Οι Ιστορίες από ένα περασμένο μέλλον αποτελούνται από εννέα κείμενα τυλιγμένα στην ίδια αύρα. Αν ήταν πίνακες, θα άφηναν τα ίδια χρώματα στο άγγιγμα. Και παρόλο που κάθε ένα τους ακουμπάει τις ζωές τελείως διαφορετικών ηρώων, ο αναγνώστης όσο κρατάει το βιβλίο στα χέρια βρίσκεται κάτω από τον ίδιο ουρανό. Στα χρώματα φουρτουνιασμένης θάλασσας χωρίς ήλιο. Η συνοχή που χαρακτηρίζει τη συλλογή αποτελεί στήριγμα και για τα ίδια τα κείμενα, τα εντάσσει σε ένα πλαίσιο και ταυτόχρονα τα απελευθερώνει, τους επιτρέπει να πουν τις ιστορίες τους σε ένα αυτόνομο όσο και κοινό, αναγνωρίσιμο πλαίσιο.
Ο Μιχάλης Μακρόπουλος βάζει στις ιστορίες του ανθρώπους θαρρείς χωρίς παρελθόν, χωρίς ατομικές ιστορίες και αναμνήσεις, χωρίς ρίζες. Πώς να σταθούν σ’ αυτόν τον αφιλόξενο κόσμο; Και για πόσο; Αυτά είναι δύο από τα ερωτήματα που κινούνται στο σύνολο της συλλογής, είναι επίσης από αυτά που στο τέλος θα έχουν μείνει αναπάντητα. Χωρίς ήχο. Η βιαιότητα αυτού του βαθιά ανοίκειου κόσμου αποτυπώνεται με τον ελάχιστο δυνατό αριθμό λέξεων και με μαεστρία: η γραφή του Μακρόπουλου είναι λεπτομερής και επισταμένη, ούτε να βγάλεις μπορείς, ούτε να βάλεις. Και επ’ ουδενί φυσικά να αντικαταστήσεις.
Τον αναγνώστη ακολουθεί μια παράδοξη, αναπόφευκτη αίσθηση νερού, η θάλασσα είναι ένα στοιχείο που επανέρχεται. Βρέχει συχνά, πότε καταρρακτωδώς και πότε ελάχιστα, βρέχει ακόμα κι όταν έχει σταματήσει. Και οι άνθρωποι στο τέλος γίνονται ένα με το τοπίο. Ένα τοπίο που ελάχιστα θυμίζει τη γη όπως την ζούμε σήμερα. Στα προηγούμενα βιβλία του ο Μιχάλης Μακρόπουλος έστηνε μια ακραία συνθήκη που ανέτρεπε ριζικά και αμετάκλητα τις όποιες προηγούμενες καταγραφές μας: οικολογικής φύσης, περιβαλλοντικής, διαπλανητικής. Εδώ κάνει κάτι ανάλογο μόνο που επικεντρώνεται στην κοινωνική διάσταση του φαινομένου: δεν ξέρουμε ακριβώς τι μεσολάβησε, βλέπουμε όμως ξεκάθαρα τι επέφερε αυτό στους ανθρώπους και στις κοινωνίες, στις αλληλουχίες που πήραν τη θέση των σχέσεων, στις ανατροπές που ακύρωσαν τη μνήμη και τη δύναμη του ατομικού παρελθόντος, σ’ αυτό το άρτι αφιχθέν παρόν που τελικά δεν χωράει κανέναν. Οι ιστορίες είναι ένας άηχος μονόλογος, σαν κλάμα που φοβάται τον ίδιο του τον ήχο. Ακόμα και αφηγηματικά αν το εξετάσει κανείς, δεν υπάρχει ξεκάθαρη αρχή ούτε τέλος, άρα κατ’ επέκταση ούτε και αντικειμενική διάρκεια: όλα επιπλέουν, οι σκέψεις, οι λέξεις και οι πράξεις, και όλα έχουν το ίδιο βάρος και άρα κανένα βάρος. Μόνο δάκρυα. Το μόνο νερό που δεν συναντά κανείς στα κείμενα.
Ο φουτουριστικός χαρακτήρας των κειμένων πετυχαίνει να θαμπώσει τα όρια και να σκοτεινιάσει τη συνθήκη του χρόνου. Οι άνθρωποι χάνουν τον εαυτό τους, τους άλλους, το προσωπικό τους αποτύπωμα στο σύνολό του: ο χρόνος αντί να κυλάει μάλλον πολλαπλασιάζεται για να εγκατασταθεί τελικά σε μια αέναη όσο και αυθαίρετη ακολουθία, τα σημεία αναφοράς σταδιακά απομακρύνονται σε μια όλο και λιγότερο αξιόπιστη μνήμη, το φως χάνει τον αρχέγονό του ρόλο ως απαρχή της μέρας, το άτομο σχεδόν αυτοκτονεί μέσα στην μοναχικότητά του. Ή παραλίγο. Αλλά θα επανέλθω.
Παρόλη την (σαφέστατα εντυπωσιακή) σκηνογραφία και την θεματολογία που ως ένα βαθμό τουλάχιστον καταλαμβάνει τον μυθιστορηματικό χωρόχρονο, αυτό που επί της ουσίας βασανίζει τον συγγραφέα είναι η μνήμη. Η λειτουργία της, τα γρανάζια της, οι αποστάσεις, οι συνδέσεις. Τι μπορεί να αλλοιώσει τη μνήμη, να την ισοπεδώσει, να την ακυρώσει, να την μεταπλάσει. Ποιοι εξωτερικοί παράγοντες επιδρούν και ποιοι είναι αυτοί που τους ελέγχουν. Στο διήγημα «Η φωτογράφος» ίσως να δίνεται η απάντηση μέσω της καταλυτικής και αναλλοίωτης τρυφερότητας που κατακλύζει το κείμενο ήδη από τις πρώτες σειρές. Μια ιστορία όπου η τρυφερότητα αποτελεί δύναμη της φύσης. Ισοπεδωτική και τελικά ρηξικέλευθη μέσα από την διαχρονικότητά της, αμείλικτη επειδή είναι εκτός χρόνου και άρα πέρα από την όποια αλλοιώσιμη μνήμη: είναι η μόνη ελπίδα και φυσικά η τελική νίκη.
Η αίσθηση ερήμωσης που αποτελεί το κοινό χαρακτηριστικό ανθρώπων και περιβάλλοντος είναι ίσως ο βασικός πυλώνας της συλλογής. Το φως (ή ακριβέστερα η απουσία του) που περιγράφει και ενίοτε ερμηνεύει συμπεριφορές και καταστάσεις, λειτουργεί ως άξονας προσέγγισης μιας πραγματικότητας τελικά καινούριας για όλους. Λεξιλογικά, ο συγγραφέας φροντίζει να μην ξημερώνει ποτέ.
Κάποιο χαμηλό σύννεφο τυχαίνει να σκαλώσει στον ανεμοδείχτη στην κορυφή του φάρου, κι εκεί ξεφτάει και ξηλώνεται σαν κουρελιασμένη σημαία.[1]
Σ’ αυτή τη συλλογή ο αναγνώστης βρίσκεται μπροστά σε ένα μέλλον που είναι στην ουσία ένα παρόν παγωμένο στην ανέλπιδη εκδοχή του: το «από τούδε και στο εξής» είναι μια μονιμότητα οριστικοποιημένη, κλειδωμένη στο χειρότερό της σημείο. Και αυτό το παρόν στον παγωμένο χρόνο στερεί από τον άνθρωπο το τελευταίο του αποκούμπι: το άγνωστο που εξ ορισμού κρύβει και υπόσχεται το μέλλον. Και όποιος λέει άγνωστο, στην πραγματικότητα εννοεί ανοιχτές επιλογές, εννοεί ελεύθερη βούληση, στο κάτω-κάτω της γραφής εννοεί ελευθερία. Και ελπίδα, ας μην το ξεχνάμε.
Οι χωριανοί ένιωθαν μετέωροι, σαν να ’χαν γεννηθεί μέσ’ από μια ομίχλη που με τις ιστορίες τους πάσχιζαν να την διαλύσουν, μα αυτή παρέμενε πυκνή, σκεπάζοντας ό,τι υπήρξε κι αφήνοντάς τους σαν μισοξεριζωμένα δέντρα, να πολεμούν με λίγες ρηχές ρίζες να κρατηθούν στο παρελθόν για να πετάξουν κλαριά προς το μέλλον. [2]
Στις Ιστορίες από ένα περασμένο μέλλον οι ελπίδες έχουν όλες πεθάνει και ο άνθρωπος βρίσκεται υποδουλωμένος στην σωρεία προγενέστερων και πλέον μη αναστρέψιμων λαθών. Δεν είναι ούτε οι μηχανές, ούτε οι εξωγήινοι που απέκτησαν θέση ισχύος εναντίον μας, είναι οι ίδιες οι συνέπειες των πράξεών μας που μας έφεραν στο σημείο μηδέν της ιστορίας μας. Και καθώς το βάρος των εν λόγω συνεπειών μεγαλώνει μέρα με τη μέρα και από την μίαν ιστορία στην επόμενη, τα θετικά στοιχεία που δεν είναι λίγα, από ένα σημείο και μετά μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα. Παρόλο που δεν αποσιωπώνται εντελώς, είναι ως επί το πλείστον αθόρυβα και κάνουν τον αναγνώστη να ξεχάσει σχεδόν το μεγάλο γιατί της ανθρώπινης παρουσίας σ’ αυτόν τον πολύπαθο πλανήτη: την αγάπη του Γκριγκόρε και της Λένης, του Ντμίτρι για τον αδερφό του, της Ισιδώρας και του δεύτερου πατέρα της όπως και του πρώτου, της Λένε με τον αφηγητή και με την μητέρα της, του αγοριού και του αδέσποτου πλάσματος.
Το δραματικότερο ίσως σημείο της μυθολογίας του Μακρόπουλου είναι αυτό: το μη-αναστρέψιμο, η νεκροζώντανη ύπαρξη απογυμνωμένη από ό,τι παρήγορο έχει ή τουλάχιστον είχε η φυλή των ανθρώπων, μια πραγματικότητα καλυμμένη από την ανεπαίσθητη στάχτη της αποτυχίας του ανθρώπου να διασώσει ό,τι θα μπορούσε να εξασφαλίσει την όποια συνέχεια. Είναι αυτή η αποτυχία οριστική όμως; Το ερώτημα δεν θα απαντηθεί ευθέως, αλλά ο Μακρόπουλος που στήνει κάθε φορά την πλοκή και τους ανθρώπους του σε δίπολα, λέει ό,τι έχει να πει καλυπτόμενος πίσω από τις συμμετρίες: οι ήρωες πορεύονται σε ζεύγη, συναντιούνται για μικρό ή για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και συμπορεύονται σπάζοντας το κέλυφος της μοναξιάς έστω και σε μια συχνά άχρωμη συνθήκη, και αυτό και μόνο αρκεί για να επιφέρει την ανατροπή, να καταρρίψει την έννοια του απέραντου χρόνου, να θυμίσει στους ανθρώπους ότι έχουν περίγραμμα: το περίγραμμα που οριοθετεί με το άγγιγμά του ο Άλλος.
Δεν ήξερα τι μπορούσα να της πω σαν αποχαιρετισμό, κάτι που να είχε κάποιο νόημα, κι έτσι απλώς έσκυψα προς το μέρος της και τη φίλησα απαλά στα χείλη. Ήταν ξερά κι η ανάσα της είχε κάτι γλυκό και σκονισμένο, σαν δωμάτιο που ’χει μείνει κλειστό για πολύ καιρό, με λουλούδια μέσα που έχουν ξεραθεί αλλά το άρωμά τους πλανιέται ακόμη αχνό στον αέρα.[3]
Κρις Λιβανίου
[1] Μιχάλης Μακρόπουλος, Ιστορίες από ένα περασμένο μέλλον, εκδ. Κίχλη, Αθήνα, 2022, σελ. 42.
[2] σελ. 154.
[3] σελ. 98-99.