Όταν πεθαίνουν οι γονείς σου, έρχεσαι αντιμέτωπος με το δικό σου τέλος. Δεν υπάρχει πια κανείς να σε θωρακίσει ενάντια στο θάνατο όπως αναφέρει η Lucia Berlin.
Με αυτό το απρόσμενα δύσκολο μάθημα στη φαρέτρα της, η Μαρία Ψωμά-Πετρίδου την 5η Ιουλίου, περνά στην επόμενη φάση της ζωής της και μια μέρα ζεστή καλοκαιρινή στέκεται παγωμένη, στον όμορφο κήπο του γηροκομείου, «ως άβουλη ανορθογραφία στο σκηνικό» όπως η ίδια αναφέρει, προσπαθώντας να χαρτογραφήσει τις καινούργιες συντεταγμένες της ζωής της. Οι ρόλοι άχαροι και οι διάλογοι δεν είχαν προβλεφθεί. Δεν υπάρχουν οδηγίες χρήσεως για το θάνατο. Και ελλείψει εγχειριδίου, με μόνο όπλο τη γραφίδα της, μια και είναι ακάματος ταξιδευτής του λόγου και της σκέψης, χαρτογραφεί την επαφή με αυτόν.
Ο μίτος αρχίζει να ξετυλίγεται. Το φόντο είναι μία ιδιαίτερα πολυεπίπεδη επώδυνη κατάσταση. Η πανδημία που ενώ μας πλήττει συλλογικά, μας απευθύνεται ατομικά και μας ορίζει και στις πιο προσωπικές στιγμές μας. Έτσι με τα σπασμένα κομμάτια του πρώτου «Κρακ» η συγγραφέας προσπαθεί να ανασυνταχθεί παρέα με όλο αυτόν τον χείμαρρο συναισθημάτων χωρίς όμως μελοδραματισμούς και εντάσεις. Όλα γίνονται υποδόρια.
Γλώσσα θραυσματική, χωρίς διαλόγους, με ένα διαρκές flash back & flash forward που θα λέγαμε και στη γλώσσα του κινηματογράφου. Αφηγηματική δυναμική και η αγάπη, που τώρα αναβλύζει ανεξέλεγκτα, μέσα από τις θύμησες, ακόμη και από τις εντάσεις, τις ζυμώσεις, τις συγκυρίες ή τις δύσκολες στιγμές του παρελθόντος αυτών των δύο, εκ διαμέτρου αντίθετων κόσμων, την αναγκάζουν στην απόλυτη ταπεινότητα και την παραδοχή:
«Ναι ο μπαμπάς μου ήταν ο ήρωας μου, με το δυναμισμό, τις τεκμηριωμένες απόψεις, τη στάση του και τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Αλλά… Η παύση της αναπνοής σου ανοίγει το ρήγμα που σε αναδεικνύει εξίσου σημαντική»
Την ίδια στιγμή που καταφέρνει να αναστείλει το χρόνο, μια και το γεγονός είναι τελεσίδικο «πέθανες μαμά;» ρωτά με αφοπλιστική αμηχανία, την ίδια ακριβώς στιγμή αναδεικνύει την πολλαπλότητά του. Ξεδιπλώνει απλές καθημερινές στιγμές όπως ήταν, και τις επιβεβαιώνει γιατί την επιβεβαιώνουν.
«Ο κόσμος της μου απέπνεε μιζέρια, συντηρητισμό και ψέμα, θωρακισμένος με πρέπει που διαφύλατταν σθεναρά το φαίνεσθαι. Της χρέωνα μαζί με όλη της γενιά της ότι είναι υπόλογη για την κατάντια της κοινωνίας. Μαλθακοί και βολεμένοι. Δεν ήθελα να της μοιάζω! Να είμαι αυτόφωτη ήθελα! Η διέξοδός μου, να γράφω μακροσκελείς λιβέλους και να τους διαβάζω στα οικογενειακά τραπέζια, με άγρια χαρά».
Ο χρόνος όμως περνά. Η Μαρία Ψωμά-Πετρίδου δεν πλάθει μύθους – αναπαράγει την ίδια τη ζωή της. Και τώρα, η ίδια μητέρα πιά, τώρα που η ωριμότητα της ηλικίας αλλά και η απόσταση της απώλειας θέτουν τους δικούς τους όρους, κληρονομεί και κληροδοτεί τις ιστορίες που έζησε σε ένα σύμπαν, με όντα ανθρωπίνως ιδανικά, χωρίς όμως εξιδανικεύσεις. «Ανησυχούσε, ανησυχούσε πολύ μην τυχόν και παρεκκλίνει οριστικά η γόνος της από καλό κορίτσι της αστικής τάξης. Μια λάσκαρε, μια τραβούσε το σχοινί, μη διαθέτοντας άλλους κώδικες διαχείρισης. Μου το εκμυστηρεύτηκε όταν πλέον μεγάλωνα το δικό μου παιδί και μπορούσα να την ακούσω».
Η εκφυλιστική ασθένεια αλλοιώνει με σταθερό ρυθμό και τρόπο, τα μέχρι πρότινος γνωστά. Οι ρόλοι αλλάζουν όχι μόνον από τη μητέρα αλλά και καθώς το άλλο παιδί είναι μακριά. Έτσι η συγγραφέας μετατρέπεται σε άλλο Άτλαντα και επωμίζεται και την επιλογή και την απόφαση για τον οίκο ευγηρίας – κάτι ιδιαίτερα βαρύ για το ατομικό και το κοινωνικό γίγνεσθαι. Ωστόσο, ο κρίκος δεν σπάει. Η μαμά – την οποία ειρήσθω εν παρόδω δεν μάθαμε ποτέ πως ονομάζεται, άρα στερείται ατομικής ταυτότητας αλλά βρίθει τίτλου «μαμά» – καθώς ακόμη και στο γηροκομείο, χαμένη σε έναν δικό της κόσμο, διατηρούσε σε νέα διάλεκτο πιά, εκείνο το «πάρε» της ψυχής: «για να την κατευνάσω, έμενα να της κρατάω το χέρι για ώρα, να το χαϊδεύω. Οι λέξεις ολοένα και πιο άχρηστες. Φαντάσματα γέμιζαν τη σιωπή ανάμεσά μας, εκείνα τα πριν που μας έδεναν. Και ήταν ενοχλητικές οι αναγκαίες κινήσεις του προσωπικού που διέκοπταν την άηχη φλυαρία τους»
Το βίωμα και το αποτύπωμα των γεγονότων έχουν μία λεπτή αίσθηση λύπης αλλά ταυτόχρονα, και οι λέξεις και οι πράξεις είναι αποστραγγισμένες από τον οίκτο και την συμπόνοια. Χωρίς εικόνες έντασης είναι έντονα τρυφερό. Δεν υπάρχει μεμψιμοιρία ή μελοδραματική νοσταλγία αλλά μία αίσθηση μεγάλης και στοργικής οικειότητας προς το παρελθόν.
Και ενώ όλα φαίνονται να έχουν πάρει την κατηφόρα του τέλους, οριστικά και αμετάκλητα, «κρακ» ακούγεται και ενώ το βιβλίο είναι το ημερολόγιο θανάτου, είναι ταυτόχρονα ένας ύμνος στη ζωή, το «κρακ» του αυγού, της γέννησης, της απαρχής, της δημιουργίας, της συνέχειας. Βίωμα και αίσθηση της ιστορίας καλούνται να ενσωματωθούν στη νέα πραγματικότητα. Δεν νοσταλγεί το παρελθόν αλλά το χρησιμοποιεί ως καμβά για να κτίσει εκ νέου τις αναμνήσεις της ως υποδομή παρόντος.
«Η μητέρα μου μία από τις μάνες του κόσμου, μα ωστόσο η μαμά που με προσδιορίζει στον κόσμο. Όσο την ψάχνω, τόσο επαναπροσδιορίζομαι».
Με γλώσσα ιδιαίτερα προσεγμένη, η Μ Ψ Π μας παίρνει από το χέρι, και με την μαεστρία της γραφής μετατρέπει τον χρόνο ψηλαφητό μέσα μας και το ορυκτό βίωμα της, βίωμα δικό μας. Ο αναγνώστης μετατρέπεται ταυτόχρονα σε συμπολεμιστή και την ίδια στιγμή σε συνοδοιπόρο ειρήνης. Και τα ρεύματα που μας διακατέχουν δονούν τις συναισθηματικές μας άγκυρες αργά αλλά διαχρονικά και καταλυτικά.
Τα κάναμε όλα καλά; – είτε από τη μία πλευρά (ως παιδιά) είτε από την άλλη (ως γονείς);
Πολλές οι πιθανότητες απαντήσεων. Θα διαλέξω δύο: είτε αυτό που είπε ο Μπέκετ “την άλλη φορά ας αποτύχουμε καλύτερα”, είτε αυτό που είπε ο Thornton Wilder, «στο γεφύρι του Σαν Λούϊς Ρε» : «Μα κει εμείς δεν θα αργήσουμε να πεθάνουμε και τότε καμία θύμηση δεν θα απομείνει. Η δική μας μνήμη θα μείνει αγαπητή για ένα διάστημα και έπειτα θα μας ξεχάσουν. Μα θα έχει αρκέσει η αγάπη. Όλοι οι αναπαλμοί της αγάπης ξαναγυρίζουν στην αγάπη που τους γέννησε. Η αγάπη δεν έχει ανάγκη από θύμηση. Υπάρχει μία χώρα των ζωντανών και μία των πεθαμένων και το γεφύρι ανάμεσά τους είναι η αγάπη. Το μόνο που επιζεί το μόνο νόημα»
Η επιλογή δική ΜΑΣ!
Ανδρομάχη Καρανίκα-Δημητριάδου