Η μνήμη σημαίνει υπεροχή του φωτός [1].
Ο πολυγραφότατος και πολυβραβευμένος ποιητής Γιώργος Βέης στην τελευταία ποιητική συλλογή του με τίτλο “Καταυλισμός”, (ύψιλον/βιβλία, 2023), με όχημα τη μνήμη, αφού αφουγκράζεται φυσικά και ενδοψυχικά τοπία συνομιλώντας με ομότεχνους και στοχαστές, μας προσφέρει μια πάλλουσα ποίηση, όπου ανιχνεύοντας το φως καταθέτει θεάσεις, υπαρξιακές αγωνίες και στοχασμούς για “το δάσος αλλά και για το δέντρο”, για τον εαυτό και τον άλλον, για τον άνθρωπο και τον κόσμο, για το ενιαίο και το όλο της φύσης και της ύπαρξης.
Το εξώφυλλο και σ’ αυτό το ποιητικό βιβλίο του κοσμείται από ένα καλαίσθητο εικαστικό έργο της συζύγου του Κλάρας Πεκ-Βέη με τίτλο «Ιππόκαμπος», που παριστάνει έναν κουλουριασμένο ιππόκαμπο στο βυθό της θάλασσας, λες και σε παράκληση ή ικεσία. Η προμετωπίδα της συλλογής που την αφιερώνει στα τρία εγγόνια του, το σπάραγμα του Ηράκλειτου «Ψυχής έστι λόγος εαυτόν αύξων (στην ψυχή ανήκει ο λόγος που αυξάνει απ’ τον εαυτό του.)».
Ο Γιώργος Βέης, με την ώριμη και εκλεκτή ποιητική φωνή του, τεχνουργεί μέσα από ελευθερόστιχα ποιήματα, σονέτα και χάικου, αξιοποιώντας και πάλι το φυσικό στοιχείο για να δομήσει τις εκπληκτικές εικόνες, τις μεταφορές, τις αμφισημίες και τις προσωποποιήσεις του, τους συμβολισμούς και τις αλληγορίες. Το ύφος και πάλι λεπταίσθητης αισθητικής, ονειρικό και βαθύτατα στοχαστικό συνάμα. Η φύση διάσπαρτη σε όλο το ποιητικό σώμα του βιβλίου. Ο ποιητής συνδιαλέγεται με τη χλωρίδα και την πανίδα και αναθυμάται, ανασύρει από τη μνήμη κι αναβιώνει εσωτερικά τοπία για να εκφράσει υπαινικτικά και αλληγορικά τις θεάσεις, τους στοχασμούς και την ανθρώπινη υπαρξιακή αγωνία. Όπως πχ στο ποίημα «Η βεβαιότητα των δασών// Είναι η ίδια αιωνιότητα/ έξω από μας.» (σ. 14) ή στο ποίημα «Μια χούφτα σησαμόσπορο» (σ. 15), όπου το σοφό σουσάμι χρησιμοποιείται ως μεταφορά της λέξης και του λόγου. Κι εδώ το πλούσιο διακείμενο εντείνει την αισθητική απόλαυση και βαθαίνει τον στοχασμό του ποιητή, όπως οι αναφορές στον Ηράκλειτο, τον Καρυωτάκη, τη Ντόρις Λέσινγκ να μας θυμίζει ότι «τα όντα θέλουν βλέμμα// κι εμείς σπανίως έχουμε κάτι τις.» (Ο ποιμένας του άδολου, σ. 19). Στον Πεσσόα, στον Κάλβο, σε στίχους της Μάτσης Χατζηλαζάρου από τις «Μεταμορφώσεις του έρωτα» (Μάτση, σ. 35), τη συνομιλία του με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο (Στ’ άγρια μανουσάκια, σ. 25), τον Κώστα Κρυστάλλη (Η συνάντηση, σ. 73-74) και σε πολλούς άλλους.
Επανέρχονται οι λέξεις αλήθεια, μνήμη, χώμα, χλόη, νερό και άλλες. Σύμβολά του τα στοιχεία της φύσης, ο αέρας, «το νερό η αθανασία» (σ. 12), ο ουρανός το χώμα, τα σύννεφα, η κίσσα, ο κότσυφας, η αγριαπιδιά και αναρίθμητα άλλα φυτά, δέντρα, πετούμενα και τόποι, πολλοί τόποι. Είναι κεντρικής σημασίας η εκπληκτική εστίαση του ποιητή στον τόπο μέσα από μνημονικές αναδρομές και καταγραφές εντυπώσεων και ιδεών από διάφορες περιδιαβάσεις του ανά τον κόσμο. Όπως καταδεικνύεται και στο σημαντικό πεζογραφικό έργο του άλλωστε, ο Βέης είναι ένας κοσμοπολίτης ποιητής που καταβυθίζει το βλέμμα, μελετά, γνωρίζει, συνομιλεί, συγκρίνει, συνταιριάζει και δένεται με ανθρωπογεωγραφικά και πολιτισμικά τοπία και μέσα από αυτή τη βιωματική ενατένιση, στοχάζεται και συνθέτει το ποιητικό του σύμπαν. Πολλά τα ποιήματα προς το δεύτερο μέρος της συλλογής τα οποία εφορμούν από τη σφαίρα αυτών των βιωματικών αναδύσεων, όπως πχ: «Προς τον Παγώνδα// χωρίς καν το πολύτιμο προαίσθημα της πτώσης» (σ. 54-55), «Η αίγλη του Κιθαιρώνα», όπου ακούει τον Μπόρχες να λέει: «[…] εμείς είμαστε σύμβολα/ ή σημεία αυτού του ονείρου/ είμαστε τα πρόσωπα/ αυτού του μοναδικού έργου» (σ. 56-57), «Η έγκυρη Βοστόνη» με την προσδοκία «να επιζήσει το όνομα τουλάχιστον» (σ. 58-59), «Βερολίνο, οι φλαμουριές» (σ. 60), με το φως του νικητή, «Ενθύμιον Ιάβας», «Μπάλι», «Μπατάβια», «Ντενπασάρ», «Ανατολικό Τιμόρ», «Νέα Νότια Ουαλία», «Ελευσίνα» και βέβαια το χάικου όπου υμνεί το γενέθλιο τόπο, το Πυθαγόριον.
Εμμονές του ποιητή τα ονόματα και οι λέξεις. Τον απασχολούν τα ονόματα των πραγμάτων, η γλώσσα, οι λέξεις, τα σημαινόμενα και η αλήθεια τους. Όπως στο ποίημα «Ικρίωμα», όπου καταθέτει τους στοχασμούς του εκφράζοντας τη συναισθηματική φόρτιση που προκαλεί στο ποιητικό υποκείμενο συνειρμικά η λέξη, με αποτέλεσμα να την αποφεύγει: «Αλλά τι λέξη κι αυτή / κριός / αίμα και ωμά / ίσως να κρύβει κι άλλες μέσα της… // … το διέγραφα το ικρίωμα / κλείνοντας έτσι τα μάτια / στον αφανισμό / που αν θέλει όμως / ξέρει να μας περιμένει / και σε απόσταση αναπνοής» (σ. 24). Όπως και στο ποίημα «Νταλκάς», όπου αναλύει την σημασία της λέξης παρ’ ότι δεν του αρέσει, αντιπαραθέτοντας τη λέξη «νταλίκα», για να μιλήσει για «τον πόθο της επιστροφής στο σπίτι.» (σ. 37).
Από το πρώτο ποίημα δίνεται το στίγμα των θεάσεων του ποιητή, στο βλέμμα ενός ζευγαριού πέρδικες. Η ποιητική συλλογή αρχίζει και τελειώνει με την αναζήτηση της αλήθειας μέσα από μια ονειροπόληση στην πατρίδα των αναμνήσεων, γράφει: «ή μήπως από μουσική όλα// όλες οι σημασίες βέβαια στ’ αγκάθια/ στ’ αγριόχορτα οι αλήθειες.» (Επαναπατρισμός, σ. 11). Το ίδιο και στο τελευταίο Χάικου, όπου καταβυθίζεται στο όνειρο και στην αλήθεια του γενέθλιου τόπου: «Κύμα ονείρου/ μα του νησιού αλήθεια/ Πυθαγόριον.» (σ. 84). Το ίδιο και στον επίλογο με τους στίχους «[…] (και ο μύθος κρύπτει/ νουν αληθείας[2]) […]» από την Ωδή του Ανδρέα Κάλβου, Εις Σάμον, β. Τον ποιητή απασχολεί η εσωτερική, η κρυφή αλήθεια της επιθυμίας: «αυτός που διψάει όχι για το αίμα/ αλλά για τη δική μας την αλήθεια/ την κρυφή» (Περιποίηση, σ. 38), προβληματίζεται για το ενδεχόμενο άγαρμπης αποκάλυψής της: «προσοχή, λέω μέσα μου, να μη τη χαλάσω/ από την πείνα την αδάμαστη για την αλήθεια» (Η καρποφορία της λωτιάς, σ. 16), αλλά και η συνέχεια και οι μελλοντικοί κάτοικοι, ενώ αναζητά καταφυγή και σωτηρία μέσα στο όνειρο: «μόνοι κάτοικοι του μέλλοντος/ οι κορμοράνοι με τα καψαλισμένα φτερά/ που πρόλαβαν ως εδώ, να με βρουν/ που σώθηκα μέσα στο όνειρο.» (Το τετράδιο του καιρού, σ. 39). Παράλληλα κάνει έκλυση για άγγιγμα, συντροφικότητα και εγγύτητα: «ας μείνουμε βαθιά μέσα/ στο βλέμμα το συντροφικό/ γιατί απλούστατα εκεί// μας περιμένουν τα καλοκαίρια» (Εκεί είναι, σ. 18). Στη θέαση της θάλασσας φανερώνεται η γυναίκα, το παιδί, το πλήρες και η σταθερή αφοσίωση στον αέρινο κόσμο του όπου αρχίζουν όλα: «κι όλα αρχίζουν εδώ με το νεύμα ενός γλάρου» (Δεν θα πάω σήμερα, έχει γραίγο, σ 33).
Στον Καταυλισμό γίνεται πιο ευδιάκριτο το στοιχείο της αυταναφορικότητας, των αναπολήσεων, ματαιώσεων και απωλειών, όπως πχ στους στίχους: «ένα κοτσύφι μόνο, χτυπημένο ύπουλα» (Χωρίς δόξα, σ. 31-32) ή «στην αυτοκρατορία της προδοσίας» (σ. 39). Ωστόσο η πεμπτουσία της ποιητικής του Βέη αφορά στη σύνθεση στο όλο και στο ενιαίο, στο ύμνο του ονειρικού και αληθινού, στο χώμα των περιδιαβάσεών μας, αυτό που μας γεννά και μας χωνεύει, στις πολύπτυχες και πολύσημες όψεις του απτού, ρευστού και μυστηριακού κόσμου μας, κάνοντας έκκληση για σύγκλιση και συνύπαρξη και προτάσσοντας την εσωτερική και εξωτερική ομορφιά και το αέναο κοσμικό θαύμα. Ο ποιητής Γιώργος Βέης μας προσκαλεί να καταυλιστούμε μαζί του «έλα κοντά μου/ όχι στην απελπισία του κόσμου» (Να, εδώ, μόνον εδώ, σ. 83), προσφέροντάς μας εκλεκτή ποίηση και πλούσιο αναστοχασμό.
Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη
[1] σ.27, Δάνειο από τον Παρμενίδη: η μνήμη σημαίνει υπεροχή του φωτός.
[2] νους αληθείας: αληθινό νόημα
*Η Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη είναι κλινικός ψυχολόγος, ποιήτρια και μεταφράστρια. Τελευταία ανθολόγησε και μετάφρασε ποιήματα της Κάριν Μπόγιε «Στον πυθμένα των πραγμάτων» (Εντευκτήριο, 2023) και τελευταίο βιβλίο της είναι η ποιητική σύνθεση «με λένε Εύα» (Μανδραγόρας 2023).