Η πείνα που μονάχα οι ιστορίες τη χορταίνουν (για τις «Ιστορίες από ένα περασμένο μέλλον» του Μιχάλη Μακρόπουλου)
Χριστίνα Λιναρδάκη

«Ιστορίες από ένα περασμένο μέλλον» (εκδ. Κίχλη, 2022) τιτλοφορείται η πρόσφατη συλλογή διηγημάτων του Μιχάλη Μακρόπουλου και η σκέψη αναπόφευκτα σταματά στη λέξη «περασμένο». Την επιλογή της δικαιολογούν οι ιστορίες που διαδραματίζονται στα δυστοπικά και ανοίκεια περιβάλλοντα του βιβλίου, εντός των οποίων όμως πυροδοτούνται οι εξαιρετικά οικείες αντιδράσεις των ανθρώπων που τα κατοικούν. Υπό την έννοια λοιπόν της ανθρώπινης συνθήκης, που μένει αναλλοίωτη παρά τη ριζική μεταβολή του περιβάλλοντος ή της περίστασης όπου βρίσκεται, το μέλλον γίνεται έως έναν βαθμό αναγνωσμένο και αναμενόμενο, άρα «περασμένο». Αλλά εδώ ακριβώς κρύβεται η μεγαλύτερη δυστοπία του βιβλίου: ενδόμυχα, όλοι περιμένουμε πως η ανθρωπότητα κάποια στιγμή θα κάνει την υπέρβαση, θα φέρει την έκπληξη, εκείνη τη σπίθα ή την πυρκαγιά που θα την οδηγήσουν σε ένα καλύτερο μέλλον. Όμως ο Μακρόπουλος με τις ιστορίες του μας λέει πως το μέλλον είναι απλά μια επανάληψη λαθών, βασάνων και εγκλημάτων – υπάρχει άραγε κάτι πιο ζοφερό από αυτό;

Εννέα είναι όλα κι όλα τα διηγήματα της συλλογής και η αίσθηση ή οι εικόνες που μένουν στον νου του αναγνώστη είναι καθηλωτικές: κόκκαλα που προβάλλουν από το ανορεξικό η το λιμοκτονημένο κορμί, η μοναξιά που σκάβει βαθιά στη σκέψη και την ψυχή, η ερήμωση, η ερειπωμένη ή εγκαταλελειμμένη γη, η εγκαρτέρηση των κάθε είδους βιασμών που μπορεί να υποστεί  το ανθρώπινο σώμα, η απώλεια της γλώσσας που γίνεται αιτία δημιουργίας νέων παραδοχών για την πραγματικότητα, η απανθρωποποίηση σε συνθήκες ενίοτε πολυανθρωπίας, η ανάγκη του «μαζί», ο ψυχαναγκασμός της διορθωμένης εικόνας. Όλα βρίσκονται εδώ, ανατομημένα με κοφτερό νυστέρι.

Το πρώτο διήγημα, «Συνφούντ», διαδραματίζεται εν τω μέσω ενός αδιευκρίνιστου πολέμου. Ένα ζευγάρι προσπαθεί να επιβιώσει σε μια παραλία με τα δελτία φαγητού που μοιράζει το κράτος – το ψάρεμα απαγορεύεται και το μόνο είδος τροφής που υπάρχει σε επάρκεια είναι το «Συνφούντ». Η κοπέλα, κάποια στιγμή που αρρωσταίνει ο άντρας, πιάνει δουλειά σαν διαλογέας σε ένα από τα εργοστάσια παρασκευής της συνθετικής τροφής. Η διαλογή γίνεται σε κομμάτια κρέας από τα οποία έχει αφαιρεθεί το αίμα και τα ευρήματα μένουν ενίοτε στον διαλογέα: κάποιο νόμισμα, ένα ρολόι. Δεν θέλει πολύ να καταλάβει ο αναγνώστης ότι το κρέας προέρχεται από ανθρώπινα μέλη. Αυτά είναι η βάση για το πλούσιο σε πρωτεΐνες Συνφούντ· οι άνθρωποι έχουν γίνει, εν αγνοία τους, κανίβαλοι. Ωστόσο αυτό μάλλον δεν είναι το χειρότερο που τους έχει συμβεί: η εξιστόρηση των απλών, καθημερινών γεγονότων μάς κάνει να καταλάβουμε ότι υπάρχει ένα καθεστώς απολυταρχικό που φιμώνει, τιμωρεί και στερεί όποια ελευθερία μπορεί σήμερα να θεωρηθεί αυτονόητη, την ίδια στιγμή που οι άνθρωποι έχουν χάσει την ικανότητα να σχετίζονται και αρκούνται μόνο στην παρουσία ενός –οποιουδήποτε– άλλου.

Το τέταρτο διήγημα, «Ο πλανήτης με τους δύο ήλιους» σκιαγραφεί έναν θανατηφόρο κόσμο που συντηρείται για χάρη της εξαγωγής βαλλαρδίου, ενός ορυκτού που χρησιμοποιείται στην τεχνολογία για την τιθάσευση του χωροχρόνου, αλλά και της συλλογής μιας ψυχοτρόπου ουσίας, της «κέφε» (κάτι αντίστοιχο με το «σόμα» του Άλντους Χάξλει στον Έναν θαυμαστό, καινούργιο κόσμο). Παρά το φανταχτερό περιτύλιγμα του εξωπραγματικού πλανήτη με το αμείλικτο φως, το διήγημα στην πραγματικότητα διαπραγματεύεται τις έννοιες της ορφάνιας, της εγκατάλειψης, της εκμετάλλευσης, των αδιεξόδων που οδηγούν σε φαύλες κυκλικές πορείες.

Το έκτο διήγημα, «Σφαίρες», μιλά για ένα αγόρι που διακινδυνεύει τη ζωή του κάθε νύχτα προκειμένου να γλύψει και να μαζέψει λίγο νερό που τρέχει μέσα από έναν τοίχο. Και διακινδυνεύει επειδή ό,τι κυκλοφορεί στους δρόμους, μέρα ή νύχτα, είναι θανάσιμα επικίνδυνο. Άλλωστε, δεν έχει τη δυνατότητα να συνεννοηθεί αφού, από τη γλώσσα των γονιών του, του έχει απομείνει μία μόνο λέξη: το όνομά του. Σε αυτή τη λέξη προσπαθεί να χωρέσει όλα του τα συναισθήματα: με αυτή δηλώνει τον φόβο του, την απορία, ακόμα και την τρυφερότητα. Την τελευταία τη νιώθει απέναντι στο άγνωστο πλάσμα με τα μεγάλα μάτια, το οποίο μαζεύει από τον δρόμο, ένα πλάσμα που λειτουργεί σαν συντροφιά ή ίσως και προέκταση του εαυτού του. Έτσι τουλάχιστον δεν είναι μόνο του απέναντι στον κόσμο, έχει το πλάσμα· είναι οι δυο τους και η λέξη του, μαζί και ένα εκκρεμές του Νεύτωνα με σφαίρες, το οποίο δίνει στη ζωή τους την αίσθηση της κανονικότητας που έχει χαθεί από οπουδήποτε αλλού.

Καθένα από τα διηγήματα του βιβλίου (στάθηκα ενδεικτικά σε τρία, άλλοι θα σταθούν αλλού, επίτηδες δεν άγγιξα το τελευταίο και μεγαλύτερο σε έκταση όπου πιστεύω πως θα σταθούν όλοι) χτίζει με αξιοσημείωτο τρόπο έναν ολόδικό του κόσμο που δεν μοιάζει με τίποτα γνωστό μας, κατοικείται όμως από ανθρώπινα πλάσματα τα οποία μαστίζονται από τα ίδια πάθη με μας, έχουν τα ίδια ελαττώματα, κάνουν τα ίδια λάθη, αλλά δεν οδηγούνται σχεδόν ποτέ στην κάθαρση ή την εξιλέωση, επειδή απλά δεν είναι εφικτές.

Αυτό το οποίο ο Μακρόπουλος μας παρουσιάζει σαν γεγονός μάς αναγκάζει να κοιτάξουμε τον κόσμο στον οποίο γεννηθήκαμε με μεγαλύτερη συμπάθεια: αν μη τι άλλο, εδώ υπάρχει ακόμα καλοσύνη και η απανθρωπιά δεν είναι το κεντρικό μοτίβο. Πιθανόν μάλιστα να προλαβαίνουμε ακόμη να φτιάξουμε ένα καλύτερο μέλλον.

Χριστίνα Λιναρδάκη

Περισσοτερα αρθρα