Η αθέατη όψη της θεότητας (για τη συλλογή «Η χαμένη θεά» της Άννας Γρίβα)
Χριστίνα Λιναρδάκη

Όλοι αναμασάμε την πεποίθηση πως η πραγματικότητα έχει πολλές ερμηνείες –και ο μύθος ίσως περισσότερες – αλλά πόσοι από εμάς έχουν την τόλμη να προσφέρουν κάποια από αυτές, ιδίως κάποια που να πηγαίνει εντελώς κόντρα στην κυρίαρχη αφήγηση, και μάλιστα στα ιερότερα και τα οσιότερά της; Η Άννα Γρίβα σε αυτή τη συλλογή της (Χαμένη θεά, εκδόσεις Μελάνι 2023) το τολμά. Και το πραγματοποιεί διαβάζοντας τα πρόσωπα από μια νέα, αιρετική οπτική και διερευνώντας τα πρωταρχικά αίτια των πραγμάτων.

Πού ψάχνει λοιπόν τη χαμένη θεά της η Γρίβα; Μα, μέσα στο πεδίο του χριστιανισμού: στους πρωταγωνιστές του, στα θαύματα και τα μυστήρια, τα συμβάντα, τα άτομα που προηγήθηκαν αλλά και εκείνα που ακολούθησαν στο πλαίσιό του. Όλα όμως εδώ ερμηνεύονται από διαφορετική σκοπιά, με μια σκοτεινή χροιά που θα μπορούσε να έλκει από τη σκοτεινιά του ρομαντισμού, την υπερφυσική εκείνη άλω του σκοταδιού της ύπαρξης που εμφιλοχωρεί στα πάντα.

Το κρίνο ήταν μαύρο.
Ο άγγελος φορούσε μια βαριά πανοπλία.
Αναγγελία πολέμου έμοιαζε ο λόγος του.

Πεδίο της μάχης ο εαυτός της.

(από το ποίημα «Η Μαρία και το κρίνο»)

Αυτοί είναι οι εναρκτήριοι στίχοι του πρώτου ποιήματος της συλλογής και είναι χαρακτηριστικοί του ύφους αλλά και της αντεστραμμένης ματιάς που ρίχνει η ποιήτρια στις παραδομένες αφηγήσεις. Η Παναγία λοιπόν παρουσιάζεται ευάλωτη, τρωτή, ανθρώπινη. Μία άνθρωπος μέσα στο άφατο μυστήριο στο οποίο κλήθηκε να παίξει πρωτεύοντα ρόλο, έναν ρόλο που την κάνει «να αναρωτιέται ποια είναι» αλλά και να αναστοχάζεται για την ανθρώπινη φύση: «μία φορά πληγή ο άνθρωπος/ χίλιες φορές πληγή ο θεός» (ποίημα «Το γάλα»).

Αντιλαμβάνεται επομένως ο αναγνώστης από νωρίς ότι η συλλογή δεν χωράει σε μια απλή ερμηνεία από τη σκοπιά του φύλου, που εδώ μοιάζει φτωχή και περιοριστική. Η Γρίβα σε καμία περίπτωση δεν μιλάει μόνο για τη θηλυκή πλευρά των πραγμάτων, αναστοχάζεται και για τη θεϊκή τους, αλλά και για τη φύση του ανθρώπου γενικότερα. Δεν διστάζει μάλιστα να αποδομήσει το θεϊκό, φέρνοντάς το στο γήινο μέτρο. Επομένως, τα ζητήματα που θίγει αναγκαστικά ανάγονται σε σφαίρες διαφορετικής, δυσθεώρητης τάξης – αυτό από μόνο του προκαλεί ανατριχίλα και δέος στον αναγνώστη. Πόσο μάλλον καθώς, κατά τις επισκέψεις της παράδοσης, η ποιήτρια καταλήγει σε απροσδόκητα συμπεράσματα και δίνει πρωτόγνωρες (αιρετικές) ερμηνείες.

Ενδεικτικό της ματιάς της είναι το ποίημα για τη μητέρα της Παναγίας, την Άννα. Η αγία (από την οποία πήρε το όνομά της και η ποιήτρια) συνήθως παριστάνεται γριά, με μόνο τον Ντα Βίντσι να την αναπαριστά με «χείλη δροσερά/ παρειές που αστράφτουν/ μια δίχως τέλος εφηβεία/ μάνα της μάνας εξάλλου/ – πώς αλλιώς; -/ αιώνια μητέρα αγέραστη». Να η πρώτη ανατροπή. Εδώ όμως τραβά επίσης την προσοχή η εναλλακτική θέαση που προσφέρουν οι στίχοι «δίχως έλεος πηγαινέλα/ μεταξύ αρχής και τέλους»: μιλώντας για την καρκινική γραφή του ονόματος, η ποιήτρια μας «επιβάλει» μια διερώτηση για την ίδια τη φύση της αιωνιότητας, την οποία η αγία Άννα κέρδισε με την εσαεί μνημόνευσή της ως μητέρα της Παναγίας. Στην εναλλακτική θεώρηση των πραγμάτων που προσφέρει η Γρίβα, η αιωνιότητα αντί για μακαρισμός, γίνεται βάσανο, ίσως ακόμη και μαρτύριο.

Στη χαμένη θεά, η ποιήτρια στέκεται συστηματικά στις βιβλικές ιστορίες, απαλλάσσοντάς τις από τις δογματικές ερμηνείες και δοξασίες που τις βαραίνουν. Μέσα από τη ματιά της, οι ιστορίες και τα πρόσωπα ανανεώνονται ενώ συγχρόνως γίνονται προσιτά. Το ποίημα «Επιστολή προς τη Μαρία» μιλά ξανά για την Παναγία. Τώρα όμως την παρουσιάζει μέσα σε ένα καθημερινό πλαίσιο, αποδομώντας την ιερότητα της στιγμής του ευαγγελισμού:

Αγαπημένη μου Μαρία
απ’ τον καιρό της νιότης σου πολλά έχουν αλλάξει
αν λες πως είδες άγγελο σου δίνουν φάρμακα

– είναι αρρώστιες οι επουράνιες πτήσεις

(από το ποίημα )

Με ειρωνεία και αναπλαισίωσή του στη σύγχρονη εποχή, το θαύμα του ευαγγελισμού απογυμνώνεται, παραχωρώντας τη θέση του σε μια πραγματιστική ερμηνεία. Και είναι σε τέτοια παραδείγματα που βλέπουμε τον θρίαμβο της τέχνης, τον τρόπο που έχει να μας παραδίδει όψεις της πραγματικότητας με τρόπο που ποτέ ίσως δεν θα φτάναμε να σκεφτούμε.

Όμως σε αυτό το ποίημα, την «Επιστολή προς τη Μαρία» βλέπουμε και την πρόθεση ή το σκεπτικό της συλλογής: Όχι, δεν είναι ο ευαγγελισμός ούτε η γέννηση του Ιησού ο λόγος που η χαμένη θεά είναι η Παναγία. Ο λόγος βρίσκεται στον πόνο που ένιωσε σαν μάνα για τον μονάκριβο γιο της. Αυτός την εξαγνίζει και την κάνει βασίλισσα των πάντων. Για αυτόν τον λόγο τής επιστρέφει τη θεϊκότητά της και η Γρίβα παρακάτω στο ποίημα: επειδή, δοξάζοντάς την, ο πόνος της μάνας που χάνει το παιδί της, που χάνει τον λόγο να ζει, έμεινε εμβληματικός μέσα στους αιώνες. Με αυτό τον τρόπο γίνεται η θεά όλων: σαν διαρκής υπενθύμιση του πόνου που οι γυναίκες έχουν για δομικό τους στοιχείο και για άλλο υφάδι της ύπαρξής τους. Σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, που καμία άλλη ύπαρξη δεν μπορεί να τον οικειοποιηθεί για τον εαυτό της: «διέσωσες τον πόνο των γυναικών/ τη μόνη κραταιά/ τη μόνη άπαρτη χώρα του κόσμου».

Ωστόσο η συλλογή δεν συζητά μόνο το θηλυκό πρόσωπο της θεότητας. Στο πέμπτο ποίημα εμφανίζεται ο Ιησούς. Όχι βέβαια σαν θεός. Σαν κάποιος που ήρθε σε αυτό τον κόσμο ανάμεσα στους ανθρώπους και που, παρ’ ότι όμοιός τους στην όψη, είναι μόνος – σχεδόν ένας εξόριστος. Στο ποίημα «Στην έρημο», τον παρακολουθούμε να ακούει τη φωνή του πειρασμού αλλά να μην της δίνει σημασία, επειδή είναι απορροφημένος στο όραμα του παιδικού εαυτού του που τον νιώθει να πεθαίνει μέσα του. Ο Ιησούς στη συλλογή γίνεται αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε εντελώς ανθρώπινους όρους, με αδυναμίες και ατέλειες, χωρίς βέβαια να απεμπολεί τις θεϊκές του δυνάμεις, μόνο που αυτές απωθούνται σε δεύτερο πλάνο και δεν κυριαρχούν. Τι μένει λοιπόν από τη διττή του υπόσταση; Εκείνο το σκέλος της που γοητεύτηκε από τον κόσμο, που θέλησε να τον γευτεί, που βασανίστηκε στη διαδικασία. Ένας Ιησούς προσιτός, ευαίσθητος και ονειροπόλος, όπως κάθε άνθρωπος.

Δύο θαύματά του γίνονται η θύρα επιστροφής στο θηλυκό στοιχείο στη συνέχεια της συλλογής. Πρόκειται για τον γάμο στην Κανά και τη θεραπεία του δαιμονισμένου, που εδώ είναι γυναίκα. Το πρώτο το παρακολουθούμε μέσα από τα μάτια της νύφης του γάμου και το δεύτερο μιλά ξανά κυρίως για τον Ιησού που τώρα παρουσιάζεται να διακατέχεται από περιέργεια: «μόνο να μάθει ήθελε/ από ποια ρωγμή/ εισβάλλει η τρέλα» για να ανοίξει μια ίδια στον εαυτό του και να αφήσει το σκοτάδι να τον θηρεύσει, να κατανοήσει έτσι την ανθρώπινη φύση. Το ποίημα τελειώνει με τη δαιμονισμένη να γίνεται alter ego του: «είναι η Μεσσίας/ διασώζει τον τρόμο/ τον ιερό μας καρπό» (ποίημα «Της δαιμονισμένης») και θυμίζω την αρχική μου παρατήρηση για τη σκοτεινιά που ρίχνει τη σκιά της στη συλλογή και συνείρει τον πόθο των ρομαντικών να βιώσουν την ελευθερία που κρύβεται στις σκοτεινές γωνίες της ύπαρξης.

Και φυσικά ο Ιούδας, σκοτεινή φιγούρα και αυτός, δεν θα μπορούσε να λείπει από τη συλλογή. Στη μορφή του είναι αφιερωμένα δύο ποιήματα, τα «Ιούδας» και «Επιστολή προς τον Ιούδα». Ωστόσο, ουδόλως εμφανίζεται σε αυτά σαν προδότης. Αντιθέτως, παρουσιάζεται σαν κάποιος που μπούχτισε από τη ματαιότητα των φωτισμένων διδασκαλιών ανά τους αιώνες («μέχρι που είδε μπροστά του/ ο Ιούδας/ όλους τους δασκάλους/ να διδάσκουν ματαίως/ το φως») και θέλησε να διασώσει τον ύστατο κήρυκα αλλά και τον κόσμο, όντας στην πραγματικότητα ένας «ήρωας τραγικός/ καθρέφτης του ανθρώπου».

Προς το τέλος του βιβλίου υπάρχει μια ενότητα όπου η ποιήτρια επισκέπτεται άλλες μορφές που προηγήθηκαν και ακολούθησαν τον Ιησού: μεταξύ αυτών, την Τερέζα της Άβιλα, την Ελοΐζα και τον Αβελάρδο, τον Φραγκίσκο και την Κλάρα, τον Τζορντάνο Μπρούνο. Οι μεταγενέστερες αυτές μορφές έχουν όλες να κάνουν με την αίρεση και την παράβαση – ή την υπέρβαση, όπως στην περίπτωση της Τερέζας της Άβιλα. Ο Τζορντάνο Μπρούνο παραδόθηκε στην πυρά από την Ιερά Εξέταση το 1600 επειδή επέμενε στη θεωρία του για ένα άπειρο σύμπαν, θεωρία που υπονόμευε όσα πρέσβευε η εκκλησία: τα στενά όρια, τη μετρημένη ζωή που ήθελε για τους πιστούς της. Η Γρίβα μας θυμίζει πως η ζωή και η ευτυχία είναι αλλού: βρίσκονται στην εξερεύνηση και στην ανακάλυψη, στο σπρώξιμο των ορίων, στην αναίρεσή τους. Γι’ αυτό και η Κλάρα δεν συγκινείται από την τέλεια θυσία και τις πληγές του Φραγκίσκου. Τα θεωρεί άσκοπα και παροτρύνει τον άγιο να παραδοθεί στην αίσθηση της ζωής, ακυρώνοντας ουσιαστικά το νόημα της μαρτυρικής του αυτοθυσίας. Όσο για τον Μπρούνο, αφού στηλιτεύει τα στενά όρια, τα μετρημένα, αρθρώνει τη βεβαιότητα πως θα συνεχίζουν πάντα να έρχονται στον κόσμο άνθρωποι που θα τα καταργούν και που, όσες Ιερές Εξετάσεις κάθε μορφής κι αν υποφέρουν, θα οδηγούν την ανθρωπότητα στην πρόοδο. Μέσα από το σκοτάδι που επιστράτευσε η Γρίβα, το φως και η αισιοδοξία βρίσκουν τον τρόπο να λάμψουν.

Η συλλογή κλείνει με το ποίημα «Ο Ιησούς και η χαμένη θεά», όπου εδώ η θεά ταυτίζεται με τη ζωογόνο δύναμη, τη μήτρα που χώρεσε το αχώρετο, τη μητέρα του θεού αλλά και όλων των θνητών, μια αρχέγονη χορδή που δημιούργησε τον σύμπαντα κόσμο. Αυτή έχει την πρωτοκαθεδρία της θεότητας:

Μα εκείνος άνοιγε τα μάτια του
κι έβλεπε μπρος του
ολάνθιστα τα στήθη της
να ρέουν χρυσάφι κι άστρα
κι ο κόλπος της ν’ αστράφτει
πάνω απ’ όλες τις πηγές
ως ποταμός
ως θάλασσα
και μέσα στον βυθό
οι άνθρωποι
οι τολμηροί κι ακούραστοι

κολυμβητές.

Κι ας μην λατρεύεται τόσο εκείνη, ας παραμένει αθέατη. Εκείνη είναι η πραγματική, καίτοι κρυφή (άρα χαμένη), θεά των πάντων. Ο εμβληματικός της πόνος θυμίζει σε όλους τι σημαίνει να είσαι γυναίκα, τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος. Δεν θα περιμέναμε τίποτα λιγότερο από τη θεά μας ούτε τίποτα περισσότερο από την αγκαλιά και τον κόλπο της, μέσα στον οποίο πλέουμε πάντα «τολμηροί κι ακούραστοι», γιατί είμαστε φτιαγμένοι από την ίδια με κείνη ουσία – όπως υπογραμμίζει στην εξαιρετική αυτή, αιρετική συλλογή της η Άννα Γρίβα.

Χριστίνα Λιναρδάκη

Περισσοτερα αρθρα