Γοβάκια που πληγώνουν τα πόδια (για το βιβλίο «Γοβάκια από πάγο» της Λίλιας Τσούβα)
Χριστίνα Λιναρδάκη

Τα γοβάκια από πάγο της Λίλιας Τσούβα (εκδόσεις Κουκκίδα, 2024) δεν περιλαμβάνουν απλώς διηγήματα που, με μυθοπλαστική διάθεση, προσπαθούν να ανασυνθέσουν τις πραγματικές ιστορίες έντεκα γυναικών οι οποίες ουδέποτε φόρεσαν τα γυάλινα γοβάκια της Σταχτοπούτας ούτε είχαν παραμυθένια ζωή. Είναι έντεκα αιχμηρά καρφιά με θέμα άβολο, αφού περιγράφουν την αδικία που έχει υποστεί η γυναίκα ανά τις εποχές, μιλώντας για γυναικείες μορφές που είχαν την τόλμη  και τη θέληση να βγουν έξω από το πλαίσιο στο οποίο προσπάθησε να τις περιχαρακώσει η εποχή τους.

Κατά κανόνα το πλήρωσαν – σε κάποιες περιπτώσεις πολύ ακριβά – αν και μερικές φορές αναδείχθηκαν νικηφόρες, κάνοντας χρήση «όπλων» τους, όπως η ομορφιά, η φιλοτεχνία ή η σοφία: θα το δούμε αναλυτικά παρακάτω. Πάντως, αντιστάθηκαν γιατί, μέσα στους αιώνες, η γυναίκα – εκείνη που κομίζει τη ζωή στον κόσμο και που αποτελεί τη συνεκτική ουσία του – συστηματικά θεωρήθηκε  κάτι κατώτερο από άνθρωποˑ σίγουρα υποδεέστερη του άντρα, που εμφανιζόταν πάντα ως κύριος και αφέντης της από όποια σκοπιά κι αν την προσέγγιζε: του πατέρα, του αδελφού, του συζύγου, του επιβήτορα, του ξένου.

Σπαρακτικές λοιπόν οι ιστορίες κάποιων γυναικών όπως εκείνη της Υπατίας (διήγημα «Η αφέγγαρη νύχτα»), «μιας δασκάλας, μιας επιστήμονα» που το πλήθος τη σκότωσε αφού τη βασάνισε φριχτά: «Τη χτυπούσαν αλύπητα, στο πρόσωπο, στο γυμνό σώμα. Έμπηγαν νύχια και αγκάθια στο δέρμα της. Το αίμα πετάχτηκε χείμαρρος. Το κορμί έγειρε άτσαλα, λυγίζοντας από πόνο. Την έσυραν ύστερα μέσα στην εκκλησία. Το σώμα της έγδερναν με κοφτερά όστρακα. Τη σάρκα έσκαβαν να φτάσουν μέχρι τα κόκαλα. Τη διαμέλισαν. Τα κομμάτια της φωτιά άναψαν αργότερα και τα έκαψαν». Στη μανία και το μένος του πλήθους βλέπουμε συγκεντρωμένη όλη την προκατάληψη και το μίσος που νιώθουν όσοι θεωρούν τον εαυτό τους αλάθητο ή σπουδαίο και βλέπουν κάποιον να ορθώνει το ανάστημά του εναντίον τους. Πόσο μάλλον μια γυναίκα!

Μα βασανιστήρια μήπως δεν αναγκάστηκε να υπομείνει και η Σόρτζενερ Τρουθ σε όλη τη διάρκεια της ζωής της; Μαστιγώματα και βιασμούς, στέρηση των παιδιών της. Μια σκλάβα με ολλανδική προφορά και σκούρο δέρμα. Εκείνη που κατόρθωσε, αφού δραπέτευσε προς την ελευθερία, να ρωτήσει «Δεν είμαι εγώ γυναίκα;» σε μια πύρινη ομιλία στο Συνέδριο για τα Δικαιώματα των Γυναικών στο Οχάιο, το 1851 (διήγημα «Δεν είμαι εγώ γυναίκα;».

Με τον όνειδο και τον κοινωνικό στιγματισμό ήρθε αντιμέτωπη η σοφή Ασπασία (διήγημα «Με το μέτωπο τ’ ουρανού και τους γλουτούς του ονείρου»), γυναίκα του Περικλή που, επειδή ήταν μέτοικος, θεωρήθηκε άθεη και πόρνη, και το παιδί που απέκτησε με τον Περικλή νόθο. Σύρθηκε έτσι σε δίκη με κίνδυνο να θανατωθεί, στην οποία αθωώθηκε… Μετά τον θάνατο του Περικλή όμως, η Ασπασία τέλειωσε τη ζωή της «στις μισοσκότεινες αίθουσες ενός πορνείου». Η ζήλεια των άλλων «ανήθικη εταίρα την ονόμασε. [Την] περίφημη σχολή της, στην οποία σύχναζαν όλοι οι διανοούμενοι της εποχής, σπίτι του έρωτα». Και κάτω από το βάρος τούτης της κακοήθειας τής έμελλε να τελειώσει τη ζωή της.

Δεν είναι βέβαια όλα τα διηγήματα τόσο τραγικά. Αλλού οι γυναίκες νικούν εξαρχής, όπως η Ιουδήθ που με την ομορφιά της θόλωσε το μυαλό του Ολοφέρνη (του στρατηγού του Ναβουχοδονόσορα) και κατάφερε να του πάρει το κεφάλι, αποτρέποντας έτσι τη λεηλασία της Ιουδαίας: οι πολιορκητές της, μόλις είδαν το κεφάλι του στρατηγού τους να κρέμεται από τα τείχη της πόλης, τράπηκαν σε φυγή. Ή η μοναχή Ροσβίτα η οποία, σε μια εποχή που η Καθολική Εκκλησία αποκήρυσσε ό,τι θεωρούσε παγανιστικό, μέσα σε αυτά και τις θεατρικές παραστάσεις, ήταν η πρώτη που «άρχισε να συγγράφει θεατρικά έργα. Μία γυναίκα. Μία μοναχή. Η πρώτη ποιήτρια που συνειδητά θέλησε ν’ αλλάξει την εικόνα της γυναίκας στη λογοτεχνία», όπως γράφει η Τσούβα.

Με γλαφυρότητα, εξαιρετική εικονοποιΐα, θαυμαστό αποτέλεσμα από πλευράς ρεαλιστικότητας, η Τσούβα υφαίνει τις ιστορίες τους τόσο ξεκάθαρα σαν να ήταν κι η ίδια εκεί, προκαλώντας θαυμασμό για τη δεξιοτεχνία της. Προφανώς έκανε εκτεταμένη έρευνα, όπως μαρτυρά και η εκτενής βιβλιογραφία στο τέλος του βιβλίου.

Όλες οι γυναίκες για τις οποίες μιλάει στα Γοβάκια από πάγο η Τσούβα (γοβάκια που ασφαλώς πλήγωναν τα πόδια τους και τις πονούσαν, αλλά που λιώνουν με την έλευση του καλοκαιριού, όπως το θέλει η συγγραφέας στο τελευταίο, ομότιτλο με το βιβλίο, διήγημά της) άφησαν το αποτύπωμά τους στην εξέλιξη του κόσμου και συνέβαλαν στη σημερινή του μορφή. Ήταν χαρισματικές, πρωτοπόρες, τολμηρές, όμορφες και σοφές. Ασχολήθηκαν με την πολιτική, τη χαρτογραφία, τον πόλεμο, τη γνώση και την τέχνη. Κάποιες πέτυχαν και κάποιες λοιδορήθηκαν ή κακοποιήθηκαν. Γυναίκες περασμένης εποχής; Ναι, που όμως θυμίζουν και γυναίκες σύγχρονες, καθώς η προκατάληψη καλά κρατεί μέσα στον χρόνο, αναπαράγοντας ανισότητα. Μέχρι πότε, αλήθεια; Μέχρι πότε;

 

Χριστίνα Λιναρδάκη

Περισσοτερα αρθρα