”kala” της Αν Πεντέρς

  Κομμάτια του εαυτού, σπαρμένα στους τέσσερις ανέμους.[1]

Το να τοποθετήσει κάποιος το kala στο έστω και ελαστικό περίγραμμα της ποιητικής συλλογής θα ήταν σαν να του στερεί τις πολλαπλές δυνατότητες ανάγνωσης που παρέχει. Για ακόμα μια φορά λοιπόν, θα κρατήσω τις ταμπέλες μακριά από το κείμενο και θα επιχειρήσω να ακολουθήσω όλες τις πορείες που ξεδιπλώνει.

Ήδη από την πρώτη σελίδα (και κυριολεκτώ) η Αν Πεντέρς δίνει την αίσθηση ότι παλεύει να ακουστεί και να ανασάνει, σαν να μιλάει σε κενό αέρος. Σαν να οπτικοποιεί την φωνή της αλλά να την βλέπει να μην φτάνει στον παραλήπτη, κάπου να σκαλώνει και να χάνεται. Σαν αγωνιώδης ύπνος σε παρόντα χρόνο. Η σκηνοθετική οπτική και προσέγγιση δεν είναι μόνο άξονας αλλά θεμελιώδες δομικό στοιχείο, οι λέξεις χωρίς το βλέμμα χάνουν την σύστασή τους, αδειάζουν σχεδόν από το ίδιο τους το νόημα. Η Αν Πεντέρς έχει κάνει μια σειρά γενναίων επιλογών στο kala, αυτό είναι το πρώτο βασικό στοιχείο: η εικόνα που έχει στο μυαλό της για το τελικό αποτέλεσμα είναι ένας συγκερασμός ετερόκλητων στοιχείων, η γραφή και οι λέξεις είναι μόνο ένα από αυτά, ισότιμο με τα υπόλοιπα. Η κίνηση και ο ήχος, η παλινδρόμηση και ο απόηχος, ο άδειος χώρος και κυρίως ο άδειος χρόνος είναι τα υλικά που τελικά συνθέτουν το σύνολο. Ένα σύνολο που συγκινησιακά δουλεύει και μάλιστα σε μια ισορροπία που προσωπικά δεν συναντώ κάθε μέρα.

Στην πραγματικότητα πρόκειται για αυτόνομες και αυθύπαρκτες εικόνες τοποθετημένες σε διαδοχική δομή, θρυμματισμένες σκέψεις και ανάγκες παγιωμένες σε έναν στατικό χρόνο: η φωνή της Πεντέρς δεν κουράζεται να αναζητά εξόδους. Έχει πάει την καλειδοσκοπική γραφή σε ένα νέο επίπεδο επικοινωνίας, απαλλαγμένο από τις όποιες ποιητικές ανασφάλειες, κοιτάζει τις ίδιες της τις σκέψεις με μια ευθύτητα και μια σχεδόν διορατικότητα που ανατρέπει τις περισσότερες πεπατημένες του ποιητικού λόγου όπως τον έχουμε συνηθίσει. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι γράφει αλλάζοντας διαρκώς οπτικές, αλλά το ότι χρησιμοποιεί και περισσότερα από ένα είδη τέχνης για να το επιτύχει. Σαν να γυρίζει μια ερωτική εξομολόγηση σε ταινία με σενάριο γραμμένο σε στίχους και με σκηνοθετικές παρεμβάσεις. Το αποτέλεσμα είναι ένα κείμενο γεμάτο πλαστικότητα. Απτό.

Θα μπορούσε να είναι ένας εσωτερικός μονόλογος με το Εγώ και το Εμείς να εναλλάσσονται σε ένα ιστορικό και συγκινησιακό γαϊτανάκι, αλλά με μόνιμα καλυμμένα πρόσωπα. Και με φευγαλέα όρια, σαν ανάσες. Τα φωτογραφικά, ακόμα και κινηματογραφικά στιγμιότυπα που αποτελούν αυτόν τον ιδιόρρυθμο μονόλογο σπάνε τα όποια στεγανά, αποτελούν παράθυρα προς μια συνθήκη όπου οι λέξεις βρίσκονται σε δεύτερο πλάνο και συχνά ακόμα πιο πίσω, ενώ η συνύπαρξη και η αλληλεπίδραση διαφορετικών γλωσσών αναγκάζει τον αναγνώστη να ακροβατεί τόσο σε ό,τι αφορά στα νοήματα όσο και στην έκφραση του συναισθήματος. Είναι δύσκολο να ξεκαθαρίσει κανείς τι έχει μεταφραστεί και από ποια ακριβώς γλώσσα, η ταυτότητα του Εγώ μεταλλάσσεται διαρκώς, βρίσκει νοηματικές και λεξιλογικές εσοχές για να κρυφτεί και να παρατηρήσει όσα το περιτριγυρίζουν. Δεν είναι πάντα εύκολο ούτε αυτονόητο για τον αναγνώστη να ακολουθήσει την πορεία του κειμένου, τα νήματα είναι περισσότερα από ένα και οι εναλλαγές λαμβάνουν χώρα σε πολλά επίπεδα. Τα ελληνικά συνυπάρχουν με τα αγγλικά και τα greeklish σε ισορροπίες που κινούνται στην κόψη του ξυραφιού, υπάρχουν στιγμές όπου ο αναγνώστης βρίσκεται σε αμηχανία: με κομμένη την ανάσα, αλλά μετέωρος. Το kala είναι μια performance «εν γραπτώ», γοητευτική και σαφώς απροσδόκητη, είναι όμως κι ένα ρίσκο που δεν κερδίζεται πάντα.

            Από το μάτι στο χέρι. Η απόσταση.

Λες.

                                                                 τι μας απομένει από την αφή;[2]

Θα αναγνωρίσω στην Αν Πεντέρς το μεγάλο προσόν του ότι θέτει τις κατάλληλες ερωτήσεις. Το κάνει με ακρίβεια και όλη την ανασφάλεια που φέρνει η περιπλάνηση σε αχαρτογράφητα νερά, αλλά τελικά δεν φαίνεται να υπάρχει φόβος ή ανησυχία ως προς την τελική εικόνα που θα έχει το αποτέλεσμα. Ως αναγνώστη με ξαφνιάζει βαθιά το πόσο (και το πώς) η ποιήτρια είναι ευαίσθητη στην ομορφιά που συναντάει στον εξωτερικό χώρο: ως τοπίο, ως σκέψεις των άλλων, ως παράδοξες πράξεις και απροσδόκητες εναλλαγές, κάποιες φορές και ως απόλυτη συνθήκη παρατήρησης. Σαν να την χτυπάει κεραυνός. Και να την καίει. Το kala είναι ένα κείμενο για τις ρίζες και για τις άγκυρες, τις εκ γενετής και τις επίκτητες, για την γλώσσα, το χώμα, τον Άλλο.

Αλλά πώς να γράψεις γι’ αυτό που βλέπεις; Πώς να το αποδώσεις, πώς να βρεις τις κατάλληλες λέξεις και κυρίως τις σωστές αποστάσεις για να αναμετρηθείς με ό,τι σε περιβάλλει απογυμνωμένος από την όποια ανταγωνιστικότητα; Οι στίχοι της Αν Πεντέρς στην συντριπτική τους πλειοψηφία βρίσκουν κατευθείαν το στόχο: παράγουν ένα ξεκάθαρο ρυθμό που οριοθετεί τον ποιητικό ήχο, κάτι ιδιαίτερα σημαντικό επειδή τη δομή του συνόλου, αν υπάρχει, δεν την καταλαβαίνω, δεν την διακρίνω, ούτε την αισθάνομαι. Και αυτό είναι κατά την γνώμη μου ένα σοβαρό μείον, ειδικά σε συνδυασμό με τα αμετάφραστα κομμάτια στα αγγλικά: η κατανόηση και πιο συγκεκριμένα η αμεσότητά της, δέχεται πλήγμα.

Από ένα σημείο της ανάγνωσης και μετά, συνειδητοποιεί κανείς ότι το έργο είναι μια performance, μια παράσταση που στήθηκε ως σύνολο ήχου, εικόνας και σκέψεων αποτυπωμένων σε απίθανα σημεία, και με απρόβλεπτες εναλλαγές. Το kala είναι ένα κείμενο που δουλεύει σε πραγματικό χρόνο και αυτό είναι μία από τις ισχυρές ανατροπές της Αν Πεντέρς, ένα καταλυτικά θετικό στοιχείο. Οι λέξεις, οι σκηνές μιας καθημερινότητας στην πόλη, το άτομο και τα άτομα (και τα δύο ως διακριτές οντότητες), καθώς και όλο σχεδόν το φάσμα της ανθρώπινης συγκίνησης, συνυπάρχουν και εναλλάσσονται κλεισμένα σε ένα προκαθορισμένο χρονικό περίγραμμα: μια performance, όπως έλεγα και πιο πάνω. Το αποτέλεσμα σε αρκετές στιγμές είναι συνταρακτικό.

Προσωπικά με ξαφνιάζει να βλέπω αυτό που διαβάζω να «παίζεται» και στο μυαλό μου ως μετά-κίνηση ανθρώπων και σκέψεων, με βάζει σε ένα εντελώς νέο πλαίσιο ανάγνωσης: είναι σαν κατά ένα τρόπο να εξαλείφεται η στατικότητα ως θεμελιώδης αρχή του διαβάσματος. Στο kala υπάρχει η ανθρωπολογική χροιά της πραγματικότητάς μας αλλά και η πολιτική, είναι ένα σύγχρονο όσο και βαθιά προσωπικό κράμα συγκίνησης. Με διόδους ανοιχτές αλλά όχι εύκολες, διαθέσιμες αλλά όχι αυτονόητες, για όλους.

Παρακάτω σημειώνω κάποια κομμάτια που περιφέρονται ακόμα στο μυαλό μου:

Ένα νήμα. Η φωτογραφία ενός νήματος. Ένα καλώδιο ξεριζωμένο,

ένας κάβος λυμένος, ένα τεντωμένο πανί. Μαύρο; Λευκό;

Και αν ο Θησέας δεν είχε γελαστεί;

Πόσα θύματα στα δίχτυα κάθε νικηφόρου ήρωα;

 

Traces and tracks.

Unknown places.

Arise from the mist.

An order.

Dis / order.

 

 What do we know from a distance?

 

 Να χτίζω στο όριο.

Σελίδες. Να οικειοποιούμαι.

Να σχεδιάζω.

Ό,τι θα ’θελα. Να σου μιλήσω με γραμμές.

Tracks and holes. Waves and wolves.

 

 Πες μου πάλι.

 

 Η γεύση του ουρανού στο δέρμα.

Το βουνό, άγονο, περήφανο.

May be not.

Οι παρούσες δυνάμεις.

Η θάλασσα.

 

 What do we know from a distance?

 

 Κάπου το ξανάγραψα αυτό. Αλλού. Άλλοτε.[3]

  

…………

 

 Ένα χάλασμα, ένα ξεχασμένο ξωκλήσι, μια πυρωμένη πέτρα,

όπου κάθεσαι και κοιτάς.

Και παντού / ο ουρανός

Ένα μονοπάτι ανηφορικό, ένα νησί όπου καθετί γίνεται

αφηγηματικό, φωνάζει

στο τραγούδι του κόκορα, απαντά με ελιγμούς στις ερωτήσεις. Το

κύμα σπάει.

Το βλέμμα χαμένο μέσα.[4]

 

———-

Παρατηρούμε σήμερα ανάμεσα στις απέλπιδες προσπάθειες για μονοπώληση της εξουσίας, μια μόνιμη σύγχυση, επιδέξια διατηρημένη, μεταξύ ιστορίας και εδάφους. Μεταξύ αυτού που ένα έδαφος φέρει (ίχνη) από την ιστορία του και αυτού που, εν τέλει, απομένει. Η Ελλάδα είναι μια μικρή χώρα της οποίας οι κάτοικοι μιλούν μια γλώσσα ορφανή. Το αρχαίο της μεγαλείο δεν έχει στις μέρες μας επιπλέον λόγο ύπαρξης (δεν της δίνει μεγαλύτερο δικαίωμα) από αυτό των Μάγια, των Γαλατών, των Χαν ή των Σουμερίων.

 

Μόνο που υπάρχει η «δημοκρατία»… ένας μύθος; Η θεμελιώδης εκτροπή; Είναι πάντα επικίνδυνο να αναφέρεσαι, να θέλεις να γυρίσεις, να στραφείς, στο / προς το «μεγαλειώδες παρελθόν».

 

Δεν επιστρέφουμε ποτέ στο παρελθόν. Είτε ως μονάδες είτε ως κοινωνίες. Εξέλιξη δεν σημαίνει πρόοδος. Ούτε γραμμικότητα. Δεν μπορούμε δύο φορές να έχουμε / να είμαστε το ίδιο πράγμα. Τίποτα δεν είναι το ίδιο. Καμία εποχή. Κανένα κομμάτι του εαυτού. [η βιομηχανοποίηση κατασκεύασε τον μύθο του αναπαράξιμου]

 

 

________________________________________________________________________________________________________ πώς να το πω αυτό σε ένα ποίημα;[5]

Κρις Λιβανίου

[1] Αν Πεντέρς, kala, εκδ. Βακχικόν, Αθήνα, 2020, σελ. 83.

[2] σελ. 97.

[3] σελ. 21.

[4] σελ. 37.

[5] σελ. 107.

Περισσοτερα αρθρα