Η Ιωάννα Μπουραζοπούλου στα μυθιστορήματά της τα συνδυάζει όλα: φαντασία στο έπακρο, γερά δεμένη πλοκή που δεν μπερδεύει τον αναγνώστη, περιπέτεια γεμάτη αναπάντεχες εξελίξεις, αλλά και συνεχείς προκλήσεις του νου! Ακόμη κι αν δεν είσαι οπαδός της φανταστικής λογοτεχνίας, η αφήγησή της θα σε συνεπάρει!
Η κοινωνία που στήνει αποτελεί έναν ολόκληρο αλλόκοτο κόσμο που διέπεται από δικούς του νόμους και περιορισμούς λόγω της ιδιαιτερότητάς του, ο οποίος σελίδα στη σελίδα ξεσηκώνεται από το χαρτί ορατός και ταυτόχρονα απτός μέσω των αισθήσεων που διεγείρει. Η ατμόσφαιρα του παγωμένου τόπου, με τους δικούς της κανόνες επιβίωσης, διεισδύει στον αναγνώστη και τον παρασύρει να συμμετέχει στην ιδιάζουσα καθημερινότητα του τόπου αυτού, ν’ αγωνιά με τους κινδύνους που εγκυμονεί, ν’ απορεί με τα πιστεύω που τον ορίζουν, αλλά και με το καθεστώς που έχει εφαρμοστεί από τους διοικούντες της κορυφής, με το καθετί να έχει στόχο την εκμετάλλευση των πάντων προς όφελος των ολίγων. Και ενώ η ιστορία κινείται στον χώρο του φανταστικού και του μυστηρίου, ο αναγνώστης έχει διαρκώς την αίσθηση ότι υπάρχουν ερείσματα στην πραγματική ζωή.
Η μνήμη του πάγου (εκδόσεις Καστανιώτη) είναι ο τρίτος και τελευταίος τόμος της τριλογίας του «Δράκου της Πρέσπας» που εκδόθηκε το 2023. Η τριλογία παρουσιάζει τρεις αλληλοαναιρούμενες εκδοχές για την εμφάνιση ενός τέρατος στην Μεγάλη Πρέσπα, τη λίμνη που μοιραζόμαστε τρεις μικρές χώρες, ευάλωτες σε δαιμόνια και κακοδαιμονίες : η Ελλάδα, η Βόρεια Μακεδονία και η Αλβανία. Η επέλαση του θηρίου, παρ’ όλο που κανένας ποτέ δεν το έχει δει, είναι σαρωτική, μεταβάλλει το κλίμα, την οικονομία και την πολιτική, προκαλεί καταστροφές, ξεριζωμούς και θανάτους. Καθεμία από τις τρεις αυτές χώρες αντιλαμβάνεται διαφορετικά τις εκδηλώσεις του δράκου και τις ερμηνεύει με τον δικό της τρόπο. Η οποιαδήποτε επικοινωνία μεταξύ των τριών απαγορεύεται και οι ποινές είναι βαρύτατες, μέχρι και θάνατος.
Στον τελευταίο αυτό τόμο, Η μνήμη του πάγου, παρουσιάζεται η οπτική της αλβανικής όχθης, η οποία πλήττεται από πρωτοφανή παγετό. Οι τοξότριες και οι ιέρειες της όχθης αγωνίζονται να λύσουν το αίνιγμα της στοιχειωμένης λίμνης, αγνοώντας αν αποτελούν μέρος του. Εντυπωσιακό εδώ είναι το στοιχείο ότι όλος ο πληθυσμός γύρω από την όχθη είναι θηλυκός, με πολλές από τις παραπάνω να παρουσιάζουν σχεδόν υπερφυσικές δυνάμεις και πλήρη αφοσίωση στο έργο τους.
Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι οι τρεις τόμοι διαβάζονται με οποιαδήποτε σειρά. Καθένας αποκαλύπτει έναν άλλο κόσμο δράσης και μυστηρίου, εγκλημάτων και δολοπλοκιών, ενώ φωτίζει τα λεπτά νήματα που ενώνουν τα όνειρα και τις αυταπάτες ανθρώπων και λαών, φέρνοντας εντέλει στην επιφάνεια το γεγονός ότι είναι περισσότερα αυτά που τους συνδέουν παρά εκείνα που τους χωρίζουν.
Η φαντασία της Μπουραζοπούλου απλώνεται με αριστουργηματικό τρόπο όχι μόνον στην πλοκή της ιστορίας της, αλλά και σε κάθε επιμέρους πτυχή της που είναι απαραίτητη για να γίνει στιβαρός ο μύθος (κατοικίες, συνήθειες, εργαλεία, μαγειρική, ρουχισμό κ.ά.). Ο εγκιβωτισμός των επιμέρους μύθων της χώρας, όπως και η συνομιλία του μυθιστορήματος με άλλα λογοτεχνικά έργα, γίνεται σε πλήρη αρμονία με τη ροή της πλοκής, η δε γλώσσα είναι ρέουσα και διαυγής.
Η συγγραφέας έχει πει σε συνέντευξή της ότι η συγγραφή είναι τέχνη συμμετοχική. Αυτό και προσπαθεί να πράξει στο τελείωμα του έργου της. Δηλαδή, παρ’ όλο που το στόρι της είναι γερά δομημένο και προχωράει βήμα στο βήμα προς την τελική έκβαση, εντέλει αφήνει τον αναγνώστη να κάνει τις δικές του προεκτάσεις και να δώσει, ενδεχομένως, τις δικές του εξηγήσεις, πιθανότατα δε, να κλείσει το μάτι στην ελπίδα που αχνοφαίνεται μέσα από τη δυστοπία.
«ΑΛΧΗΜΙΣΤΗΣ: Έγινα Οφθαλμός! Το πέτυχα στ’ αλήθεια! Βλέπω τον εαυτό μου στο ξεκίνημα (δείχνει τον κοιμισμένο μαθητή), να ονειρεύεται το τέλος, και τον εαυτό μου στα γεράματα, να ξαναβρίσκει την αρχή. Δεν είμαι πλέον γραμμικός, έγινα σφαίρα. Έγινα σύστημα σφαιρών, σαν τούτο που κοιτάζω (Δείχνει τον Οφθαλμό)».
Μαρία Ψωμά-Πετρίδου