«..Αλλά έρχεται πάντα η τρομερή στιγμή πάνω στον δρόμο, μέσα στη μαύρη νύχτα, που μια φωνή αντηχεί και σε χτυπάει σαν κεραυνός∙ και σου αποκαλύπτει ή σου υπενθυμίζει ότι η θέληση δεν αρκεί, ότι το ταλέντο δεν αρκεί, ότι η φιλοδοξία δεν αρκεί, ότι το να έχεις καλή πένα δεν αρκεί, ότι το να έχεις διαβάσει πολύ δεν αρκεί, ότι το να είσαι διάσημος δεν αρκεί, ότι το να έχεις μεγάλη παιδεία δεν αρκεί, ότι να είσαι σοφός δεν αρκεί, ότι η στράτευση δεν αρκεί, ότι η υπομονή δεν αρκεί, ότι το να μεθάς με αμιγή ζωή δεν αρκεί, ότι το να αποσύρεσαι από τη ζωή δεν αρκεί, ότι να πιστεύεις στα όνειρά σου δεν αρκεί, ότι η ευφυία δεν αρκεί, ότι το να συγκινείσαι δεν αρκεί, ότι η στρατηγική δεν αρκεί, ότι η επικοινωνία δεν αρκεί, ότι ακόμα και το να έχεις πράγματα να πεις δεν αρκεί, ούτε και η μανιώδης δουλειά αρκεί∙ και η φωνή λέει ακόμη ότι όλα αυτά μπορούν να είναι, και είναι ασφαλώς συχνά, προϋπόθεση, πλεονέκτημα, διακριτικό γνώρισμα, δύναμη: αλλά η φωνή προσθέτει αμέσως ότι, ουσιαστικά, καμία από αυτές τις ιδιότητες δεν αρκεί όταν μιλάμε για λογοτεχνία, γιατί το να συγγράψεις απαιτεί πάντα κάτι άλλο, κάτι άλλο, κάτι άλλο. Έπειτα η φωνή σωπαίνει και σε αφήνει στη μοναξιά, πάνω στον δρόμο, με την ηχώ του κάτι άλλο, κάτι άλλο που κυλάει και φεύγει, κάτι άλλο μπροστά σου, το να συγγράψεις απαιτεί πάντοτε κάτι άλλο, μέσα σ’ αυτή τη νύχτα χωρίς βεβαιότητα χαραυγής.»
– από το μυθιστόρημα «Η πιο μυστική μνήμη των Ανθρώπων» του Μοχάμεντ Μπουγκάρ, σε μετάφραση Μ. Πατεράκη-Γαρέφη (εκδόσεις Πατάκη, 2023)
Αυτό το «κάτι άλλο» έχουν αδράξει ο ο Δημοσθένης Παπαμάρκος με το «Γκιακ», ο Κώστας Μπαρμπάτσης με τη «Λυκοχαβιά» και τελευταίος αλλά όχι ύστατος ο Ανδρέας Νικολακόπουλος με το «Σάλτο».
Με θεματολογία κυρίως βουκολική, της υπαίθρου, με απλές ιστορίες του πολέμου από το 1922, του έπους του 1940 αλλά και την μεταπολεμική Ελλάδα, και οι τρεις αυτοί νεώτεροι συγγραφείς ξεκινούν με απλή αφήγηση και χαρτογραφούν με ανεπιτήδευτη γλώσσα οξύληκτες ιστορίες οι οποίες σκιαγραφούν πόσα δυσθεώρατα μπορεί να καταπιεί τις καταστάσεις ή και να πράξει ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, όπου οι ατομικές αλλά και οι συλλογικές ειρκτές μπορεί να βρίσκονται οπουδήποτε…..
«Κάθε λέξη έχει τις συνέπειες της όπως και κάθε σιωπή» – Jean Paul Sartre.
Κάθε ιστορία έχει τους άξονες και τους πρωταγωνιστές της, άλλοτε σε σύνολο ή και κατά μόνας, τραγικές φιγούρες με κραυγή και κάποιες φορές με βροντερή σιωπή, που συνοδεύουν τον αναγνώστη για καιρό, εισχωρώντας μέσα του, με παραβολές όλης της θλίψης και της παρανόησης του κόσμου για έννοιες αμφίσημες και διφορούμενες σημασίες όπως ήρωας, λύση, απώλεια, ολοκλήρωση, δικαιοσύνη, επικράτηση, δύναμη και αδυναμία, ζωή, θάνατος.
Το έργο «Γκιάκ» του Δ. Παπαμάρκου των εκδόσεων Αντίποδες, που επανακυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη το 2020, ασχολείται κυρίως με εκείνους που πολέμησαν στα πατρογονικά εδάφη της Ιωνίας και κατόπιν διαχειρίστηκαν την επιστροφή τους, μετά το ολέθριο 1922. Το γκιάκ είναι το αίμα, ο συγγενικός δεσμός που σκεπάζει τις ζωές των ηρώων και των αντιηρώων, ένθεν κακείθεν. Με στοιχεία τοπικής διαλέκτου ρουμελιώτικου ιδιώματος (Λοκρίδα) ο Παπαμάρκου μίλησε για τα κοινότερα πράγματα (τι πιο κοινό, μετά από τόσες μάχες, από τις έννοιες αρνητικού προσήμου όπως η απώλεια, ο θάνατος, ο χαμός, το στίγμα, η καταστροφή, ο αφανισμός, το ηθικό δίκαιο και όχι μόνον), μίλησε για τις κοινότερες έννοιες, με τις κοινότερες εκφράσεις αλλά με τόσο ακατανίκητο θέλγητρο ενός λόγου που κρατά τις αισθήσεις οξύτατες και άγρυπνες. Με μια καλλιτεχνική συνθηκολογία του καθηλωτικά ωραίου έναντι της βαρβαρότητας (ό,τι και εάν είναι αυτό), με την σκηνογραφία να είναι δυνατή και τις λεπτομέρειες δουλεμένες, ξεπηδούν από τις σελίδες του έργου εικόνες, ήχοι, φωνές, άναρθρες κραυγές αλλά κυρίως εκωφαντικές σιωπές που τοποθετούν το ασυνείδητο και το ενστικτώδες στην ορμέμφυτη απαίτηση του αναγνώστη για κάθαρση, η οποία όμως ακολουθεί ολόδικούς της δρόμους που ανοίγονται σε διεξόδους και αδιέξοδα.
Το έργο «Λυκοχαβιά», του Κ. Μπαρμπάτση, εκδόσεων Κέδρος (2022) είναι βασισμένο σε παλιές δοξασίες (όπως η θρυλούμενη ιστορία, σύμφωνα με την οποία πρέπει να σκοτωθεί λύκος, να κρεμαστεί ανάποδα για να ξεραθεί το τομάρι του και όποιος το είχε, «χάβωνε» δηλαδή βούβωνε τους άλλους), αλλά και πιό σύγχρονες ιστορίες που διαδραματίστηκαν την εποχή της κατοχής και του εμφύλιου πολέμου. Σε έξι σύντομες, αλλά ζωντανές, ιστορίες ο συγγραφέας διαχειρίζεται την επιβίωση και την αποκτήνωση, το ηθικό και το ανήθικο, το λογικό και το άλογο, τη δικαιοσύνη, την ανισότητα και την αδικία, τη ζωή και το θάνατο κάτω από το μεγεθυντικό φακό της ηπειρώτικης διαλέκτου (όπου οι λέξεις αποκτούν άλλο εκτόπισμα και δύναμη περπατησιάς, χωρίς όμως να απομακρύνουν τον αναγνώστη από την επαφή του με τα δρώμενα) αλλά και την αίσθηση της διαχρονικότητος της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Συνήθως, παραμέληση του εξωτερικού σημαίνει εσωτερική ενασχόληση. Στην περίπτωση του Κ. Μπαρμπάτση, ο κανόνας αυτός καταστρατηγείται καθώς καθίσταται μαέστρος του αφηγηματικού λόγου, με απλότητα στη διαχείριση των θεμελιακών στοιχείων της εθνικής ζωής, με το τοπίο να ορίζει τα συμβάντα απλών πυρήνων που μετουσιώνονται σε ολόκληρες ιστορίες.
Το έργο «Σάλτος» του Α. Νικολακόπουλου, εκδόσεων Ίκαρος (2022), ασχολείται με τους αντιήρωες της Iστορίας, με τους ανθρώπους που πάλεψαν, προσπάθησαν αλλά καταβροχθίστηκαν από το χρόνο. Όλους αυτούς που η ρουτίνα τους κατέστησε θύματα του περιθωρίου και κανείς δεν τους υπολόγισε, παρά μόνον μέσα από συγκυριακές λοίδωρες ετικέτες και σπιλωτικούς υπαινιγμούς. Το όριο δεν ορίζεται παρά μόνον όταν χάνεται και το φυσιολογικό διαμορφώνεται όταν βαδίζει με τη λογική της φύσης και όχι με την αλαζονεία του ανθρώπου – ή και το αντίθετο. Οι 13 ιστορίες του έχουν αίσθηση, ζωή, ειλικρίνεια, πάθος και δραματικότητα. Θυμίζουν δημοτικό τραγούδι, με εσωτερικό δυναμισμό. Η αισθητική αποτίμηση της γλώσσας του, ενώ έχει μια υφέρπουσα τεχνική προσέγγιση, στο τέλος μετατρέπεται σε τεχνική ζωής, παράγοντα παραστατικότητας, με τύπους λαϊκούς, τοπία με απίστευτη γραφικότητα και επεισόδια ζωντανά που μετατρέπουν το όλο εγχείρημα σε λογοτεχνική βακχεία.
Οι τρεις αυτές αυτοτελείς συλλογές ιστοριών των παραπάνω συγγραφέων, ενώ είναι κτισμένες επάνω στην αιωνόβια αισθητική παράδοση, διατηρούν τον παλμό της γλώσσας όπου οι λέξεις «κτυπούν» συναισθηματικά με τελείως διαφορετικό τρόπο τον Έλληνα αναγνώστη. Στην εποχή του ζητουμένου της παγκοσμιοποίησης επιμένουν, μέσα από την ιδιωματική έκφραση της ντοπιολαλιάς, στην παράδοση ως δημιουργήματα που αφήνουν την ιστορία να στραφεί στη γύρω ζωή, με εικονοπλαστική δύναμη και εκφραστική δεινότητα. Οι παλαιότεροι των μεγάλων λογοτεχνών μας λειτουργούν πάντα ως τηλαυγείς δημιουργοί, όμως έχουμε έργα νεωτέρων που πραγματικά αξίζει τον κόπο να μην προσπεράσουμε.
Ανδρομάχη Καρανίκα-Δημητριάδου