“Κάτι απ’ το χνάρι τους” των Χρύσας Φάντη & Ευσταθίας Δήμου
Χαρά Νικολακοπούλου

Είκοσι πέντε καταξιωμένες λογοτεχνικές φωνές. Σαράντα τρία κείμενα. Δύο ακάματες εργάτριες του κριτικού λόγου. Μια ευτυχής συνύπαρξη/ συμπόρευση αποτελεί το νέο αυτό απάνθισμα κριτικών κειμένων που εμπλουτίζει τη νεοελληνική βιβλιογραφία του είδους, με αφιερώματα σε αναγνωρίσιμες ποιητικές φωνές της τελευταίας πεντηκονταετίας, τις οποίες έχουμε την ευκαιρία να προσεγγίσουμε εκ νέου και να επανατοποθετηθούμε απέναντι στο πολυσχιδές έργο τους. Στον πρόλογο του βιβλίου Κάτι απ’ το χνάρι τους (εκδ. Σμίλη, 2022), επισημαίνεται ότι η ονομασία ‘γενιά του ‘70’ ανήκει στον ποιητή και κριτικό Βασίλη Στεριάδη, και αφορά κυρίως τους ποιητές που γεννήθηκαν ανάμεσα στα έτη 1940 και 1955 , και οι οποίοι δημοσίευσαν το πρώτο τους βιβλίο ανάμεσα στα έτη 1967 και 1974, την περίοδο δηλαδή της επτάχρονης  δικτατορίας. Ο Βάσος Βαρίκας εναλλακτικά την ονόμασε «γενιά της αμφισβήτησης». Αποτελεί δε αυτή η γενιά τη γέφυρα που ενώνει τη δεύτερη μεταπολεμική γενιά με τις γενιές του ’80 και του  ’90.   Η παρούσα ανθολόγηση, διευρύνοντας τα όριά της, συμπεριλαμβάνει και ποιητές από τη γενιά του  ’80 αλλά και πεζογραφήματα γραμμένα από συγγραφείς που θεωρούνται κατά βάση ως ποιητές.

Η μεγάλη επιτυχία, θαρρώ, του συγκεκριμένου εγχειρήματος έγκειται στο γεγονός ότι οι δύο συγγραφείς/κριτικοί κατόρθωσαν να επικυρώσουν απολύτως τον τίτλο της συλλογής, αφού μας παρέδωσαν όχι απλώς πληροφοριακό υλικό για καθέναν από τους ‘εξεταζόμενους’ ποιητές, αλλά και κάτι από την δημιουργική πνοή τους, την προσωπικότητά τους, την αισθαντικότητά τους, την ιδιαιτερότητά τους. Κάτι απ’ το χνάρι τους, με άλλα λόγια.

Στη συνολική ποιητική παρακαταθήκη της Κατερίνας Αγγελάκη- Ρουκ, η οποία «δεν θυμάται να έζησε χωρίς ποίηση», και «με όπλα την ταπεινότητα, τη μεταφορά και τον υπαινιγμό, με ιδέες, εικόνες, προτάσεις και δραματικούς μονολόγους, με κραυγές, οξύμωρα και πικρούς σαρκασμούς, μιλά για το αγαθό της ζωής, αλλά και για το πένθος της εγκατάλειψης» αναφέρεται η Χρύσα Φάντη (Το σώμα και η αίσθηση της απώλειας στην ποίηση της Κατερίνας Αγγελάκη- Ρουκ) ─ την ποιητική σύνθεση του Δημήτρη Αλεξίου Φωτογραφία Ξωμάχου ή Τα μάγια, Νίκας, Αθήνα 2020, ο οποίος καταφέρνει να δημιουργήσει ένα κείμενο «που συμπυκνώνει την ουσία και το δράμα της ανθρώπινης ύπαρξης, την απόλυτη ειρωνεία με την οποία, πολλές φορές, είναι επενδυμένες οι ανθρώπινες πράξεις και επιλογές»  αναλύει η Ευσταθία Δήμου.

Μια συνολική προσέγγιση της ποίησης του Γιάννη Βαρβέρη, ο οποίος «επηρεασμένος από τη δραματική ατμόσφαιρα των πολιτικών συμβάντων που σημάδεψαν εκείνου που βίωσαν άμεσα το δράμα της Κατοχής και του Εμφυλίου»- επιχειρεί η Χρύσα Φάντη στο κείμενο ‘Ιδιαιτερότητες και χαρακτηριστικά μοτίβα στην ποίηση του Γιάννη Βαρβέρη’, εστιάζοντας στα γνωρίσματα εκείνα που διατρέχουν διαχρονικά το έργο του. Στον Γιώργο Βέη, άνθρωπο πολυσχιδή και πληθωρικό  στη δημιουργική του πνοή, επίτιμο πρέσβη, μόνιμο αντιπρόσωπο της Ελλάδας στην Unesco, τιμημένο με τρία κρατικά βραβεία Μαρτυρίας- Χρονικού, Μαρτυρίας, Ταξιδιωτικής Λογοτεχνίας, με αξιόλογη προσφορά στον χώρο της ποίησης, είναι  αφιερωμένα επτά κριτικά σημειώματα από τα σαράντα τρία (43) συνολικά που κοσμούν αυτόν τον τόμο. Ο αισθαντικός Ηλίας Κεφάλας, «που αφοσιώθηκε με ιδιαίτερη θέρμη στη φύση, όχι τόσο ως έννοια, αλλά ως βιωμένη πράξη, ως κινητήριο ερέθισμα της δημιουργίας», αντιπροσωπεύεται με τρία εξαιρετικά κείμενα της Ευσταθίας Δήμου που αφορούν τα τρυφερά Χάικου των αιώνιων εποχών, αλλά και τα μελαγχολικά του  Σκοτεινά σονέτα και άλλα βροχερά ποιήματα,  και τον Γραφέα του φυσικού έπους. Στη  ρηξικεύλευθη δυναμική ποιητική γραφή του Κώστα Καναβούρη αφιερώνονται δύο κείμενα της Χρύσας Φάντη (Αποθήκη καταλοίπων ηδονής και στο Ειδέναι της Ύπαρξης).

Αντιπροσωπεύονται ακόμα εδώ: ο ποιητής του βίου και των χρωμάτων Γιάννης Κοντός,  ο Κώστας Γουλιάμος (Υγρό γυαλί), η Ζέφη Δαράκη (Συναντήσεις στο άβατο), ο Αλέξης Ζήρας με το δοκίμιο- μονογραφία για τον ποιητή Τάσο Πορφύρη, ο Πάνος Κυπαρίσσης (Κλέβοντας σκοτάδι)∙ από το κείμενο της Ευσταθίας Δήμου το απόσπασμα: «Μια πικρή επίγνωση της ουσίας των ανθρωπίνων, μια σκληρή συνειδητοποίηση του  σκότους που συντροφεύει  την ανθρώπινη ύπαρξη, αλλά και μία λαχτάρα για φως, μία βεβαιότητα στη δύναμη της ανθρώπινης ψυχής και την προοπτική της νίκης της πάνω σε καθετί σκοτεινό που τη στοιχειώνει.[…] Η αναζήτηση αυτή της αλήθειας, που εδώ παρουσιάζεται ως συνώνυμη του φωτός, δεν μπορεί παρά να περάσει μέσα από το σκοτάδι. Αυτή ακριβώς η μετάβαση είναι που καταξιώνει την ποίηση και της δίνει τη μοναδικότητά της. Αυτή ακριβώς είναι η πάλη που καλούνται να αναλάβουν και να φέρουν σε πέρας ο ποιητής και η ίδια η ποίηση.»

Θα εμβαθύνουμε επίσης στο ποιητικό σύμπαν της Μαρίας Κυρτζάκη, στη δέκατη ποιητική συλλογή της Μαρίας Λαϊνά (Ο,τι έγινε. Άνθρωποι και φαντάσματα), στην έννοια της μνήμης στο ποιητικό έργο του Κώστα Λάνταβου, στους υπαινιγμούς της παιδικότητας στην ποίηση του Γιώργου Μαρκόπουλου, στον Νίκο Μοσχοβάκο και τη συλλογή του Ζεύξη ασωμάτων, στην Παυλίνα Παμπούδη και τις Σημειώσεις για το άγραφο. Στο μυθιστόρημα του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου Των Αγίων Πάντων, εμμένει η Χρύσα Φάντη: «Δεκαετία του ’50, σκηνικό μεταπολεμικό και μετεμφυλιακό. Ένα αγόρι υπερευαίσθητο και μοναχικό μιλά για τον εαυτό του και τους ανθρώπους που το περιβάλλουν εξομολογούμενο επιθυμίες και όνειρα που στις ελάχιστες κοινωνικές εκδηλώσεις του δεν θα τολμούσε ποτέ να αποκαλύψει. Το θέμα δεν είναι καινούργιο για τα συγγραφικά δεδομένα. Η πραγμάτευσή του όμως από τον Κώστα Παπαγεωργίου, και ως προς τη μορφή και ως προς το περιεχόμενο, είναι ριζοσπαστική.». Στη συνέχεια, η Φάντη ποιεί μνεία στον Λιθοξόο του Μανόλη Πρατικάκη, με δύο κείμενά της ─ στο πρώτο η κριτικός επισημαίνει ότι κάποιες σελίδες «αποτελούν μια παρωδία της ομηρικής Οδύσσειας και του σημερινού κάτω κόσμου, με τον ομηρικό Ελπήνορα ένα τρελαμένο πρεζόνι», ενώ στο αρκετά εκτενές δεύτερο ανιχνεύει όλα τα επιμέρους χαρακτηριστικά γνωρίσματα της συγκεκριμένης ποιητικής συλλογής και τις εκλεκτικές συνομιλίες και διακειμενικότητες του ποιητή με τον Τ.Σ. Ελιοτ, τον Ράινε Μαρία Ρίλκε, τον Σαίξπηρ, τον Νίκο Καρούζο, τον Οδ. Ελύτη, τον Πυθαγόρα, τη Βίβλο τις Βέδες, και πλήθος ακόμα αναγνώσματα που δηλώνουν την μεγάλη ευρυμάθεια του δημιουργού.

Στον Ντίνο  Σιώτη ο οποίος στην τριακοστή του ποιητική συλλογή «για μια ακόμα φορά εμφανίζεται ώριμος και πρωτότυπος, έφηβος και σκεπτικιστής, σαρκαστικός και αυτοσαρκαζόμενος, δημιουργικός και πηγαίος», αφιερώνει τρία ακόμη δικά της κείμενα η Χρύσα Φάντη και ένα η Ευσταθία Δήμου. «Μέσα από ιδιότυπους λεκτικούς συνδυασμούς και μείξη ποικίλων γλωσσικών τύπων, ευφάνταστα σουρεαλιστικά παιχνιδίσματα, σχήματα οξύμωρα και πρωτότυπες παρηχήσεις, η ποίηση του Ντίνου Σιώτη καταδεικνύει και ταυτόχρονα στηλιτεύει  έναν κόσμο που συνεχίζει να βουλιάζει σε γκροτέσκα εθελοτυφλία, νεοπλουτισμό και επαρχιωτισμό.» (Χρύσα Φάντη, «Ποίηση που δαγκώνει, ριάλιτι που ματώνει»).

Η ‘Ποίηση σε καμβά’ της Ευσταθίας Δήμου μας ξεναγεί στην καλλιτεχνική συνομιλία του Αντώνη Φωστιέρη με τον Γιάννη Ψυχοπαίδη. «Ο δεύτερος, εν προκειμένω, προέβη σε μια επιλογή δεκαεπτά ποιημάτων από το έργο του πρώτου και την  καλλιτεχνική τους μετουσίωση σε πίνακες ζωγραφικής. Η επιλογή του ποιητικού λόγου του Φωστιέρη δεν μπορεί φυσικά να θεωρηθεί τυχαία. Το έργο του διαθέτει τη δύναμη και τη δυναμική, ώστε να μπορεί να λειτουργήσει σε πολλά επίπεδα και πολλές κατευθύνσεις που ξεπερνούν την αναγνωστική του πρόσληψη».

Ένα κλωνί μυρτιάς να τους έριχνα, μάταιος κόπος/δεν γυρίζουνε πίσω τόσοι και τόσοι/ πνιγμένοι. Το ποιητικό σύμπαν του Δημήτρη Χουλιαράκη (Ψυχή στα δόντια) που απαρτίζεται από «ιστορίες προσωπικές, αλλά και τραγωδίες που συγκλόνισαν το πανελλήνιο, αποκαλύπτουν τον ζόφο, τη βία και τον παραλογισμό που σημάδεψε την κοινωνία μας για περισσότερο από τρεις δεκαετίες, από τον Εμφύλιο μέχρι και τη δεκαετία του ‘70», ιχνηλατεί η Χρύσα Φάντη επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον στη σημασία του μοιραίου και το βάρος της τυχαιότητας στο έργο του αλλά και τον ωμό ρεαλισμό «ενός κόσμου δυστοπικού που κάποτε γεννά στον ποιητή αισθήματα ακραίας εχθρότητας».

Η Δήμητρα Χριστοδούλου, από τις σημαντικότερες φωνές της δεκαετίας του ’70,  είναι παρούσα σε αυτόν τον τόμο με δύο κείμενα της Ευσταθίας Δήμου για τις συλλογές Ευγενής ναυσιπλοΐα και Είκοσι τέσσερις στίχοι και σιωπή ενώ ο Γιώργος Χρονάς κλείνει την ανθολογία  με ένα κριτικό δοκίμιο της Ευσταθίας Δήμου η οποία  εξετάζει τους δυο αρχετυπικούς γυναικείους χαρακτήρες, μορφές που επανέρχονται στο έργο του ποιητή και αποτελούν σταθερή πηγή έμπνευσης γι’ αυτόν. «Το πάθος, με όλες του τις παραμέτρους- τον πόνο, το πένθος, το μαρτύριο, σωματικό και ψυχικό-, είναι αυτό που συνέχει τις ηρωίδες του Χρονά και δίνει το ιδιαίτερο στίγμα και τη δυναμική τους. […] Συνειδητά ή ασυνείδητα, λοιπόν, ο Χρονάς τοποθετεί σε μια εξέχουσα θέση τη γυναίκα, καθιστώντας τη μια μορφή απολύτως δικαιωμένη, όποιον ρόλο κι αν βρέθηκε αυτή να υπηρετεί ή όποια ανθρώπινη ποιότητα υιοθετεί.»

H Χρύσα Φάντη, νομικός και παιδαγωγός, και η  Ευσταθία Δήμου,  φιλόλογος με διδακτορικό, εκτός από τα δικά τους λογοτεχνικά έργα (η Φάντη με διήγημα και μυθιστόρημα και η Δήμου με ποίηση, δοκίμιο και διήγημα) και τις αξιόλογες κριτικές βιβλίων δημοσιευμένες στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο, με το Κάτι από το Χνάρι τους  μας προσφέρουν  πρώτα απ’ όλα ένα γοητευτικό ανάγνωσμα, αλλά και ένα εγχειρίδιο πολυεπίπεδο, βαθιά στοχαστικό, πολύτιμο απόκτημα για τους μελετητές αλλά και για τους αναγνώστες και εραστές της ποίησης.

Χαρά Νικολακοπούλου

 

Περισσοτερα αρθρα