Η ενοχή που δεν τελειώνει: Σώμα, μνήμη και κληρονομιά στην “Κλίμακα Μπόγκαρτ” της Μαρίας Φακίνου (ISBN 978-618-5267-57-5)
Πωλλέτα Ψυχογυιοπούλου

Η νουβέλα Κλίμακα Μπόγκαρτ της Μαρίας Φακίνου (Αντίποδες, 2022) συνιστά μια από τις πιο διεισδυτικές και βαθιά ανθρώπινες λογοτεχνικές αποτυπώσεις της ενοχής, της μνήμης και της διαγενεακής βίας στη σύγχρονη ελληνική πρόζα. Πρόκειται για ένα κείμενο όπου η ατομική εμπειρία συναντά τη συλλογική Ιστορία, όπου το σώμα γίνεται φορέας της μνήμης και η οικογένεια ο τόπος όπου εγγράφεται και μεταβιβάζεται το τραύμα.

Η Φακίνου δεν αφηγείται απλώς μια ιστορία πατέρα–κόρης. Στήνει ένα υπαρξιακό τοπίο όπου η μνήμη δεν είναι παρελθόν αλλά παρόν που επιστρέφει, επιμένει, εγγράφεται. Η νουβέλα λειτουργεί ως σιωπηλός μονόλογος, ένας εσωτερικός λαβύρινθος όπου ο ήρωας προσπαθεί να συλλάβει εκείνο που δεν λέγεται, να σταθεί απέναντι σε αυτό που επί χρόνια απέφευγε. Στο πλαίσιο της θεωρίας του τραύματος, όπως έχουν αναπτύξει οι Caruth (1996) και LaCapra (2001), το τραύμα δεν αναπαρίσταται ως συμπαγές γεγονός αλλά ως επαναφορά, ως κομμάτια μνήμης που αναδύονται χωρίς προειδοποίηση. Κάτι ως τώρα θαμμένο —και γι’ αυτό ζωντανό.

Η επιλογή του δεύτερου προσώπου «εσύ» είναι καθοριστική. Ο αφηγητής δεν μπορεί να μιλήσει ως «εγώ» γιατί η παραδοχή θα ισοδυναμούσε με κατάρρευση. Το «εσύ» λειτουργεί ως επιφάνεια καθρέφτη, ως απόσταση ασφαλείας ανάμεσα στο υποκείμενο και στο βλέμμα του. Το «εσύ» είναι μια προσπάθεια να παρακολουθήσει κανείς τον εαυτό του από μακριά, σαν να επιθεωρεί ένα ξένο πρόσωπο: ένας τρόπος να μπορεί να πει, χωρίς να αναλάβει πλήρως το τι λέει. Αυτό το «εσύ» έχει και ηθικό βάρος. Είναι ο τρόπος με τον οποίο ο ήρωας στέκεται απέναντι στον εαυτό του, γνωρίζοντας ότι όσα έχουν γίνει δεν μπορούν να αναιρεθούν. Η γλώσσα, εδώ, δεν περιγράφει· αποκαλύπτει.

Στο κέντρο του κειμένου βρίσκεται το σώμα —και το σώμα της κόρης και το σώμα του πατέρα. Η καθημερινότητα της οικογένειας λειτουργεί ως σκηνή εξουσίας. Η βία δεν ξεκινά από το χαστούκι: «…και μόλις της άνοιξες, εκείνη αναψοκοκκινισμένη, στον τέταρτο με τα σκαλιά, με μάτια να λάμπουν απ’ όσα είχε δει, όσα είχε κάνει, ύψωσε το χέρι και της άστραψες ένα δυνατό χαστούκι, την άρπαξες απ’ τα μαλλιά και την έσυρες μέσα, η γυναίκα σου φώναζε, η κόρη σου φώναζε, εσύ…» (σ.51) αλλά από την υποτίμηση, την επίβλεψη, τη διόρθωση της τροφής, του βάρους, των συνηθειών. Όπως διαβάζουμε στη χαρακτηριστική σκηνή: «Η κόρη σου σκαρφαλωμένη στο πατάρι, εσύ από κάτω κρατάς τη σκάλα… κοιτάς τις χοντρές γάμπες της, τους μηρούς που τρεμουλιάζουν, την κοιλιά που εξέχει κάτω απ’ το μπλουζάκι, εσύ ψηλός, αθλητικός, εκείνη ζυμάρι μαλακό. Πώς βγήκε από μένα τέτοιο παιδί; Όλο να τρώει, να τρώει…» (σ.46). Εδώ η Φακίνου δεν περιγράφει απλώς ένα στιγμιότυπο. Δείχνει τη στιγμή όπου η αγάπη υπονομεύεται και διαβρώνεται από την εξουσία. Το χαστούκι είναι η κορύφωση μιας βίας που προϋπήρχε στη σιωπή. Από τη στιγμή εκείνη, η σχέση παύει να είναι σχέση φροντίδας και γίνεται σχέση κατοχής

Η φωτογραφία του πατέρα με τη στολή, το κράνος και το περιβραχιόνιο (σ.56) δεν εκπλήσσει κανέναν. Η μητέρα το γνώριζε. Η κόρη το γνώριζε. Η κοινωνία επίσης. Η αποκάλυψη δεν είναι αποκάλυψη — είναι επιβεβαίωση. Ο πατέρας υπηρέτησε σε τόπους όπου η εξουσία μετατρεπόταν σε βασανισμό. Δεν ζητά συγχώρεση· ούτε και η κόρη προσφέρει. Η κάθαρση δεν έρχεται. Αντίθετα, η νουβέλα επιμένει στην παρουσία της μνήμης χωρίς λύτρωση. Η κόρη βρίσκει μια νέα ηθική ταυτότητα, μακριά από τον πατέρα, αλλά με το ίχνος του μέσα της. Ο πατέρας μένει μόνος με το «εσύ» του, καθρέφτης που δεν θρυμματίζεται αλλά και δεν αναπαύει.

Η κόρη, η Ζωή, αποχωρεί. Δεν φεύγει για να ξεχάσει — φεύγει για να επιβιώσει. Σε ένα νησί του βορειοανατολικού Αιγαίου, ανάμεσα σε πρόσφυγες, σε ανθρώπους που διέσχισαν σύνορα ζωής και θανάτου, η Ζωή επανεφευρίσκει τον εαυτό της. Εκεί όπου ο πατέρας συμμετείχε στην άσκηση εξουσίας που αφαιρεί ζωές, εκείνη προσπαθεί να τις διασώσει. Η φροντίδα γίνεται όχι άρνηση αλλά αντίλογος προς το παρελθόν της.

Η απόφασή της να μην αποκτήσει παιδιά είναι βαθιά συγκινητική: «δικά της παιδιά δεν έκανε, όχι επειδή δεν ήθελε αλλά από φόβο μην περάσει το κακό στο αίμα τους…» (σ.53). Εδώ η κληρονομιά της βίας γίνεται σχεδόν βιολογική. Η ενοχή μετατρέπεται σε γενεαλογική σκιά.

Ο πατέρας, όταν συνειδητοποιεί την απόσταση, την ανεπανόρθωτη απώλεια, μένει με τη φράση «Δεν είσαι η μόνη» (σ.62). Η  ενοχή του δεν είναι ατομική.  Είναι κοινωνική, συλλογική, εθνική. Οι βασανιστές δεν ήταν λίγοι. Και ο πατέρας το γνωρίζει.  Οι σκηνές της καθημερινότητας, όπως τα παλιά κουτάκια  με τη χειρόγραφη επιγραφή «Πάσχα ’86»  (σ.64)  σύρουν μια ψευδαίσθηση κανονικότητας που έχει από καιρό διαλυθεί. Η άρνηση αποδοχής της αλήθειας τον οδηγεί στη φράση-καταφύγιο «Εγώ έκανα το καθήκον μου και τίποτε άλλο» (σ.66). Η δικαιολογία αυτή, ωστόσο, αντί να τον προστατεύει, τον παγιδεύει. Η μητέρα είναι σιωπηλή μορφή. Βυθισμένη στο ποτό, στην αθυμία, ενσαρκώνει την πλευρά της συνενοχής που δεν μιλά, δεν αντιστέκεται, αλλά ανέχεται. Η θεία Μάρω, αντίθετα, γίνεται μια ήσυχη και αθόρυβη αντιστάθμιση: η παρουσία εκείνη που δεν σώζει μεγαλόφωνα, αλλά στηρίζει αθόρυβα. Οι γυναίκες, εδώ, δεν είναι παρατηρήτριες — είναι οι αόρατες εργάτριες της επιβίωσης.

Εξαιρετικό σύμβολο αποτελεί η βαλίτσα με τον διπλό πάτο. Όπως η μνήμη, έτσι και η βαλίτσα έχει στρώσεις. Κάτι κρύβεται εκεί, πάντα κοντά στην επιφάνεια, αλλά ποτέ πραγματικά εκτεθειμένο. Η κόρη σκέφτεται σε επίπεδα. Τίποτε δεν είναι μόνο αυτό που φαίνεται.

Η Κλίμακα Μπόγκαρτ, τέλος, λειτουργεί ως κεντρική μεταφορά: μια προσπάθεια ποσοτικοποίησης της ενοχής — ένα εργαλείο αυτο-επιτήρησης που όμως αποτυγχάνει. Η ενοχή δεν μετριέται. Δεν βαθμολογείται. Είναι τρόπος ύπαρξης μέσα στον χρόνο. Ο πατέρας προσπαθεί να αποτιμήσει, να δικαιολογηθεί, να συγκρατήσει κάπως το βάρος της μνήμης. Όμως η κλίμακα καταρρέει· και η κατάρρευσή της είναι η ηθική δικαίωση της νουβέλας.

Η Φακίνου δεν οδηγεί σε κάθαρση. Ούτε σε λύτρωση. Προσφέρει συνείδηση — την πιο δύσκολη, την πιο ώριμη μορφή αντιμετώπισης της μνήμης. Η κόρη δεν επιστρέφει· αλλά δεν διαγράφει. Ο πατέρας δεν εξομολογείται· αλλά βλέπει. Η ζωή συνεχίζεται· αλλά όχι όπως πριν. Η λογοτεχνία, εδώ, δεν κλείνει πληγές — τις δείχνει ώστε να μάθουμε πώς να ζούμε μαζί τους.

 

 

Βιβλιογραφία

Caruth, C. (1996). Unclaimed Experience: Trauma, Narrative, and History. Baltimore: Johns Hopkins University Press.

Ελευθεράτος, Δ. (2019). Το Εγχειρίδιο της Ενοχής. Αθήνα: Νεφέλη.

Φακίνου, Μ. (2022). Κλίμακα Μπόγκαρτ. Αθήνα: Εκδόσεις Αντίποδες.

LaCapra, D. (2001). Writing History, Writing Trauma. Baltimore: Johns Hopkins University Press.

Σφυρίδης, Π. (2021). Η λογοτεχνία της μεταπολίτευσης και το τραύμα. Ο Αναγνώστης.

Χατζηγεωργίου, Ν. (2020). Η μνήμη ως αφήγηση στη σύγχρονη ελληνική πρόζα. Πόρφυρας, τεύχ. 172.

Περισσοτερα αρθρα