Η Καρακατσού και οι δράκοι είναι ένα παραδοσιακό λαϊκό παραμύθι – παραδοσιακό, με την έννοια ότι περιέχει αγαπημένα μοτίβα φολκλόρ που έρχονται από τα παραδοσιακά παραμύθια, όπως ο αγώνας μεταξύ πριγκίπων-αδερφών, η κατάρα, το φυλαχτό, τα μάγια, η δοκιμασία. Και, φυσικά, το υπόβαθρο στο οποίο πλέκεται το παραμύθι είναι επίσης παρδοσιακό και αιώνιο, αφού αφορά την αγάπη ανάμεσα σε έναν καλό, ευγενή άντρα και μια μαγεμένη γυναίκα.
Η Καρακατσού λοιπόν είναι η γυναίκα-πέρδικα την οποία φτάνει με τη σαΐτα του ο μικρότερος γιος του βασιλιά που, υπακούοντας στη βούληση του τελευταίου, ρίχνει τη σαΐτα – όπως τα αδέρφια του – για να βρει τη γυναίκα της ζωής του. Δυστυχώς όμως η σαΐτα βρίσκει μια γυναίκα που τη βαραίνει μια κατάρα: όσο είναι μέσα στο σπίτι να έχει την κανονική της μορφή, εκείνη μιας όμορφης, νέας γυναίκας, και, όποτε βγαίνει από αυτό, να γίνεται πέρδικα.
Ωστόσο ο νεαρός πρίγκιπας ερωτεύεται την Καρακατσού, η οποία πέρα από την κατάρα έχει και την ατυχία να είναι μέλος μιας οικογένειας δράκων, οπότε για να σώσει τη ζωή του – στο σπίτι της, αλλά και όταν το σκάνε μαζί και τους καταδιώκουν ο πατέρας και τα αδέρφια της – αφήνεται να τον μεταμορφώσει εκείνη διαδοχικά σε χρυσό χτενάκι, σε ιτιά, σε συκιά και σε λίμνη,.
Εντέλει οι δύο νέοι φτάνουν στο σπίτι του πρίγκιπα – όμως τώρα η Καρακατσού δεν είναι πια όμορφη, γιατί ο πατέρας την καταράστηκε να γίνει άσχημη για να την τιμωρήσει που το ‘σκασε… Ο ευγενής νέος μας, ακλόνητος πάντως, της δηλώνει ότι την έχει πια αγαπήσει και δεν πρόκειται να την αφήσει, ακόμη κι αν δεν είναι πια όμορφη, όπως τη γνώρισε. Και οι μέρες περνούν.
Όλοι, κυρίως η βασίλισσα μητέρα του, τρώγεται να δει τη νέα της νύφη. Αφού ο γιος της αρνείται να της την παρουσιάσει, εκείνη επινοεί διάφορες δοκιμασίες, στις οποίες η Καρακατσού αντεπεξέρχεται με τη βοήθεια κάποιων μαγεμένων καρπών που της είχε αφήσει η συγχωρεμένη μάνα της και τους οποίους πρόλαβε να πάρει πριν φύγει από το σπίτι της, αλλά και εξαιτίας της αγάπης των αδερφών της που τελικά εγκαταλείπουν κι αυτοί τον παράλογο, αφόρητο πατέρα.
Το τέλος, όπως αρμόζει σε ένα παραδοσιακό παραμύθι, είναι χαρούμενο: η κοπέλα ξαναγίνεται όμορφη και, μαζί και με τα αδέρφια της που έχουν έρθει να τη βρουν, «ζήσαν’ αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα».
Τα παραμύθια αυτού του είδους βρίθουν συμβολισμών. Με λαϊκή σοφία μιλούν για ένα σωρό πράγματα, όπως την υπακοή των παιδιών στους γονείς και ιδίως στον πατέρα, την εγκατάλειψη στη μοίρα που τους τυχαίνει σαν στάση ζωής, αλλά και το σθένος της πραγματικής αγάπης και τη δύναμη του έρωτα, χάρις στα οποία μπορεί να ξεπεραστεί οποιοδήποτε εμπόδιο.
Επιπλέον, το παραμύθι έχει εκείνη την αχλή, την ιδιαίτερη δηλαδή και μοναδική ατμόσφαιρα που μόνο τα παραδοσιακά παραμύθια δημιουργούν, η οποία προκαλείται από τον μυστηριώδη κόσμο στον οποίο εισαγάγουν τον μικρό αναγνώστη, το γεμάτο σύμβολα στόρι τους και τις αξίες που μεταδίδουν.
Σπάνια απαντάμε στις μέρες μας τέτοια παραμύθια – προσωπικά έχω να διαβάσω κάτι παρόμοιο από τότε που είχα δικά μου βιβλία με παραμύθια, σαν παιδί. Τα γεμάτα φρεσκάδα σχέδια της Λίας Φωτιάδου φέρνουν την ιστορία στην εποχή μας και οι επιλογές του Βαγγέλη Γονιδάκη στην πλοκή της ιστορίας μας θυμίζουν τη μακρά ιστορία των παραμυθιών που δημιουργεί ακόμη και στις μέρες μας ένα σπουδαίο αποτέλεσμα με ωραίο απόηχο.
Αρκεί να διαβαστεί η ιστορία για αυτό που είναι, ένα παραμύθι που απηχεί βαθιά ριζωμένες παραδόσεις των λαών της Ευρώπης (και άλλων ηπείρων), παραβλέποντας ότι κάποια κλισέ τα έχουμε στις μέρες μας αποκηρύξει επειδή προάγουν τον σεξισμό, την ξενοφοβία κ.ο.κ.
Νομίζω ότι μόνο στα συν θα ήταν ένα τέτοιο βιβλίο στη βιβλιοθήκη κάθε παιδιού, αν μη τι άλλο, για την ιδιαίτερη ατμόσφαιρά του και μόνο.