Μόνος εκεί ψηλά, μια μικρή στητή φλόγα απ’ εκείνες που δεν σβήνουν στα ρεύματα, που για κάποιο λόγο παραμένουν αναμμένες, να ψάχνεις στο ανοιχτό θαλάσσιο τοπίο που απλωνόταν μπροστά σου για έναν ιστό πολεμικού πλοίου που να έρχεται για σένα. (…) Αν και τίποτα το ιδιαίτερο δεν είχε η όψη σου, ένας συνηθισμένος άντρας είσαι, δεν ξεχνιέται η γραμμή της μοναξιάς που περιβάλλει κάποιους ανθρώπους σαν αόρατο φράγμα ανάμεσα σ’ αυτό που κουβαλούν, και στους άλλους που δεν μπορούν να το μοιραστούν όσο κι αν το θέλουν.[1]
Υπάρχουν συγγραφείς που μπορούν να γράψουν ετερόκλητα πράγματα με την ίδια ευκολία και άλλοι που βρίσκουν ένα χώρο, ένα σύμπαν συγκεκριμένο, κι εκεί διαπρέπουν, ξετυλίγουν ένα ταλέντο και ακουμπούν μια ματιά στα πράγματα που ακολουθούν τον αναγνώστη για καιρό. Η Καρολίνα Μέρμηγκα ανήκει σ’ αυτή τη δεύτερη κατηγορία, και το Κάτι κρυφό μυστήριο την κατατάσσει χωρίς την παραμικρή αμφιβολία ανάμεσα στους πλέον ταλαντούχους δημιουργούς του ιστορικού μυθιστορήματος. Η ελληνική Ιστορία αποδεικνύεται το φυσικό της περιβάλλον.
Δεν υπάρχουν πολλοί τρόποι να το εκφράσει κανείς: το Κάτι κρυφό μυστήριο είναι από κάθε άποψη ένα εξαιρετικό βιβλίο. Καταρχάς δομικά: μια συμπαγής γραφή ξεδιπλώνεται σε μια καλειδοσκοπική απεικόνιση γεγονότων και συναισθημάτων, τα ιστορικά πρόσωπα αποκτούν μυθιστορηματική υφή χωρίς επ’ ουδενί να χάσουν την παγιωμένη τους ταυτότητα, τα γεγονότα διαβάζονται ξανά από την αρχή και φωτίζονται από ένα κράμα αποστασιοποίησης και συναισθηματικής εμπλοκής πέρα από εμπάθειες. Η Καρολίνα Μέρμηγκα φέρνει εις πέρας ένα δύσκολο εγχείρημα: να μιλήσει για τα γνωστά σε όλους γεγονότα της Ελληνικής Επανάστασης και των πρώτων χρόνων του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, στρεφόμενη πρώτα στις σκιές. Και στους σκιώδεις ανθρώπους βεβαίως.
Με τον Ιωάννη Καποδίστρια ως μυθιστορηματικό πρωταγωνιστή αλλά και ως φάρο στην προσέγγιση της σύγχρονης ελληνικής και ευρωπαϊκής ιστορίας έχουν καταπιαστεί πολλοί στο παρελθόν και δικαιολογημένα. Στο Κάτι κρυφό μυστήριο η συγγραφέας του απευθύνεται στο β’ ενικό πρόσωπο, σαν να μιλάει σ’ εκείνον ευθέως, αλλά αρκετά δυνατά ώστε να ακούνε και οι άλλοι. Οι τότε κοντινοί του και εμείς από μακριά. Όπως συνέβαινε και στον Έλληνα γιατρό, οι γνώσεις της Μέρμηγκα πάνω στο θέμα που πραγματεύεται είναι τόσο βαθιές που κυκλοφορούν πίσω από κάθε λέξη σαν αέρας, οριοθετούν τις ασάφειες, προλαβαίνουν και απαντούν τα ερωτήματα. Ο ρυθμός της αφήγησης ακολουθεί τους ανθρώπους όπως κινούνται στην περιήγησή τους στην Ιστορία, στις επικίνδυνες στροφές της και στην ομίχλη των πολλών διαφορετικών συμφερόντων, και αποτυπώνει τις αγωνιώδεις ανάσες για την έκβαση ενός παιχνιδιού που έδειχνε εκ προοιμίου χαμένο. Τα βλέμματα, τα συναισθήματα και οι αποστάσεις εναλλάσσονται διαρκώς και ανατρέπουν τη σκακιέρα, όλες οι αισθήσεις είναι στη διαπασών, επικεντρωμένες την απόμακρη φιγούρα του Καποδίστρια που κινείται αναλλοίωτη και απερίσπαστη μέσα στον χρόνο.
Είναι το Κάτι κρυφό μυστήριο μια αγιογραφία του πρωταγωνιστή; Βεβαίως, και αυτό είναι το μόνο που μπορώ να του προσάψω. Ο Καποδίστριας που περιδιαβαίνει ατάραχος τις σελίδες και τις λιγότερο φωτισμένες πτυχές της Ιστορίας είναι ένας άνθρωπος χωρίς ψεγάδι, και εξαιτίας αυτού η αληθοφάνεια του χαρακτήρα δέχεται ένα ισχυρό πλήγμα. Η συγγραφέας παρόλα αυτά βλέπει στο πρόσωπό του τον άνθρωπο που θα μετουσιώσει την Ιστορία του Ελληνισμού σε μια Ιστορία των ανθρώπων, που θα δώσει στους Έλληνες την ευκαιρία να πραγματοποιήσουν σε πραγματικό χρόνο το μόνο όνειρο που έκαιγε μέσα τους τους τελευταίους αιώνες.
Εδώ, τώρα, σήμερα. Αυτό ήρθε και τους είπε όταν ανέλαβε την εξουσία, τους έδειξε στην πράξη πώς θα μπορούσε να είναι ένα μέλλον που θα ήταν αποκλειστικό προϊόν της ελληνικής γης. Τους έδειξε επίσης το χάος που χωρίζει την θεωρία της Ανεξαρτησίας με την πραγματικότητα των παγιωμένων συμφερόντων. Έδειξε πράγματα που κανείς δεν ήθελε να δει. Πρόκειται για μια γεμάτη ιστορικά περίοδο, δεν υπάρχει αμφιβολία γι’ αυτό. Και η απεικόνιση αυτής της τόσο πολυδιάστατης πραγματικότητας όχι γραμμικά όπως θα περίμενε κανείς αλλά στην συνολική της δυναμική, είναι ένα εγχείρημα δύσκολο, πόσο μάλλον δεδομένου του αριθμού των παραμέτρων. Η Μέρμηγκα πετυχαίνει να αποδώσει το ιστορικό πλαίσιο μαζί με όλες τις επιπτώσεις του στους ανθρώπους: στις παγιωμένες αντιλήψεις τους και στις συνθήκες της μέχρι τότε επιβίωσης, στους εδραιωμένους συσχετισμούς με την οθωμανική εξουσία. Σκιτσάρει τους πλούσιους Έλληνες, τους φτωχούς Έλληνες, τους πεινασμένους Έλληνες, τους αριβιστές Έλληνες, τους γενναίους Έλληνες, τους τόσο αιθεροβάμονες Έλληνες τελικά. Και ο Καποδίστριας, κινείται ανάμεσα σε όλους αυτούς φορώντας τα καλοσιδερωμένα του ρούχα, πάντα τα ίδια, και με το πιο ακριβές του χαμόγελο. Με καταλυτική μυθιστορηματική παρουσία αλλά σχεδόν χωρίς οστά και σάρκα.
Η Καρολίνα Μέρμηγκα υφαίνει ένα ολόκληρο -και άρτιο- μυθιστόρημα στηριγμένη στις λεπτομέρειες και στις υποσημειώσεις της Ιστορίας. Στις ανάσες, στα βλέμματα. Στις απέλπιδες προσδοκίες. Και στα θαύματα. Και ενώ το κάνει αυτό, αφήνει την δική μας, την σύγχρονη και εξίσου ταλαιπωρημένη εποχή μας να διαφαίνεται από πίσω, ελάχιστα κρυμμένη πίσω από τις αναλογίες και τους παραλληλισμούς, αλλά εκεί παρούσα για το εξασκημένο μάτι και την καρδιά που δεν φοβάται να κοιτάξει την πραγματικότητα ευθέως. Ενώ θα όφειλε, υποθέτω. Έχει έναν -αθόρυβο σχεδόν- τρόπο να χτίζει τις αναλογίες ανάμεσα στο τότε και το τώρα, να αποδίδει και να εξηγεί το παρελθόν με τέτοιο τρόπο ώστε εμείς να βλέπουμε τα καθ’ ημάς με άλλα μάτια. Ανοίγει τις πόρτες διάπλατα και ανάβει το φως για να κυνηγήσει τις σκιές, ιχνηλατεί τις σκέψεις. Αυτές που θα μπορούσαμε να έχουμε κάνει.
Σ’ αυτή την καλειδοσκοπική πολυφωνία ακούγονται διάφορες φωνές να περιγράφουν τη ζωή τους και τους φόβους τους μ’ αυτό το αδιανόητο θάρρος, την πέραν της ύβρεως ελπίδα.
Κι υπάρχει ένας μόνο τρόπος να το πει, ωμά και σκληρά: «Ξεχάστε τον Τσάρο. Δεν θα κηρύξει πόλεμο στην Τουρκία, δεν θα τα χαλάσει τώρα με τους Άγγλους. Μην περιμένετε βοήθεια από κανέναν κι από πουθενά, γιατί τώρα δεν θα ’ρθει. Μόνο οι δικές σας δυνάμεις υπάρχουν». Πέφτει σιωπή, η όψη του είναι πάλι χλωμή, κομμένη. Οι άλλοι το βλέπουν και στα δικά τους ηλιοκαμένα πρόσωπα χαράσσεται κάτι καινούργιο. «Ε, και λοιπόν;» λέει κάποιος.[2]
Η απόσταση, η τόσο τρομακτική τελικά, που χωρίζει το όνειρο από την πραγματικότητα, είναι ένας από τους θεμελιώδεις άξονες του βιβλίου. Και κυρίως το κόστος, και πιο συγκεκριμένα η βαναυσότητα του κόστους του ονείρου μιας πατρίδας, η απομυθοποίηση, η συντριπτική ερημιά. Κι ένας άξονας ακόμα: οι ρημαγμένοι ήρωες. Καταπλακωμένοι από τα εμπόδια και τις ήττες, συνεχίζουν πεισματικά να ανασαίνουν κάτω από τα χαλάσματα και τις απογοητεύσεις. Δεν υπάρχει ίχνος ιστορικού (ή όποιου άλλου) ρομαντισμού στο κείμενο: η ματιά που η συγγραφέας ακουμπάει στα πράγματα είναι αμείλικτη, θα ξεθάψει κάθε μυστικό και θα φωτίσει μέχρι και το τελευταίο σκοτάδι. Κάποιες, ελάχιστες φορές, όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν, θα το κάνει με χιούμορ:
Το σκαμμένο πρόσωπο του Γέρου διπλώνει σε χαμόγελο. «Όταν είχαμε εδώ τους Τούρκους, άλλος τίτλος δεν υπήρχε παρά της ευγένειας. Με την Επανάσταση αρχίσαμε τις Εκλαμπρότητες και τα τοιαύτα. Εμένα με είπαν και Ευγενέστατο και Πανευγενέστατο και Ενδοξότατο και Εκλαμπρότατο και Εξοχότατο και Μεγαλειότατο – μόνο Παναγιώτατο δεν με προσφώνησαν!» Γελάνε κι οι δυο.[3]
Παράγει μια σκληρά μελαγχολική ατμόσφαιρα, εκθέτει στα μάτια του αναγνώστη τον πόνο των ηρώων, το προδιαγεγραμμένο τέλος τους. Ξέρουμε και ξέρουν ότι δεν θα υπάρξει happy end. Και όλη η τραγικότητα συμπυκνώνεται εκεί ακριβώς: στη μετουσίωση του απλού και καθημερινού ανθρώπου σε ήρωα. Τα στοιχεία του κλέφτικου τραγουδιού βρίσκονται όλα εδώ: στον σκληρό ρεαλισμό του Κολοκοτρώνη, και στην αυταπάρνησή του επίσης. Στο Κάτι κρυφό μυστήριο επιβεβαιώνεται ακόμα μία φορά ότι η τραγικότητα συναντάται σταθερά και νομοτελειακά στα ίδια μέρη: στην συνειδητοποίηση της επερχόμενης ήττας που δεν αλλάζει την απόφαση να δοθεί ο αγώνας, στους ανθρώπους που έχοντας χάσει τα πάντα, δεν φοβούνται πια καμία απώλεια.
Η Καρολίνα Μέρμηγκα δίνει και εδώ, ακριβώς όπως έκανε και στον Έλληνα γιατρό, βήμα στους ψιθύρους της ιστορίας. Σε μια πράξη βαθιάς τρυφερότητας, ξεσκονίζει τα δίκαια και τα άδικα, τις σκιές που τα ορίζουν και που κινούνται αέναα από τη μια πλευρά στην άλλη, που κρύβονται στις εσοχές, στα πάθη και τις ασάφειες. Πέρα από τη μνήμη, χτίζει την ιστορική ανάμνηση.
Κρις Λιβανίου
[1] Καρολίνα Μέρμηγκα, Κάτι κρυφό μυστήριο, εκδ. Μελάνι, Αθήνα, 2020, σελ. 166.
[2] σελ. 96.
[3] σελ. 190.