Ο σημαντικός λογοτέχνης και θεατρικός συγγραφέας Θανάσης Τριαρίδης έρχεται με το νέο του ποιητικό βιβλίο να επιβεβαιώσει και να επισφραγίσει την κοσμοθεωρία του που αφορά στην υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Δεν πέρασε εξάλλου απαρατήρητη η κίνηση του, να αρνηθεί την συμπερίληψη του προηγούμενου ποιητικού του βιβλίου «Θα μας ξεπλύνει η θάλασσα», εκδ. Gutenberg, 2020, στη βραχεία λίστα των Κρατικών Βραβείων Ποίησης για το έτος 2021, καθώς όπως εξήγησε σε επιστολή του προς το Υπουργείο Πολιτισμού «Δεν υπήρχε περίπτωση να συμπεριληφθώ σε λίστα βράβευσης ενός κράτους που δολοφονεί μετανάστες κάνοντας push back – μόνο προχθές ξεβράστηκαν εφτά νεκροί άνθρωποι στην ακτή της Επάνω Σκάλας της Λέσβου».
Ο τίτλος του νέου του βιβλίου Για τους άγνωστους σφαγμένους είναι πράγματι ένα πολύ σημαντικό ποιητικό αφιέρωμα σε όλους εκείνους τους ανθρώπους που σφάχτηκαν -κυριολεκτικά και μεταφορικά- στο όνομα της ειρήνης, της συμφιλίωσης των λαών, στο όνομα της εξασφάλισης της ήρεμης και φιλικής συνύπαρξης και συμβίωσης των ανθρώπων. Ολοκαυτώματα, αφανισμοί, κτηνωδίες, θηριωδίες, γενοκτονίες, γυναικοκτονίες. Ο ποιητής κοιτά τη βάρβαρη ιστορία του ανθρώπου κατάματα, την κοιτά μέσα από τα μάτια των άγνωστων θυμάτων και των αδίκως χαμένων. Εκείνους όλους τους χωρίς όνομα, εκείνους τους άγνωστους που χάθηκαν και που κανείς δεν τους θυμάται. Παράπλευρες απώλειες ίσως, άμαχος πληθυσμός ενδεχομένως. Μαζικοποιημένες οντότητες άγνωστης ταυτότητας. Ποιος τους θυμάται να τους τιμήσει; Στα ποιήματα της πρώτης ενότητας του βιβλίου του, ο ποιητής υπεραμύνεται την άποψη του, ότι τα μνημεία πρέπει να αναγείρονται εις μνήμην όλων αυτών που σφαγιάστηκαν από τους άγνωστους στρατιώτες και όχι το αντίστροφο.
Η γλώσσα του Τριαρίδη κοφτερή. Δεν χαρίζεται σε κανέναν. Αιχμηρά κατακεραυνώνει ιθύνοντες και καρεκλοκένταυρους. Τους προσφωνεί με το όνομα τους. Παροτρύνει τον αναγνώστη να λες τους δολοφόνους με το όνομα τους / και τα δολοφονημένα θύματα επίσης (σ. 23). Όνομα έχει φυσικά και το μεγάλο κακό, αίτιο για όλα τα δεινά της ανθρωπότητας. Το λένε καπιταλισμό. Και απαριθμεί τις συνέπειες. Τις συνέπειες των πράξεων όλων εκείνων που σφαγιάσανε, δολοφονήσαν, βιάσανε, εκμεταλλεύτηκαν τον άνθρωπο για να χτίσουν τις αυτοκρατορίες τους και που πάτησαν επί πτωμάτων για να πλουτίσουν· όλοι εκείνοι, που όμως δεν έχουν καταγραφεί στα βιβλία της Ιστορίας ως σφαγείς, δολοφόνοι, βιαστές, εκμεταλλευτές, δουλέμποροι. Και ούτε θα καταγραφούν ποτέ ως τέτοιοι. Μάλλον τους γνωρίσαμε ως ήρωες και ευεργέτες, ως υπερασπιστές συνόρων και εθνικών συμφερόντων.
Σκληρά πολύ τα ποιήματα του Τριαρίδη, στοχαστικά, εμπεριέχουν μόνο αλήθειες. Βροντερή η ποιητική φωνή που καταγγέλλει. Που καταγγέλλει την ψευτιά και την υποκρισία. Βροντερό το κατηγορώ του ποιητή. Από αυτό το κατηγορώ δεν γλιτώνει φυσικά ούτε και ο εαυτός του. Με ειλικρίνεια στρέφει τα βέλη της καταγγελίας του και στον ίδιο. Και κατηγορεί τον εαυτό του για την αδράνεια του, την καλοπέραση και την επιτηδευμένη του συμπόνια. Φυσικά και συμπάσχει ο άνθρωπος με τα πάθη του συν-ανθρώπου. Συμπάσχει πιότερο όμως εκείνος που κάθεται αναπαυτικά και προστατευμένος στη θαλπωρή του σπιτικού του και παρακολουθεί εκ του ασφαλούς τα δεινά του κόσμου. Από τον καναπέ ξεκινούν όλες οι σημαντικές πράξεις αλληλεγγύης και έμπρακτης βοήθειας. Από τον καναπέ και όλες οι εξεγέρσεις. Η ειρωνεία του ποιητή σε απογείωση. Απευθύνεται στο β’ ενικό και εκμυστηρεύεται στον αναγνώστη (κι όπως καταλαβαίνεις, είναι ο λεγόμενος “βήτα ενικός δραματικής απεύθυνσης”, απευθύνομαι στον εαυτό μου, εγώ τις έχω εύκαιρες ετούτες τις καταγγελίες) (σ. 52).
Πολλά τα ποιήματα που αφιερώνει ο Τριαρίδης στην ξενόφερτη λέξη Pushbacks, που η ελληνική κυβέρνηση επί Μητσοτάκη υιοθέτησε και εφαρμόζει στα νερά του Αιγαίου και στα σύνορα του Έβρου. Και δεν είναι και λίγοι όλοι αυτοί που υποστηρίζουν αυτές τις τεχνικές εξαναγκαστικής επαναπροώθησης των προσφύγων πίσω εκεί, απ’ όπου και ξεκίνησαν· τεχνικές που επιτρέπουν σε όλους όσους συμμετέχουν στα Pushbacks να έχουν μάλιστα και το άλλοθι, ότι δεν εφάρμοσαν βία, μόνο παρεμπόδισαν την ρότα των προσφυγικών ροών προς τη χώρα μας και την ΕΕ. Μια παρεμπόδιση με άγνωστες ωστόσο και δολοφονικές πολλές φορές εκφάνσεις. Αλλά από την άλλη, πως να μιλάμε για δολοφονίες όταν δεν υπάρχουν πτώματα; αναρωτιούνται εφησυχασμένοι οι υπερασπιστές αυτής της ευφυέστατης τεχνικής εξόντωσης και αφανισμού. Χιλιάδες οι άγνωστοι πνιγμένοι, χιλιάδες οι άγνωστοι δολοφονημένοι, χιλιάδες τα άγνωστα θύματα, χιλιάδες οι άγνωστοι σφαγμένοι. Χαρακτηριστικό δείγμα γραφής το ποίημα στη σελίδα 73:
«Να τί απαντάω σε κάποιον που υποστηρίζει τα Pushbacks»
Δεν με πειράζει που σε λέω κάθαρμα
όταν μου λες
οτι τα παιδιά των πεινασμένων έχουν μικρότερη αξία
από τα δικά μας παιδιά.
Ούτε με πειράζει που
σε ξαναλέω κάθαρμα
και σε φτύνω στα μούτρα
όταν λες
πως τα παιδιά που πνίγηκαν στη θάλασσα
όταν η ακτοφυλακή τους ξανάσπρωξε στα ανοιχτά
δεν υπάρχουν διότι δεν βρέθηκαν τα κουφάρια τους,
άρα no bodies, no murders.
Με πειράζει που όταν γυρίζω στο σπίτι μου,
κι αναμετρώ τα δεδομένα της ζωής μου,
το Έψιλον 9, τις τραπεζικές κάρτες,
τα θυροτηλέφωνα με κάμερα, τις κλειδαριές ασφαλείας,
σου μοιάζω τόσο μα τόσο πολύ.
Ναι, αυτό με πειράζει:
που στο βάθος των πραγμάτων,
στην ωμή πραγματικότητα που λέμε,
είμαι κι εγώ
ένα κάθαρμα σαν κι εσένα.
Κλείνοντας θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθώ και στις άλλες δυο ενότητες του βιβλίου του Τριαρίδη, όπου με διαφορετικό ποιητικό ύφος και πιο ήπια γλώσσα, αναδεικνύει την πολυδιάστατη και πολυπρισματική του ποιητική γραφή. Στην ενότητα “Στο βάθος το Λεωφορείο έρχεται” αναφέρεται στις πολλαπλές εκδοχές μιας και μόνο στιγμής στον χρόνο, μιας ενδεχόμενης στιγμής που όμως μπορεί να είναι καθοριστικής σημασίας για την ύπαρξη και την συνύπαρξη του ανθρώπου. Και γράφει ο ποιητής κοιτώντας μια παλιά φωτογραφία Και έξαφνα πέρασε από τον νου του μια αστραπή, πως κάτι τρομερό διακυβεύονταν σε εκείνη τη φωτογραφία: πως η γυναίκα της στάσης – η μαύρη κουκκίδα, πες καλύτερα- είναι η μητέρα του την ημέρα που γνώρισε τον πατέρα του (σ. 79-80).
Στην ενότητα “Σε κάποιο μέλλον που ο ίδιος δεν θα γνωρίσει”, ο Θανάσης Τριαρίδης τελεί ένα ποιητικό μνημόσυνο στον αποθανόντα ποιητή και φίλο του Χρήστο Διαμαντή. Εδώ ο ποιητής ακολουθεί τον μοναχικό δρόμο του αποχαιρετισμού, εκείνο το εσωτερικό μονοπάτι που ακολουθεί κάθε άνθρωπος που μνημονεύει ένα αγαπημένο του πρόσωπο.
Η ποίηση του Θανάση Τριαρίδη αν μη τι άλλο είναι άξια ανάγνωσης· κι αν μπορούσαμε να συμπυκνώσουμε τον ποιητή σε μια και μόνο λέξη, η λέξη AΝΘΡΩΠΟΣ είναι κατά την ταπεινή μου άποψη η πιο ενδεδειγμένη.
* H Κατερίνα Λιάτζουρα είναι ποιήτρια και μεταφράστρια