Ένας παρατηρητής του κόσμου που διαρκώς διαπιστώνει τη σαθρότητα η οποία κρύβεται κάτω από την καλογυαλισμένη (not) επιφάνειά του: αυτό είναι με δυο λόγια το ποιητικό υποκείμενο στη νέα συλλογή του Βαγγέλη Αλεξόπουλου, η οποία μιλά για τη βαριά σκιά που διαπερνά έναν κόσμο ο οποίος είναι στην ουσία του άλλος από αυτόν που φαίνεται.
Και είναι άλλος από αυτόν που φαίνεται εξαιτίας της ανθρώπινης φύσης. Είναι αυτή η φύση που, καθώς ο άνθρωπος αποκτά επίγνωση των πράξεών του (βλ. π.χ. καταληκτικό στίχο στο ποίημα «Η ημιτελής συμφωνία»), καθιστά τον κόσμο διπρόσωπο. Αντιλαμβανόμενο το γεγονός, το ποιητικό υποκείμενο καταγράφει ό,τι παρατηρεί για να το σχολιάσει αμέσως μετά και να το υπονομεύσει, θέτοντάς το σε μια πιο βάση που το ίδιο θεωρεί πραγματική, αν όχι πραγματιστική (βλ. π.χ. το ποίημα «Οι πέτρες πάντα προκαλούσαν το ενδιαφέρον των πρωτευόντων θηλαστικών»).
Η συνθήκη περιπλέκεται περαιτέρω καθώς ο άνθρωπος επισκέπτεται τον κόσμο όχι μόνο από μια παροντική σκοπιά, αλλά και διαμέσου της μνήμης ή των προσδοκιών του για το μέλλον που συνήθως διαψεύδονται («τα όνειρα δεν βγάζουν κιχ καθώς σκοτώνονται», από το ποίημα «Βράδυ Ιουλίου του 1956»). Ιδίως η μνήμη μπορεί να είναι ιδιαίτερα βασανιστική, γιατί διέπεται από τυχαιότητα:
ΜΟΡΦΕΣ ΞΕΠΡΟΒΑΛΛΟΥΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΤΟΙΧΟΥΣ
Υπάρχουν μορφές που
αποκολλώνται από τοίχους
συνήθως τέλη Σεπτέμβρη
αν έχει και πανσέληνο
ακόμα ευκολότερα
Μορφές σπάνια Βιβλικές
Συνήθως της μάνας σου, του πατέρα σου
Πρόσωπα βαμμένα με τα χρώματα του πολέμου
ή με ένα απλό πρωινό μακιγιάζ
ποτέ όμως αυτά που εσύ θες
Υπάρχουν βέβαια και οι απαλές στιγμές. Η απαλότητα δεν διαπνέει τον κόσμο, όμως αποτελεί μια παραμυθητική όψη του, δυστυχώς μία μόνο από τις πολλές που διαθέτει:
ΨΙΘΥΡΙΣΜΟΙ (ΚΟΛΛΑΖ ΗΧΩΝ), απόσπασμα
Τα φύλλα του ευκάλυπτου
ή το φουστάνι σου στον αέρα
Το γουργουρητό της Μπέλας
όταν ξαπλώνει στο στήθος σου
Η ηχώ όταν περπατάς
σε σπίτια με άδεια δωμάτια
και μιλάς
από μέσα σου
Από την άλλη, δεν είναι μόνο ο άνθρωπος. Και η θεότητα έχει μια σκοτεινή πλευρά («Η σκιά των κλαδιών/ της Ελιάς στον τοίχο/ Απεικονίζει μια το πρόσωπο/ του Χριστού και μια ενός Λύκου», από το ποίημα «Η αναψηλάφηση μιας υπόθεσης σχεδόν ξεχασμένης» ή «Ο άγιος ξέρει/ του διαβάζει παραμύθια/ που στάζουν αίμα» από το ποίημα «Λυπάμαι μόνο που δεν ανταλλάξαμε ποιήματα») – και πώς αλλιώς, αφού είμαστε πλασμένοι κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση;
Σε κάθε περίπτωση, ο Θεός είναι ανεξιχνίαστος: «Δεν υπάρχουν θεϊκοί στίχοι,/ ο Θεός δεν είναι ανεμούριο να δείχνει» (ποίημα «Το φιλί που δεν ξεχνάς ποτέ»), αν δεν είναι κάτι το παγωμένο, κάτι το απολιθωμένο που υπήρξε σαν αλήθεια κάποτε, όμως πλέον έχει γίνει κάτι που χάνεται: «Έξω από την πόρτα, λιώνει/ ένας παγωμένος Θεός» (ποίημα «Η πόρτα). Ακόμη και τα καλύτερα έργα Του έχουν γειωθεί: «Στην απέναντι νεόδμητη πολυκατοικία/ ένας Άγγελος μαζεύει τα πιάτα/ απ’ το τραπέζι του πέμπτου ορόφου» (ποίημα «Ψάχνοντας τον χαμένο χρόνο») ή έχουν πλήρως εξανθρωπιστεί με ό,τι αυτό συνεπάγεται («Ντυμένος αστροναύτης/ Στην αυλή μου/ Με πλήρη εξάρτηση, λευκός/ Σαν άγγελος ή σαν τον πάγο», ποίημα «Ένας αστροναύτης ξαφνικά προσγειώθηκε στην αυλή μου»).
Το μόνο που μπορεί να σώσει τον κόσμο είναι ο έρωτας:
Αδιάγνωστη νόσος
το τέλος της ημέρας
Η πτώση του Φαέθωνα
και του άρματος
[…]
Κι όμως μ’ ένα μόνο φιλί σου
θα μπορούσα
να δραπετεύσω από το ποίημα
(«Περιμένω κάθε βράδυ να επιστρέψεις απ’ τη δουλειά επιτέλους να ησυχάσω, να μου δώσεις μια να δραπετεύσω»),
αν και ο έρωτας μπορεί να γίνει ξένος κι αυτός («Ο έρωτας παλίμψηστος πάπυρος/ μα έχει χαθεί η οικειότητα», ποίημα «Δύο κεριά από κλειστά παράθυρα με τραβηγμένες κουρτίνες ένα κυριακάτικο βράδυ»).
Από τεχνικής πλευράς, ο υπερρεαλισμός δεν είναι τόσο προφανής σε αυτή τη συλλογή, όπως σε παλαιότερες του Αλεξόπουλου (βλ. όμως π.χ. ποίημα «Ο ναρκισσισμός είναι που πάντα σκοτώνει την avant-garde») όμως η διακειμενικότητα βρίσκεται εδώ στα καλύτερά της: Πότε είναι πρόδηλη, όπως στο ποίημα «Διαβάζοντας το ποίημα της Rosa Alcalá “You and the Raw Bullets”» και πότε συγκαλυμμένη, όπως στα ποιήματα «Αγοραπωλησίες τοις μετρητοίς», όπου υπάρχει ένας διάλογος με το ποίημα «Ο τρελός άνεμος Αγίρ» του Μίλτου Σαχτούρη, και «Τα πέλματα», όπου ο διάλογος αφορά το ποίημα «Η τρυφερότητα των άκρων» του Γιώργου Ευσταθίου.
Τη γενικότερη διάθεση υπονόμευσης και αυτοαναίρεσης που έχει διαπιστωθεί και στις προηγούμενες συλλογές του Αλεξόπουλου υπογραμμίζουν οι μακροσκελέστατοι τίτλοι των περισσότερων ποιημάτων, ένα στοιχείο που δείχνει ότι ο ποιητής δεν παίρνει τον εαυτό του στα σοβαρά. Ευτυχώς, γιατί έτσι καταφέρνει να γράφει ποίηση που δεν σταματά να εντυπωσιάζει.
Χριστίνα Λιναρδάκη