«Ιερεμιάδα» της Χλόης Κουτσουμπέλη
Χριστίνα Λιναρδάκη

Χλόη ΚουτσουμπέληΈνα μυθιστόρημα δυστοπικό, προφανώς εμπνευσμένο από τους δύσκολους καιρούς της πανδημίας: η ανθρωπότητα πλήττεται από έναν θανατηφόρο ιό, τον Κέρβερο, που, πριν από το τελικό στάδιο του θανάτου, επιφυλάσσει σε όσους μολύνονται τρία ακόμη στάδια: ένα της αφωνίας, λόγω κάποιου όζου στις φωνητικές χορδές, ένα της μερικής απώλειας μνήμης και ένα του κώματος στο οποίο βυθίζονται. Ο ιός είναι τόσο μολυσματικός που μέσα σε δύο μόλις χρόνια εξαπλώνεται από άκρη σε άκρη της Γης, εξοντώνοντας τον ανθρώπινο πληθυσμό. Κανείς δεν του ξεφεύγει: μόνο λίγοι που καταφέρνουν να μπουν σε ένα καράβι με σκοπό να φτάσουν σε ένα απομακρυσμένο – και ελπίζουν αμόλυντο από τον ιό – νησί, για να διαψευσθούν μόλις φτάσουν εκεί (και φυσικά όχι όλοι, αφού ο ιός επιβιβάστηκε μαζί τους στο πλοίο), και ορισμένοι επιστήμονες που κλεισμένοι μέσα σε ένα υπόγειο εργαστήριο προσπαθούν εις μάτην να βρουν κάποιο αντίδοτο.

Ο Κέρβερος ήταν ιός κατασκευασμένος από τον άνθρωπο, ένας ιός που διέρρευσε – άγνωστο πώς. Στα δύο χρόνια μέχρι την ολοκληρωτική εξόντωση, η ανθρωπότητα προσπάθησε να ξεφύγει από το θανατηφόρο κατασκεύασμά της, όμως μάταια. Όσοι επέζησαν, εκείνοι που έφτασαν στο απομακρυσμένο νησί και εκείνοι οι λίγοι που ήταν ήδη εκεί και δεν είχαν ακόμη φτάσει στο τελικό στάδιο (μάλιστα ένα παιδί μεταξύ τους, ο Ιερεμίας που δανείζει το όνομά του στον τίτλο του βιβλίου, δεν είχε καν ίχνος μόλυνσης), πέρα από τον αδυσώπητο φόβο για το μέλλον τους, ένιωσαν τόσο έντονο το ένστικτο της επιβίωσης που σχεδόν απανθρωπίστηκαν: νοιάζονταν μόνο για τον εαυτό τους, χωρίς να συλλογίζονται πώς θα μπορούσε να είναι ένας κόσμος χωρίς άλλους, με μόνη παρέα τον εαυτό. Στον αντίποδα, ορισμένοι από αυτούς προσπάθησαν να επενδύσουν στη συνεργασία, την αλληλοβοήθεια και τη συλλογική προσπάθεια, προσφέροντας.

Οι επιστήμονες πάλι αναπαρήγαγαν τα κοινωνικά μοντέλα της αδικίας: εξασφαλίζοντας για τους εαυτούς τους πολυτελή διαβίωση, περιόριζαν το βοηθητικό προσωπικό και όσους έπαιζαν τον ρόλο του πειραματόζωου σε συνθήκες απλής επιβίωσης, μένοντας ψυχικά αμέτοχοι στο αδυσώπητο μοντέλο που αναπαρήγαγαν και δικαιολογώντας τους εαυτούς τους ότι ήταν αφοσιωμένοι στην επιστήμη και αποτελούσαν την ελπίδα. Όμως η ελπίδα δεν ήρθε από αυτούς και τις αποστειρωμένες μεθόδους τους.

Καθόλου δεν διαπέρασε κάποιον από όλους τους παραπάνω το εφήμερο της ύπαρξής του. Κανείς δεν προβληματίστηκε για το ον που είναι, «ένα ον που εμφανίζεται στη γη μόνο και μόνο για να εξαφανιστεί, που φευγαλέα είναι έτσι κι αλλιώς η ύπαρξή του, που τις πιο πολλές φορές εγκαταλείπει τον κόσμο, το ίδιο άδειο όπως όταν πρωτοήρθε σ’ αυτόν» (σελ. 119). Οι προβληματισμοί που εγείρει το βιβλίο μέσα από τις σκέψεις των ανθρώπων που έχουν επιζήσει (κυρίως όσων έφτασαν στο νησί, την ύπαρξη των επιστημόνων τη μαθαίνουμε άλλωστε για πρώτη φορά μόλις στη σελίδα 187 του βιβλίου) εκεί, στο μεταίχμιο ανάμεσα ζωής και θανάτου, είναι κρίσιμοι και διαδέχονται ο ένας τον άλλον με τρόπο καταιγιστικό. Τι είναι τρέλα και τι σωφροσύνη; Τι είναι δίκαιο και τι άδικο; Προς ποια κατεύθυνση μπορεί μια τόσο ακραία συνθήκη να μεταμορφώσει τον άνθρωπο; Γιατί επιμένει να αναπαράγει κοινωνικά στερεότυπα ακόμη κι όταν απειλείται η ίδια η ύπαρξή του; Τι συμβαίνει όταν φτάνεις πια στο σημείο να μην έχεις να χάσεις τίποτε άλλο; Πώς είναι δυνατή η επιβίωση μετά από ένα καθολικό πένθος;

Οι άνθρωποι ούτως ή άλλως έχουμε «απίστευτα αποθέματα δύναμης μέσα μας και μια λαχτάρα για επιβίωση που είναι πιο ισχυρή από οποιοδήποτε πένθος», όπως σημειώνει σοφά η συγγραφέας (σελ. 139). Και, έπειτα, ο άνθρωπος δεν είναι μόνος του στον κόσμο, είναι ενταγμένος μέσα στον περιβάλλοντα κόσμο του, τη φύση. Η φύση, «φορέας και δημιουργίας και καταστροφής» είναι εκείνη που τελικά θα δώσει τη λύση: ο ιός στο τέλος του βιβλίου μοιάζει να εξασθενεί, όσοι μολυσμένοι έχουν επιζήσει φαίνεται να γίνονται καλύτερα, ίσως να μην έχει έρθει το τέλος ή ίσως το τέλος να μην είναι οριστικό.

Μέσα από τις κατακερματισμένες αναμνήσεις των επιβατών του πλοίου, τις κτηνωδίες στις οποίες έφτασαν άκοντες ή εκόντες, την ανθρωπιά που προσπάθησαν να μη χάσουν, την ανθρωπιά που σε άλλες περιπτώσεις ήταν εξαρχής χαμένη, τις προσπάθειες συνεργασίας, την ορμή για καθολική απομόνωση ακόμη και σε τέτοιες ακραίες συνθήκες, από την αθωότητα, τον έρωτα, την ανασφάλεια, την πονηριά – κυρίως μέσα από τον μεγεθυντικό καθρέφτη που ήταν ο Κέρβερος για όλα τα παραπάνω, η Χλόη Κουτσουμπέλη με αριστοτεχνία παρουσιάζει μια ανοίκεια, ζοφερή πραγματικότητα από πολλές και διαφορετικές οπτικές γωνίες, συνθέτοντας ένα μωσαϊκό όψεων και ερμηνειών της, από εκείνα που εμμμένει να φτιάχνει η ζωή παρά τις όποιες συνθήκες.

Το τέλος της Ιερμιάδας, αυτής της Ολυμπιάδας των ηττημένων, παίρνει μάλλον τη μορφή του μικρού Ιερεμία, δηλαδή της ελπίδας που – όσο και αν είναι ισχνή – δεν παύει να υφίσταται, μέσα από την αγάπη που πάντα κερδίζει έστω και αν η διαίρεση ή η κοινωνική απομόνωση εξακολουθούν, υφαίνοντας μια υπόσχεση καθόλου αμελητέα.

Χριστίνα Λιναρδάκη

Περισσοτερα αρθρα