«Φυτά εσωτερικού χώρου» της Ευαγγελίας Τάτση

Η μόνη αλήθεια της σκιάς είναι το φως που κρύβει

(«Της σκιάς»)

 

Έχουμε συνηθίσει τα φυτά εσωτερικού χώρου να ευδοκιμούν στα σπίτια, στα γραφεία, στα ξενοδοχεία και γενικά οπουδήποτε υπάρχει ανάγκη ή διάθεση καλλωπισμού. Τα φυτά εσωτερικού χώρου στη συλλογή της Ευαγγελίας Τάτση όμως ευδοκιμούν αλλιώς:

ΦΥΤΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ (απόσπασμα)

Δεν πρόκειται για κάτι αιφνίδιο

από παιδί το ‘χω

έχει φυτρώσει μέσα μου κι αναρριχάται.

[…]

Έχει ανέβει στον οισοφάγο και με πνίγει, γιατρέ.

 

Ποια μουσική σας αρέσει; με ρώτησε.

Αυτή που με κάνει να κλαίω, του απάντησα.

Όλα καλά λοιπόν, είπε ο γιατρός.

Ο πόθος είναι φυτό εσωτερικού χώρου

να κλαίτε φτάνει

για να έχει υγρασία.

 

Τα συγκεκριμένα φυτά εσωτερικού χώρου δεν χρειάζονται πότισμα ούτε λίπανση. Ευδοκιμούν πάνω στις ευφάνταστες ιδέες της ποιήτριας: το κουτσό του κόσμου που, μολονότι το κοντό του πόδι διορθώθηκε με εγχείρηση, συνεχίστηκε επειδή ξέχασαν να του αλλάξουν τα άνισα παπούτσια (ποίημα «Η πικρή ιστορία των παπουτσιών») ή η πατρίδα που είναι νησί στη μέση και Θεός γύρω-γύρω με τις αμμουδιές να γίνονται μανουάλι για τα κεριά που «ανάβουμε/ για να συγχωρεθούμε» (ποίημα «Τα μανουάλια») ή οι πραγματικότητες μέσα στις πραγματικότητες όπως η νύχτα, το τριζόνι και το ποιητικό υποκείμενο που μπαίνουν το ένα μέσα στο άλλο σαν τις όλο και πιο μικρές εσωτερικές κούκλες μιας μπάμπουσκας (ποίημα «Η νύχτα, το τριζόνι κι εγώ»).

Θεματικά, ο εγκλωβισμός είναι κυρίαρχος σε πολλά ποιήματα που όλα καταλήγουν ότι δεν υπάρχει οδός διαφυγής. Στο ποίημα «Φωτόπτερα» συντελείται μια αντιστροφή της λογικής με τρόπο ωστόσο που φαίνεται απόλυτα λογικός και στο ποίημα «Αποδημίες» τα πουλιά αποφασίζουν να ξεχειμωνιάσουν προτού φτάσουν στον τελικό τους προορισμό. Το «κάπου αλλού» όπου θα ήθελε το εκάστοτε ποιητικό υποκείμενο να πάει και προς το οποίο είχε άλλωστε ξεκινήσει, αναβάλλεται για πάντα ή ματαιώνεται:

Η ΑΠΕΙΡΗ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΗΣ ΦΥΓΗΣ

ΙΙ

Αλλού είναι εκεί που δεν είμαι.

 

Να φύγω είναι απόφαση

να φεύγω είναι το αντίθετο.

 

Ζω σ’ ένα σπίτι που οι προορισμοί

έρχονται για να μείνουν.

 

Οι αποφθεγματικές διαπιστώσεις στα ποιήματα της Τάτση είναι αποστομωτικές και σε αυτές οφείλεται μεγάλο μέρος από την έκπληξη που νιώθει ο αναγνώστης με τις κατακλείδες:

ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ (απόσπασμα)

[…] βλέπω τον ήλιο

να κόβει τις φλέβες του

και να ματώνει ο κόσμος

 

Το υπόλοιπο μέρος της έκπληξης που νιώθει ο αναγνώστης αφορά τις απροσδόκητες αλληγορίες που ζωντανεύουν τα ποιήματα με έναν τρόπο απολύτως αιφνιδιαστικό:

Η ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΟΥ ΓΚΙΩΝΗ (ΠΑΡΑΒΟΛΗ)

Οι άνθρωποι κουβαλούν ένα πουλί στον ώμο τους

ο καθένας το δικό του

ο καθένας άλλο.

 

Κανείς δεν βλέπει

εκείνο που στέκει στον ώμο του

εκτός απ’ τους λυπημένους

που κουβαλούν έναν γκιώνη

και τον ακούνε να κλαίει

 

γι’ αυτό είναι λυπημένοι

 

ο γκιώνης όμως δεν τους βλέπει

και κλαίει για πάντα που τους έχασε.

 

Ο θάνατος ή τα σχήματα λόγου που τον αφορούν απαντώνται με διάφορες μορφές μέσα στα ποιήματα. Για παράδειγμα, στο «Οι άνθρωποι περπατούν στην πλατεία Ι» το ποιητικό υποκείμενο είναι ένας πεθαμένος και στο «Μόνο οι εραστές μένουν ζωντανοί» οι εν λόγω εραστές εμφανίζονται σαν απέθαντοι (δηλαδή βρικόλακες). Συγχρόνως, η τρίτη ηλικία επίσης απασχολεί πολύ την ποιήτρια. Μάλιστα, το ποιητικό υποκείμενο εμφανίζεται να έχει μια μάνα που πάσχει από άνοια:

ΜΗΤΡΙΚΗ ΣΥΝΑΡΤΗΣΗ

ΙΙ

(Σπιτική συνταγή)

Η μάνα μου

έριχνε λίγο λίγο το μυαλό της

μέσα σε σουτζουκάκια

και λαχανοντολμάδες

 

τώρα

πρέπει εγώ να μαγειρέψω

 

με μάτια πεινασμένα

μου ζητά

το μυαλό της πίσω

 

IV

Όταν οι άνθρωποι γερνούν

μικραίνουν πολύ, πάρα πολύ

τόσο που να χωράνε στην καρδιά μας.

 

Η μητρική φιγούρα εμφανίζεται σε μια σειρά ποιημάτων. Πότε είναι η μητέρα του ποιητικού υποκειμένου και πότε κάποιου άλλου προσώπου που εμφανίζεται στα ποιήματα. Για παράδειγμα, στο ποίημα «Οι εξαφανισμένοι», η μητέρα της κυρα-Μαριάνθης «ρωτούσε τον εκφωνητή των ειδήσεων/ […] “Τίνος είσαι, παιδί μου;”» και όλοι γελούσαν μα εκείνη βούρκωνε – όχι για τα γέλια, αλλά για τη λήθη που είναι η μόνη πραγματική εξαφάνιση. Το ποίημα αυτό είναι το σημείο αναφοράς για ένα άλλο ποίημα: «Το κόκκινο παγκάκι (ακολουθία)». Στο ποίημα με τη μάνα της κυρα-Μαριάνθης οι εξαφανισμένοι συναντιώνται κάθε μέρα σε μια πλατεία με κόκκινα παγκάκια – γιατί κόκκινα; Η εξήγηση δίνεται στο «Κόκκινο παγκάκι»: Επειδή «…το παγκάκι θα ‘ναι κόκκινο/ όπως το αίμα της ανάμνησης». Εκτός από τα παγκάκια υπάρχουν βέβαια και άλλα κόκκινα αντικείμενα (έμβια ή άβια) στη συλλογή, όπως μια κόκκινη πεταλούδα στο ποίημα «Μπορεί» ή ένα κόκκινο καπέλο στο ποίημα «Της χαράς». Πάντως η «πάσα» από ένα ποίημα σε επόμενο, με το επόμενο ποίημα να λειτουργεί σαν επεξήγηση ή εμβάθυνση στο μοτίβο του πρώτου, είναι από τα πλέον αξιόλογα χαρακτηριστικά της ποίησης της Τάτση. Προσωπικά το λάτρεψα, γιατί δείχνει παίδεμα της αρχικής ιδέας και χαρίζει απαράμιλλη συνοχή στη συλλογή.

Τέλος, ποτέ κραυγαλέα, πάντοτε με ηρεμία και εσωτερικότητα, στη συλλογή εμφανίζονται διάφορα δίπολα, όπως η σκιά και το φως ή η ξηρότητα και η υγρασία. Το πρώτο από αυτά (σκιά-φως), το είδαμε στον στίχο που διάλεξα ως προμετωπίδα αυτού του σημειώματος, όμως κλείνει και τη συλλογή με το ποίημα «Στη σκιά του αλόγου». Κάνοντας αναφορά σε στίχους του Αργύρη Χιόνη για το φως, η ποιήτρια κλείνει τη συλλογή της γράφοντας:

Μα δεν μπορώ να σου δείξω

το φως που θυμάμαι

είναι δεμένο μέσα μου

κι εγώ

είμαι αυτό που λέμε

η σκιά του

 

όμως

αυτό το άγριο άλογο μπροστά σου

σε περιμένει να το στρέψεις στον ήλιο

 

η σκιά του αλόγου σου

θα με λύσει από το φως

που δεν βλέπεις.

 

Ένα άλλο κυρίαρχο δίπολο αφορά την ξηρότητα και την υγρασία. Αυτά εμφανίζονται π.χ. στο ποίημα «Διακεκαυμένη ζώνη», όπου η «υγρασία των ανθρώπων» αντιπαραβάλλεται με «την ξηρασία της ματαιότητας». Και στο ποίημα «Endless loop», η Τάτση παίζει με τις λεπτές αποχρώσεις, μιλώντας για έναν εσωτερικό κόσμο που βυθίζεται σαν χαλίκι στον ωκεανό αλλά δεν βουλιάζει ποτέ. Ο ωκεανός εμφανίζεται και στο ποίημα «Το τραγούδι των Κριλ», το οποίο κλείνει με το τρίστιχο:

στο βάθος του ωκεανού

ανεξερεύνητοι

θα μεγαλώσουμε.

 

Είχα τόσα να γράψω γι’ αυτή τη συλλογή, στην οποία προσωπικά αναγνώρισα ένα δείγμα υπέροχης σύγχρονης ποίησης, που δεν μίλησα καθόλου για τα προφανή. Η συλλογή χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο, «Κάκτοι», όπως καταλαβαίνουμε από τον τίτλο του, μιλά για αγκαθωτά πράγματα της ζωής (τα κάθε λογής αδιέξοδα, τον θάνατο, την τρίτη ηλικία) και το δεύτερο, «Πόθοι και ορχιδέες», μιλά επίσης για αγκαθωτά θέματα παρά τον τίτλο του (για ανεκπλήρωτους πόθους και τα βάσανα που συνεπάγονται, για το λίγο των θεών, τη χαρά που έχει χαθεί ανεπιστρεπτί), λειτουργεί όμως σαν μια σπουδή στο πρώτο και μια εκ νέου επίσκεψη της θεματολογίας του, δένοντας σφιχτά αυτή την πραγματικά καλή συλλογή σε ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα.

Χριστίνα Λιναρδάκη

 

Διάβασα τη συλλογή ακούγοντας σε λούπα το πιο αγαπημένο μου κομμάτι του Max Richter:

Περισσοτερα αρθρα