Μια γραφή που τρέμει. Αυτή είναι η πρώτη αίσθηση που αποκόμισα από τις Γόνιμες μέρες, σε συνδυασμό με μια ιδιότυπη προσέγγιση της συγγραφέα στα διάφορα λογοτεχνικά είδη. Πρόκειται σαφώς για νουβέλα, είναι όμως μόνο αυτό; Θα φανεί στην πορεία.
Στις Γόνιμες μέρες ξετυλίγεται μέσα στο μυαλό ενός ανθρώπου σε καταστολή ένας ιδιόμορφος μονόλογος: παρόλο που δεν είναι σε θέση να επικοινωνήσει το παραμικρό στους ανθρώπους που τον περιτριγυρίζουν, έχει ταυτόχρονα απόλυτη διαύγεια πνεύματος. Οι σκέψεις του από πρακτικής φύσεως του τύπου «τι ακριβώς συνέβη, πού είναι οι άλλοι, ποιοι είναι εδώ, πού ακριβώς βρίσκομαι», μετά τη χορήγηση ενός φαρμάκου σταδιακά αλλάζουν και από επιφανειακές περνούν σε άλλη διάσταση, αποτυπώνουν την πορεία του ήρωα στα βάθη της μνήμης και στα ξεχασμένα στοιχεία που συγκροτούν την υπόστασή του. Η αναζήτηση της μητέρας του, πρόωρα απομακρυσμένης από τη ζωή του σε μικρή ηλικία χωρίς εξηγήσεις, είναι ο κεντρικός άξονας αυτής της καταβύθισης στα έγκατα της ψυχής του, αλλά και το θεμελιώδες κίνητρο για να αντιμετωπίσει έστω και σε αυτές τις τρομακτικές συνθήκες τα σκοτάδια του μυαλού του. Και να ψάξει το φως με τον όποιο φόβο δίπλα του ως συνοδοιπόρο αντί για εχθρό.
Η αφήγηση είναι χτισμένη σε δίπολα. Πράγματα που συμβαίνουν στο αδιαπέραστο περίβλημα του μυαλού του ήρωα στέκονται απέναντι σε όσα λαμβάνουν χώρα στην εξωτερική πραγματικότητα, ο χρόνος εναλλάσσεται σε «εσωτερικό» και κατά συνέπεια αργό, και σε «ρεαλιστικό» που περιλαμβάνει τις κουβέντες και τις συμπεριφορές των άλλων. Οι σκέψεις πότε συστέλλονται σε βαθιά μοναχικότητα και πότε διαστέλλονται για να συμπεριλάβουν την γραμμική εξέλιξη των γεγονότων λίγο πριν το ατύχημα – σημείο εκκίνησης του κειμένου, το μυαλό του ήρωα κινείται εξουθενωτικά στα άκρα. Η ατμόσφαιρα αγωνίας, τόσο υπαρξιακής όσο και ρεαλιστικής, εδραιώνεται στην αρχή της νουβέλας και θα συνοδεύει τον αναγνώστη μέχρι το τέλος ενώ πέρα από το αφηγηματικό υπόβαθρο, ενισχύεται και από μια τελικά διακεκομμένη σκέψη. Διακεκομμένη σκέψη αλλά συγκολλητική γραφή, και εκεί έγκειται κατά τη γνώμη μου η πρώτη μεγάλη νίκη της Τζούλιας Γκανάσου.
Οι θολές εικόνες ενισχύουν την αίσθηση του «εφιάλτη στο ξύπνιο», η όποια πραγματικότητα καταλήγει να αμφισβητείται τόσο από τον αναγνώστη όσο και από τον ίδιο τον αφηγητή, τα πράγματα περιπλέκονται. Λόγω του εγκλεισμού του πνεύματος στο σώμα, οι Γόνιμες μέρες είναι ένα κείμενο που τοποθετείται εξ αρχής σε ένα πλαίσιο βιαιότητας. Η λύτρωση ή η κάθαρση, ως δικαίως αναμενόμενο αποτέλεσμα, θα περιμένει τον ήρωα στο τέρμα αυτής της βαθιά ανατρεπτικής πορείας στο βάθος της ανάμνησης και της προσωπικής μυθολογίας. Λύτρωση από το βάρος των αποφάσεων που του επιβλήθηκαν και μέχρι τώρα κείτονταν στα αζήτητα των μύχιων σκέψεων, αλλά το κυριότερο, κάθαρση με την θεατρική έννοια του όρου.
Οι Γόνιμες μέρες είναι ένα θεατρικός μονόλογος σχεδόν όσο είναι και νουβέλα. Ο ήρωας μιλάει απευθυνόμενος αρχικά στον εαυτό του, όμως αρκετά γρήγορα ανοίγει έναν φανταστικό διάλογο με τους ανθρώπους που έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην ζωή του ξεκινώντας από τους συνεργάτες του στις παράνομες δραστηριότητες του πρόσφατου παρελθόντος και φτάνοντας στους παλιούς, τους υποθετικά ξεχασμένους, εκείνους που η ίδια του η μνήμη έσπρωξε και εγκατέλειψε στις σκιές. Η αγωνία μεγαλώνει, μια αίσθηση «κινούμενης άμμου» εδραιώνεται σταδιακά, ο άντρας πολεμάει με άηχες κραυγές το παρελθόν του και το παρόν που αδυνατεί να ελέγξει. Η σκηνή τρέμει και η Γκανάσου μετράει την δεύτερή της νίκη.
Το δίπολο «ακινησία του σώματος – υπερδραστηριότητα του πνεύματος» έχει την ύφανση του θεατρικού μονολόγου, έχει και την δύναμή του επίσης. Παράγει μια αγωνία κλεισμένη σε ένα περίγραμμα χωρίς διαφυγή και άρα χωρίς δυνατότητα αποσυμπίεσης: το περίγραμμα του σαρκίου του ήρωα. Το δωμάτιο του νοσοκομείου από ένα σημείο και μετά μετατρέπεται σε ένα παγιωμένο περίγραμμα, κανείς δεν φαίνεται να έχει ζωή έξω από αυτό: όλοι, πρωταγωνιστές και μη, ένοχοι και αθώοι, οικογένεια και απομακρυσμένοι συγγενείς, νοσηλευτικό προσωπικό και επικίνδυνες παρουσίες συναντιούνται εκεί, «κλειδώνονται» σ’ αυτόν τον περιορισμένο χώρο, αποκτούν και εδραιώνουν σκηνική παρουσία.
Η μεταφυσική, βαθιά υπαρξιακή συνάντηση του ήρωα με την ανάμνηση της μητέρας του αποδεικνύεται ο πυρήνας του έργου, μια παράμετρος γεμάτη τρυφερότητα και από τις δύο πλευρές, μια ακόμα κάθαρση, ποιητική αυτή τη φορά. Η Τζούλια Γκανάσου βρίσκει τις λέξεις για να ψηλαφήσει την συνάντηση του ήρωα με τη παρουσία-αναφορά που αποτέλεσε η μητέρα του, αποτυπώνει τα συναισθήματα και την συγκίνηση του ενήλικα πλέον, που έχει την ευκαιρία να θυμηθεί το παρελθόν της ίδιας του της ύπαρξης, του δίνει την δυνατότητα σε μια πράξη απέραντης τρυφερότητας, να αγγίξει την άυλη παρουσία της μητέρας του και στο τέλος να την αποχαιρετήσει όπως της αξίζει: με την απέραντη αγάπη που έτρεφε για εκείνη ως παιδί. Ο χρόνος που πέρασαν ο ένας χωρίς τον άλλον ακυρώθηκε, η απόσταση μηδενίστηκε, η συνάντηση έκλεισε όλες τις εγκαταλελειμμένες πληγές.
Σίγουρα, θα ψάξω στο σπίτι της πρώτης ζωής να σε βρω. Θα σταθώ στην αυλή σου, μητέρα, θα σκάψω και θα σ’ ανταμώσω στα κουτιά που θα έχουν σκουριάσει, στις μυρωδιές που θα έχω ξεχάσει, στη μηχανή που θα κάνω ξανά να πετάξει.[1]
Ιδού η τρίτη νίκη.
Δεν είναι η γραφή το πρόβλημα στις Γόνιμες μέρες, ούτε αυτή καθαυτή η ιστορία. Είναι όμως η δομή, τουλάχιστον σε κάποιες περισσότερο απαιτητικές στροφές της αφήγησης. Από ένα σημείο και μετά ο αναγνώστης κινδυνεύει να βρεθεί εγκλωβισμένος στον λαβύρινθο της ασάφειας των ορίων και της θολής πραγματικότητας που περιέχει τα γεγονότα, οι σύνδεσμοί του με την υπόθεση χαλαρώνουν, η επαφή χάνεται. Αν η δημιουργία μιας παχύρρευστης πραγματικότητας ήταν εξαρχής ο στόχος, έχει επιτευχθεί χωρίς αμφιβολία, όμως την χρεώνεται το σύνολο του κειμένου. Το στοιχείο που προσωπικά εκτίμησα περισσότερο είναι το ότι η σκέψη του ήρωα ακολουθεί σχεδόν εξαρχής ένα δρόμο με κατεύθυνση προς τα μέσα, δεν ξετυλίγεται στην επιφάνεια των πραγμάτων. Ο χρόνος και κατ’ επέκταση η ανάμνηση δεν εξαπλώνονται στον χώρο ώστε να τον καλύψουν, αντίθετα ο ήρωας και ο αναγνώστης βυθίζονται σε κάτι άγνωστο χωρίς στεγανά και χωρίς εγγυήσεις.
Ίσως τελικά η επιστροφή στα καθ’ ημάς να αποτελεί μονόδρομο. Ακόμα και τις φορές που ο μονόδρομος αμφισβητείται.
Κρις Λιβανίου
[1] Τζούλια Γκανάσου, Γόνιμες μέρες, εκδ. Γκοβόστη, Αθήνα, 2021, σελ. 137.