Την περασμένη εβδομάδα, είδαμε ένα παραμύθι για τη διαφορετικότητα: τη Mικρή μουντζούρα. Στην Αγκαλιά που ψήλωνε, θίγεται το ίδιο ζήτημα, αλλά με διαφορετικό τρόπο.
Η Αλίκη είναι ένα κοριτσάκι αρκετά πιο κοντό από τα παιδιά της ηλικίας της, που, όπως συχνά συμβαίνει με κάθε παιδί το οποίο διαφέρει σε κάτι από τα υπόλοιπα, μπαίνει στο στόχαστρο κάποιων συμμαθητών της από άλλη τάξη που την κοροϊδεύουν. Είναι κάτι που τη στενοχωρεί, ενώ την ίδια στιγμή την απασχολεί κι ένα άλλο μυστήριο: εκείνο των χάρτινων χρυσών αστεριών που βρίσκει στο θρανίο της κάθε μέρα.
Με αφορμή αυτά τα αστέρια, ένα μεσημέρι γυρίζει στο σπίτι από το σχολείο και συζητά με τη γιαγιά της γενικά για τα αστέρια και το φεγγάρι. Η Αλίκη εξομολογείται στη γιαγιά της ότι μερικές φορές νιώθει σαν το φεγγάρι, όχι επειδή είναι μόνη της, αλλά επειδή κανείς δεν μπορεί να τη βοηθήσει να ψηλώσει. Πόσο θα ήθελε να ήταν όπως η ομώνυμή της ηρωίδα στη Χώρα των Θαυμάτων, που άλλαζε το μέγεθός της ανάλογα με το τι έτρωγε και έπινε! Είναι όμως εκεί η γιαγιά για να τη καθησυχάσει, λέγοντάς της τρυφερά πως «κάποια παιδιά γεννιούνται και παραμένουν έτσι, σε μικρό μέγεθος, για να μπορούμε πάντα να τα παίρνουμε εύκολα στην αγκαλιά μας». Μια γιαγιά μπορεί μερικές φορές να βάλει ευκολότερα τα πράγματα σε μια γλυκιά οπτική…
Καθώς η συζήτηση γυρίζει ξανά στα αστέρια που βρίσκει καθημερινά στο θρανίο της η Αλίκη, η γιαγιά αποφασίζει να πάει εκείνη στο σχολείο στη θέση της εγγονής της για να λύσει το μυστήριο. Και όντως πηγαίνει. Όταν γυρίζει σπίτι, λέει στην Αλίκη: «είδα ποια παιδιά σε κοροϊδεύουν, πρέπει να είναι τα ίδια που κορόιδευαν κι εμένα». «Κι εσύ τι τους είπες;», ρωτάει η Αλίκη θυμωμένη που εκείνα τα παιδιά κορόιδεψαν μέχρι και τη γιαγιά της. «Τίποτα!», απαντάει σοφά η γιαγιά, «δε χρειάζεται να λες πάντα κάτι σε όσους σε κοροϊδεύουν». Μια εξαιρετική συμβουλή, που είναι καλό να εφαρμόζουμε όλοι.
Όταν η Αλίκη επιστρέφει και πάλι στο σχολείο της την άλλη μέρα, οι συμμαθητές της τρέχουν να την αγκαλιάσουν, φωνάζοντάς της «μας έλειψες» και τη γεμίζουν χρυσά αστέρια! «Κι ήταν σαν να έφαγε ή να ήπιε το μαγικό εκείνο συστατικό της Αλίκης και να ψήλωσε, ένιωσε να ψηλώνει και να φτάνει μέχρι τ’ αστέρια και ήταν τόσο μαγική αυτή η αγκαλιά τους που ψήλωνε κι αυτή μαζί της». Είναι η αποδοχή και η αγάπη των άλλων και η αγκαλιά τους που μας κάνει να παίρνουμε πόντους!
Το υπέροχο αυτό, ζεστό βιβλίο είναι μια ιστορία ενσυναίσθησης που πραγματικά αξίζει να διαβαστεί «σε μια τάξη, σε ένα σπίτι, σε ένα δάσος ή ακόμα και σ’ έναν καθρέφτη μπροστά», όπως αναγράφεται στο οπισθόφυλλο. Ο συγγραφέας του, Μάριος Μάζαρης, γνωστός στα social media (απ’ όπου δίνει ιδέες σε γονείς και εκπαιδευτικούς) ως @Schoolmarius, δάσκαλος στο επάγγελμα, δηλώνει στο βιογραφικό του πως αγαπά τις ιστορίες και όχι τα παραμύθια, γιατί οι ιστορίες περικλείουν τις αλήθειες των ανθρώπων. Έτσι μας έδωσε αυτή την αληθινή ιστορία μιας παλιάς μαθήτριάς του, την οποία η εικονογράφος Άρτεμις Πρόβου ανέδειξε με τρυφερότητα και αγάπη. Είναι μια ιστορία που τον είχε με έναν τρόπο στοιχειώσει και αποφάσισε να την αφηγηθεί για να βοηθήσει κι άλλα παιδιά.
Είναι προφανές ότι η συγκεκριμένη ιστορία δεν θίγει μόνο ζητήματα διαφορετικότητας και αυτοεκτίμησης, αλλά μιλά και για τη ζεστασιά της φιλίας, όπως και για την πολύτιμη τρυφερότητα της γιαγιάς και του παππού προς τα εγγόνια. Τελικά η αποδοχή και η αγκαλιά των άλλων, η ανθρωπιά και το νοιάξιμό τους είναι οι πυξίδες που μας δείχνουν τη θέση μας στη ζωή και στον κόσμο…
Οι ιστορίες που πραγματικά εμπνέουν και περιέχουν καλοσύνη, που ζεσταίνουν την καρδιά και μας κάνουν να δούμε τον κόσμο διαφορετικά πρέπει οπωσδήποτε να διαδίδονται, έτσι αυτό το βιβλίο το θα δωρίσω σίγουρα σε παιδιά φίλων μου (για να το διαβάσουν με την ευκαιρία και οι ίδιοι), τώρα που πλησιάζουν οι γιορτές. Μια καλή ιστορία είναι κάτι το υπέροχο, μια καλή ιστορία γενναιοδωρίας και αγάπης όμως, στην εποχή μας είναι απλά ανεκτίμητη.
Χριστίνα Λιναρδάκη