεί στη διάρκεια της ανθρώπινης παρουσίας στον πλανήτη. Στόχος; Η «κρυμμένη στο μισόφωτο/ σαν πόρνη λύτρωση» που «υμνεί το προφανές/ εκείνο που κατακλύζει το ποίημα/ εκείνο που διαμελίζει το θυμικό», όπως αποκαλύπτει στο εισαγωγικό της ποίημα «Αντί προλόγου». Δεν ξέρω αν η λύτρωση είναι εφικτή, θα το δούμε στο τέλος.
Η «Συνειδητοποίηση Ι» λοιπόν ξεκινά από το πρώτο εκείνο συμπαντικό άτομο που έδωσε το big bang. Η ενότητα παρακολουθεί όλη την εξέλιξη μέχρι τη δημιουργία του πλανήτη που μας φιλοξενεί. Σε ύφος υψηλό, που θυμίζει βιβλικό κείμενο, η ποιήτρια τοποθετεί τον αναγνώστη ανάμεσα στ’ αστέρια του γαλαξία: «οι ενώσεις της χημείας/ που το αέρινο και άπιαστο/ πάντοτε το κάνουν να δακρύσει/ και η αρχέγονη πάλη στο ξεκίνημα / του κοσμικού αυτού αιώνα/ βίαιη, θορυβώδης, καταλυτική/ παράξενα τα χρώματα, αλήθεια,/ σύνθεση μιας άγριας ματιάς» και λίγο παρακάτω «όλα/ μια θολή λωρίδα/ ένα λευκό φως/ μια γαλακτωμένη οδός». Την ποιήτρια, και φυσικά και τον αναγνώστη, συνεπαίρνει η χειμαρρώδης αφήγηση που κάποιος θα μπορούσε να την πει ακόμη και παραληρηματική, αν δεν ήταν απολύτως ελεγχόμενη. Γιατί πράγματι πρόκειται για μια ελεγχόμενη έκρηξη λέξεων, νοημάτων και συναισθημάτων ή για τον κρουνό μιας πηγής με άφθονη μα ελεγχόμενη ροή.
Στο υψηλό ύφος που υιοθετεί, η Κατερίνα (και λέω η Κατερίνα, αφού για τη δική της ύπαρξη γράφει, μοιάζει λοιπόν να ταυτίζεται η ποιήτρια με την ποιητική φωνή) δεν μιλάει με κατάνυξη ή με προσήλωση στο θείο, αλλά από την πλευρά -θα έλεγα- ενός ξωτικού: είναι παιγνιώδης και εύστοχη, ενίοτε και αστεία. Η επανάληψη λέξεων, όπως «φως» (για παράδειγμα στη φράση «κάποιο Σύμπαν/ που ήταν γεμάτο φως/ και μόνο φως/ φως») ενδυναμώνει το εκάστοτε προβαλλόμενο επιχείρημά της. Από την άλλη, τα «και» ανάμεσα στις επιμέρους ενότητες ή στροφές παραπέμπουν σε μια παρατακτική σύνδεση μεταξύ των μερών που τους δίνει ισοδύναμο βάρος και χαρακτήρα, συντείνοντας στο υψηλό ύφος.
Το σύμπαν λοιπόν το νεοφυές που περιγράφει η Κατερίνα, αυτό που μόλις είδε να γεννιέται και μας περιέγραψε είναι ένα σύμπαν που περιέχει τα πράγματα και συγχρόνως τα αντίθετά τους. Μέσα σε αυτό το σύμπαν και η Κατερίνα που έχει υποδυθεί διάφορους ρόλους ή ίσως μετενσαρκώσεις: «να στέκομαι στη μέση/ της ύπαρξης και να βγάζω/ περούκες βαφές και προσωπεία/ σιγά σιγά όμως έμεινα δίχως/ έπαψα να/ είμαι βιτρίνα σε στόματα/ σε μάτια καθρέφτες/ αντανακλάσεις θραύσματα».
Στο σύμπαν αυτό της Κατερίνας συναντάμε τα πάντα: εκτός από τους λευκούς νάνους, μαύρες τρύπες που χάσκουν, γαλαξίες κι αστέρια που στροβιλίζονται, με ισχυρή και την πιθανότητα μιας ματιάς σε όλα αυτά από την οπτική ενός ήπιου εσωτερισμού. Όποια κι αν είναι όμως η μέθοδος διύλισης της εμπειρίας, σύντομα παρακολουθούμε το ανθρώπινο πλάσμα που περιέχει την ψυχή της Κατερίνας να γίνεται στάχτη. Μα να που η Κατερίνα συνεχίζει να υπάρχει και είναι «μια ύπαρξη που προηγήθηκε της ύπαρξης», όπως γράφει, που πιάνει το πινέλο και ζωγραφίζει την ομορφιά των δέντρων και των φυτών για να κάνει το μαύρο πράσινο.
Το μαύρο, τη στάχτη που είναι και του ανθρώπου έργο, «του μικρού ανθρώπου του κτήνους» εκείνου που κάνει πολέμους, που σκοτώνει αθώες ψυχές, που νεκρώνει την πλάση. Κι ο ποιητής; Τι ρόλο παίζει μέσα σε όλη αυτή την τραγωδία; Τι ρόλο μπορεί να παίξει; Η Κατερίνα απαντά για τον εαυτό της: «να γδύνω το δέρμα από τον φόβο/ να γεφυρώνω τη θλίψη/ με πονεμένους στίχους/ με πονεμένους ήχους/ τη δύσκολη ώρα/ των τύψεων στη θύμηση/ μιας αναποψίαστης νιότης».
Και περνάμε στην επόμενη ενότητα, «Συνειδητοποίηση ΙΙ» που ξεκινά με τον στίχο: «να θέλω να γίνω αγένεια να θέλω να γίνω επίθεση». Μα, παρ’ όλη τη σφοδρότητα των συναισθημάτων της, αυτό που θέλει ή αυτό που εντέλει κάνει η Κατερίνα είναι πάλι να ζωγραφίσει. Να ζωγραφίσει τους ανθρώπους με τα χρώματα του ουρανού, χωρίς να ξεχωρίσει «δέρμα γλώσσα ή πατρίδα», να κρατήσει «μια αγκαλιά βροχή λίγα χρυσάνθεμα» κόντρα στη διάβρωση και τη φθορά.
Μίλησα νωρίτερα για τον παραληρηματικό λόγο της ποιήτριας, έναν λόγο stream-of-consciousness που έχει οδηγό τον ήχο και τον ρυθμό. Πολλά τα χαρακτηριστικά παραδείγματα, όλα απολαυστικά, θα σταθώ σε ένα από αυτή την ενότητα «Συνειδητοποίηση ΙΙ»:
«να ανεβαίνω αποστασιοποιημένα το ικρίωμα με φωτιά και δόρυ κρυπτογραφημένες κραυγές | ζωές πολλαπλά χαράγματα σπαράγματα παράλληλοι βίοι την πατρική ευχή να αφορίσω πεπρωμένο πατροπαράδοτο και ιστορικό χαράκωμα σε βωμούς ΑΕΕΠΒ κατακτητών αγνώστων (σε μένα ή για μένα) πολεμικών ιαχών θα προστάξω λευκό κύκνειο λαιμό προγεγραμμένης μοίρας να χαράξω μονοπάτι θυσίας για αλλοτινούς καιρούς πεπερασμένων οίκων γενεών παράλογων δοξασιών και ευκολοπιστίας να βουτήξω στην απόγνωση την άυλη φωνή μου να χρωματίσω αιμάτινες τις πλεύσεις των συντρόφων
-χαιρετισμούς Πατέρα,
σε όσους τύχει να ρωτήσουν-
Ο σχεδόν ασθματικός αυτός τρόπος γραφής που μετατρέπει τον λόγο σε χείμαρρο και χιονοστιβάδα προξενεί σημαντική εντύπωση. Κυρίως όμως γίνεται κάτι που δεν σηκώνει αντίρρηση, που υψώνεται σε μονόλογο μεγάλης έντασης, ποιητικής και όχι μόνο. Όμως είδαμε και κάτι άλλο σε αυτό το απόσπασμα, μια αναπάντεχη απεύθυνση προς τον θεό: «Χαιρετισμούς Πατέρα/ σε όσους τύχει να ρωτήσουν».
Ο θεός που θα έπρεπε να τα έχει κάνει όλα σωστά, που θα έπρεπε να φροντίζει την εύρυθμη λειτουργία τους, τα άφησε να ρημάξουν, άφησε να υπάρξουν ιστορικοί χαρακτήρες σαν τον Ηρώδη. Μα δεν φταίει ο θεός. Φταίνε οι ερμηνείες που έφτασαν ως εμάς. Τα γραπτά του Θωμά του Ακινάτη ή του Αποστόλου Παύλου, τα οποία προκαλεί με πύρινα λόγια:
«αγαπημένε μου Παύλο, δεν ξέρω τι σε ώθησε να γράψεις τούτα δω τα λόγια άμετρη η πρόθεση (φαντάζομαι; ) την ιδιότητα της λογικής να εξυμνήσεις μα, το θεϊκό σε θεϊκό μπορείς να μετατρέψεις; και στη σοφή αφαίρεση, στη λογική, χωρά η αλαζονεία; χωρά η ζήλο-; χωρά και η -φθονία; Όσο κι από την υπερβολή στην έλλειψη το πάθος σου να ολισθαίνεις βαριές οι λέξεις σου, το περιδέραιο πέτρινο, βαρίδι στον λαιμό μια από οργή και μια από οκνηρία και τέλος τέλος εγώ δεν σ’ έβρισα που ζωικά μου είναι τα ένστικτα άπληστα και ολάκερα τα λαίμαργα στο τραπέζι παρέα με τους άλλους δαίμονες να καθρεφτίζω στα ραμμένα με μετάξι μάτια μου Ασμοδαίε, με βλέπεις κάπου στο βάθος εμένα να λικνίζω το βρακί του Παραδείσου; ναι! ας ανεβοκατεβαίνουμε στο βουνό του Κάτωνα με γυαλιστερές έστω αλυσίδες αλλά γιατί αφότου και αποθάνουμε; Τώρα, τώρα Παύλο μου, τώρα πες τι γίνεται; που δικαιωμένος πια εσύ, δεν μ’ αφήνεις αμαρτία να εξαγνίσω;»
Η αμαρτία μένει χωρίς εξαγνισμό. Γιατί ελλοχεύει τελικά η ματαιότητα. Διαβάζω τους καταληκτικούς στίχους από την επόμενη ενότητα, «Αυτογνωσία»:
Στον Πύργο της Βαβέλ σκαρφάλωσες
στον ουρανό και στον βωμό
και πιο πάνω και πιο πάνω και όλο πιο πάνω θέλησες
την πτώση να αποφύγεις
μα, εκείνο το φρούτε άλλοτε, μήλο κόκκινο δεν ήταν;
Η πτώση ως επίπτωση του προπατορικού αμαρτήματος καθορίζει και καταδικάζει την ύπαρξή μας, γιατί αυτό είναι συνυφασμένο με την κουλτούρα μας, αυτό μας δίδαξαν, έτσι μας είπαν. Η λύτρωση δεν θα ‘ρθει.
Την ποιητική συλλογή κλείνουν δυο μονοσέλιδες ενότητες: «Το χρονολόγιο της ύπαρξής (μου)» και «Η συστηματική ταξινόμησή (μου)». Και οι δύο είναι αρκετά ανατρεπτικές, με την έννοια ότι είναι ανακόλουθες προς όσα προηγήθηκαν: δεν περιλαμβάνουν κανένα θρησκευτικό ή μεταφυσικό στοιχείο, αλλά συνιστούν μια πραγματιστική άποψη της ύπαρξης. Ειδικά για «Το χρονολόγιο της ύπαρξης» θα ήθελα να σταθώ στο μοναδικό συμπέρασμα που έχει για μένα σημασία: ξεκινάμε από αστρόσκονη και σε αυτήν επιστρέφουμε, εμείς, το ηλιακό μας σύστημα και το ίδιο το σύμπαν. Αυτό τα λέει όλα. Η ποίηση τα λέει όλα, ακόμα και αν πρόκειται για την ιστορία του κόσμου ή για την ιστορία που γράφουμε σήμερα.
Χριστίνα Λιναρδάκη