Κανονικά αυτό το βιβλίο δεν είναι από εκείνα που θα επέλεγα να διαβάσω – μόνο και μόνο για το γεγονός ότι ο Σπύρος Πετρουλάκης είναι ο συγγραφέας του Σασμού, γεγονός που με παραπέμπει σε ευπώλητα τα οποία είναι συνήθως φουλ στα κλισέ και τα αναμασήματα. Όμως με εξίταρε το οπισθόφυλλο.
Το οπισθόφυλλο λοιπόν μιλάει για έναν συντηρητή έργων τέχνης που τον καλούν σε ένα μοναστήρι για τη συντήρηση παλιών εικόνων και εκεί ανακαλύπτει πως κάτω από ορισμένες από αυτές υπάρχουν άλλες, απαράμιλλης τέχνης και τεχνικής, που όμως περιέχουν στοιχεία που θα τις χαρακτήριζαν «βλάσφημες» (για παράδειγμα, μια Παναγία με μουσουλμανική μαντήλα!). Ο επιζωγραφισμός ήταν συνήθης τεχνική, σε εποχές μάλιστα που τα υλικά ήταν σπάνια. Ποιος όμως ήταν εκείνος που φιλοτέχνησε τις εικόνες και τι τον ώθησε να τις φτιάξει με τέτοια τόλμη; Το θέμα με ενδιέφερε ιδιαίτερα αφού εργάζομαι σε έναν χώρο πολιτισμού με συλλογή έργων τέχνης και υπηρεσία συντήρησης, και έχω αναπτύξει ευαισθησίες σε αυτά τα ζητήματα.
Το παραπάνω φλέγον ερώτημα για την τόλμη του καλλιτέχνη τίθεται στην πρώτη αφηγηματική ροή του βιβλίου, η οποία ξετυλίγει την ιστορία του σύγχρονού μας συντηρητή. Η απάντησή του όμως έρχεται από τη δεύτερη αφηγηματική ροή, η οποία κινείται παράλληλα προς την πρώτη, εκτυλίσσεται στο παρελθόν και διηγείται την ιστορία του ταλαντούχου ζωγράφου των αρχικών, «βλάσφημων» εικόνων: του Ιωάννη. Ο Ιωάννης λοιπόν έζησε στις αρχές του 20ού αιώνα στην Κρήτη, σε μια εποχή που στο νησί συγκατοικούσαν Έλληνες, Τούρκοι και Εβραίοι – όχι βέβαια χωρίς εντάσεις. Πρόκειται για έναν ήρωα καζαντζακικό, που, όντας «παράουρος» (αναγκάστηκαν να του κόψουν το δεξί χέρι όταν ήταν ακόμα βρέφος), μάχεται από την πρώτη μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής του τη δυσοίωνη μοίρα που τον έφερε απέναντι στους πάντες – ακόμη και στη γυναίκα που τον γέννησε. Παρά τις τεράστιες αντιξοότητες πάντως, δεν το βάζει κάτω ποτέ και διασχίζει τη ζωή χτυπώντας τη γροθιά του στο μαχαίρι. Ο μόνος άνθρωπος στον οποίο υποτάσσεται – σχεδόν βλακωδώς – είναι η μάνα του, που καταφέρνει να τον εγκλωβίζει επί μήνες μέσα σε ένα άθλιο υπόγειο, ώσπου ο Ιωάννης να κινδυνεύει να χάσει τα λογικά του. Και αυτό συμβαίνει αρκετές φορές.
Προφανώς υπάρχουν τραγικά κλισέ στην ιστορία, με τη ρεαλιστικότητα της δεύτερης αφηγηματικής ροής να πλήττεται σοβαρά από την ερεβώδη μοίρα του Ιωάννη (αν και πρέπει να συνυπολογίσουμε ότι γίνεται λόγος για εποχές που ήταν πραγματικά ζοφερές), η οποία δεν του επέτρεψε παρά ένα στενότατο παράθυρο λίγων ημερών ευτυχίας σε μια ζωή γεμάτη συμφορές και παντελή έλλειψη κατανόησης απ’ όλους. Η δυστυχία του είναι τόσο βαθιά που ορισμένοι φίλοι στους οποίους πρότεινα το βιβλίο, δεν μπόρεσαν να το τελειώσουν ποτέ.
Οφείλω ωστόσο να αναγνωρίσω ότι είναι ένα βιβλίο ρέον, με την πρώτη αφηγηματική ροή (την παροντική) να στέκεται καλά δίπλα στη δεύτερη (την ιστορική). Αυτή η πρώτη αφηγηματική ροή έχει στο επίκεντρό της τον συντηρητή Σταύρο, έναν άνθρωπο έξυπνο, κοσμοπολίτη, αυθεντία στη δουλειά του, ο οποίος έχει την ατυχία να εμπλακεί σε ιστορίες που θα μπορούσαν να τον ξεπερνούν, αλλά έχει ευτυχώς και την τύχη να τη γλιτώνει φτηνά. Η πρώτη αφηγηματική ροή δρα σαν σαν ρεαλιστικό αντίβαρο και σαν καταπραϋντικό στην αδικία της δεύτερης, η οποία ολισθαίνει ολοφάνερα στην υπερβολή. Μέσα στην υπερβολή της, βέβαια, αυτή η δεύτερη αφηγηματική ροή αναδεικνύει ζητήματα που μας ταλανίζουν με αμείωτη ένταση ακόμα και σήμερα: την αποδοχή της διαφορετικότητας, τη συλλογικότητα ως λειτουργία (ιδίως μέσα στο δίπολο «εμείς-αυτοί»), τη σημασία της θρησκείας στον φανατισμό και την κατηγοριοποίηση των ανθρώπων.
Θα ομολογήσω πως με άγγιξε το βιβλίο. Κυρίως επειδή μου θύμισε έντονα τις ιστορίες που μου αφηγούνταν ο παππούς μου, γεννηθείς στα Χανιά το 1902, όταν ήμουν μικρή. Ο παππούς μου γεννήθηκε μέσα στην πραγματικότητα που περιγράφεται στο βιβλίο, πολέμησε και στη Μικρά Ασία, και έτσι με τις ιστορίες του μου παρέδωσε ανάγλυφο το κλίμα που ανακαλείται στο Κατά Ιωάννη ως προς την πολυπολιτισμικότητά του – χωρίς να μου έχει μιλήσει ποτέ ωστόσο για την ακραία αντιπαλότητα μεταξύ των θιασωτών των διαφορετικών θρησκειών που περιγράφει ο Πετρουλάκης. Με άγγιξε όμως το βιβλίο και για τη δύναμη της ψυχής του Ιωάννη, που είναι ο αδιαφιλονίκητος και μοναδικός πρωταγωνιστής του.
Πέρα όμως από τις αναμνήσεις μου, οι αρκετά δουλεμένοι ήρωες, αλλά και οι πολλοί δευτερεύοντες που περιστρέφονται γύρω από αυτούς, καθώς και η ανατροπή με τον ηγούμενο του μοναστηριού στο τέλος, αποτελούν στοιχεία που ζυγίζουν το βιβλίο καλά ανάμεσα στη λογοτεχνία και την ποπ κουλτούρα και αντιστέκονται σε μια σαφή κατάταξή του στη δεύτερη. Σε υποστήριξη της ερμηνείας του ως λογοτεχνικό βιβλίο, θα πω ακόμη ότι συγκεντρώνει και άλλα καλά χαρακτηριστικά: οι ανατροπές δεν λείπουν και μάλιστα είναι συνεχείς, οι από μηχανής θεοί καίριοι. Η μοίρα, που έπαιξε τόσο άσχημο παιχνίδι στον ζωγράφο, είναι τελικά με το μέρος του συντηρητή, η ζυγαριά ανάμεσα στο καλό και το κακό ταλαντεύεται φρικτά αλλά με κάποιο τρόπο καταφέρνει να ισορροπήσει, τα πράγματα μπαίνουν στη θέση που τους επιτρέπει η δραματική τους εξέλιξη. Και, στο τέλος, παρ’ ότι με φοβερές θυσίες, βασιλεύει δικαιοσύνη. Πόσα άλλα θαύματα μπορεί άραγε να επιθυμήσει ένας αναγνώστης; Το μοναδικό απαραίτητο ίσως για να νιώθει πως διάβασε πραγματικά καλή λογοτεχνία: λιγότερα κλισέ.
Χριστίνα Λιναρδάκη