«Σαν μία γάζα που τραβιέται πάνω από το παρελθόν, μία φλεγόμενη κουρτίνα ανεμίζει από το ανοικτό παράθυρο εκείνου του σπιτιού την άνοιξη του ‘86. Μιας χρονιάς που τη σημαδεύουν οι φωτιές από τα λάστιχα που καπνίζουν ακόμα στους δρόμους ενός Σαντιάγο που το πνίγουν οι περιπολίες. Ενός Σαντιάγο που λίγο λίγο αρχίζει να ξυπνάει μέσα στον θόρυβο από τις άδειες κατσαρόλες που χτυπάνε και τις αστραπές των μπλακάουτ, από το κομμένο δίκτυο, τα κομμένα καλώδια που αιωρούνται στον άνεμο, τους ηλεκτρικούς σπινθήρες.
Και τότε το απόλυτο σκοτάδι, οι προβολείς ενός θωρακισμένου φορτηγού, τα σταμάτα εκεί που βρίσκεσαι μαλάκα,οι πυροβολισμοί και τα τρεχαλητά του τρόμου σαν μεταλλικές καστανιέτες που θρυμμάτιζαν τις νύχτες από τσόχα. Εκείνες τις πένθιμες νύχτες που τις στόλιζαν φωνές εκείνο το ακούραστο “πέφτει, πέφτει” και τις τόσες, μα τόσες έκτακτες ανακοινώσεις που ψιθύριζε η ραδιοφωνική ηχώ από τις εκπομπές και τα δελτία του Ράδιο Κοοπερατίβα.»
Με ένα θεατρικό άνοιγμα της αυλαίας πελιδνών εβδομάδων του πρωϊνού δέους και του νυχτερινού τρόμου ξεκινά ο Πέδρο Λεμεμπέλ και μας εισάγει στο μοναδικό του μυθιστόρημα «Φοβάμαι ταυρομάχε», προερχόμενο από 20 σελίδες σημειώσεων, γραμμένες στα τέλη της δεκαετίας του 1980.
Queer εικαστικός καλλιτέχνης, με έντονη ακτιβιστική δράση («Φοράδες της αποκάλυψης»), χρονικογράφος από τη Χιλή, στιγματισμένος, παρίας και αποσυνάγωγος από ένα κατεστημένο που δεν αντέχει τα εύστοχα λόγια του, αυτοπροσδιοριζόταν ως «φτωχός, κομμουνιστής και αδελφή», τονίζοντας ότι δεν υπήρχε τίποτε χειρότερο, καθώς «η οικογένειά μου ήταν πολύ φτωχή, τα ποντίκια ήταν τα λούτρινα κουκλάκια μου».
Ο λόγος του καθαρός, γεμάτος από έντονα γλωσσικά και υφολογικά στοιχεία της προφορικότητας, αποχρώσεις και χιλιανισμούς, με λέξεις άλλες πραγματικές, άλλες κατασκευασμένες και άλλες ανανοηματοδοτημένες, με υπονοούμενα και αμφισημίες ανταγωνίζεται το παράλογο, το φως το σκοτάδι, η ευγένεια την βαρβαρότητα και το μίσος και ο σκοταδισμός την αγάπη και μας εισάγει σε δύο παράλληλες ιστορίες.
Από την μία, η «Τρελή από Απέναντι» σε ένα ετοιμόρροπο διαμέρισμα μίας παρακμιακής συνοικίας. Στολίζει το χώρο αλλά και την καθημερινότητα της με πλουμιστά φτερά, πούπουλα, εσάρπες, καπέλα, δαντέλες, την ίδια στιγμή που οι ριπές των αναμνήσεων του παρελθόντος προσγειώνουν τον αναγνώστη σε ιδιαίτερα δύσβατα σκαλοπάτια, αποστραγγισμένες όμως από τον οίκτο και την συμπόνοια.
«…Τη φουρτουνιασμένη καρδιά της, καρδιά μικρού κολιμπρί, ορφανού από μικρούλι όταν πέθανε η μητέρα του. Τη νευρική καρδιά της, καρδιά σκίουρου φοβισμένου από τις φωνές του πατέρα, από τον ζωστήρα που σκάει στον πισινό του, τον σημαδεμένο από την αναμορφωτική λουρίδα. Έλεγε ότι θα με κάνει άντρα, ότι γι’ αυτό με έδερνε. Ότι δεν ήθελε να ζήσει μέσα στην ντροπή ούτε να τσακώνεται με τους φίλους του στο συνδικάτο που τον έκραζαν πως του είχα βγει ελαττωματικός. Αυτουνού, που ήταν τόσο άντρας, τόσο μάστορας με τις γυναίκες, τόσο γοητευτικός με τις πουτάνες, τόσο τύφλα στο μεθύσι εκείνη τη φορά που άρχισε το πασπάτεμα……. Αργότερα τα παιδιά με έδερναν και έτρεχαν μακριά θριαμβευτές με τη σοκολάτα από τη μύτη μου στις γροθιές τους.»
Κεντά αρειμανίως τραπεζομάνδηλα περίσσειας τεχνικής με πουλιά, αγγελάκια και τριαντάφυλλα χωρίς αγκάθια, για τις κυρίες της καλής κοινωνίας, σιγοτραγουδώντας μουσικές με στίχους κρυστάλλινα υπαινικτικούς που λειτουργούν ως υποστηρικτικός ιστός της πλοκής και αγκαλιάζοντας γλυκά τον αναγνώστη τον συνοδεύουν μέχρι τέλους.
«Για έναν έρωτα να δώσεις τη ζωή σου, χωρίς όμως να πεθάνεις. Αυτό είναι αγάπη, όχι αυτό που έχεις μέσα σου εσύυυυυ.
Σταμάτα τον χρόνο στους δείκτες σου, κάνε τούτη τη νύχτα αιώνια. Για να μην φύγει ποτέ από μένα, για να μην ξημερώσει ποτέ.»
Σε αυτό το σκηνικό εισβάλλει ο Κάρλος, φοιτητής, πολιτικοποιημένος, καρδιά των νυχτερινών μαζώξεων που γίνονται στο σπίτι της Τρελής. Αφήνεται και απολαμβάνει τη φροντίδα και τη φιλοξενία της, συνεπής θεατής της φωσφορίζουσας γυμνότητος των συναισθημάτων της, συμμετέχοντας σε ένα παιχνίδι αλληλο-συνύπαρξης αισθημάτων, φόβων, σκέψεων και παχύσαρκων σιωπών. Κιβώτια με βιβλία να έρχονται, να τα στολίζει η Τρελή με κεντήματα, και άλλα κιβώτια, περισσότερα κιβώτια με βιβλία και την μόνιμη επωδό : Θα σου εξηγήσω αργότερα.
«Ο Κάρλος ήταν τόσο καλός, τόσο γλυκός, τόσο ευγενικός. Κι εκείνη ήταν τόσο ερωτευμένη, τόσο αιχμάλωτη, τόσο υπνοβάτισσα από τις νύχτες τις ολόκληρες που περνούσε μιλώντας μαζί του ενόσω οι άλλοι ολοκλήρωναν τις συναντήσεις τους. Ατελείωτες ώρες σιωπής κοιτάζοντας την κούραση των ποδιών του που τα ’χε ξεχασμένα πάνω στο φούξια σατέν των μαξιλαριών. Μια βελούδινη σιωπή χάιδευε το γαλαζωπό και αξύριστο μάγουλό του. Μια σιωπή συμπαγής, μια κούραση που τον έκανε να κουτουλάει μέχρι να τον σωριάσει κάτω. Μια ληθαργική σιωπή από πούπουλα, να βαραίνει σαν μολύβι το κεφάλι του που έπεφτε, κι εκείνη σε εγρήγορση, κι εκείνη ολόκληρη μπαμπάκι, ολόκληρη μια γλύκα, να απλώνει ένα μαξιλάρι από αφρολέξ για να τον βολέψει.»
Παράλληλα, το «προεδρικό» ζεύγος ζει στο δικό του σύμπαν, ανάμεσα στο Μέγαρο και το εξοχικό στο Καχόν δελ Μάϊπο, με τον νωχελικό δικτάτορα να ζει στον κόσμο του, γεμάτο από σκευωρίες, εκφοβισμούς και σχέσεις υποταγής ή εκμετάλλευσης, με την φαντασμένη και ρηχή σύζυγο του δικτάτορα Πινοσέτ να μιλά ακατάπαυστα για τα μοντελάκια μεγάλων οίκων που θα φορέσει, τους νεποτικούς κόλακες, συστηματικά υποτιμώντας και εξευτελίζοντας το σύζυγό της.
«Μέσα σε εκείνη τη σιωπή που την έσπαγαν οι καρδερίνες άκουγε τα τύμπανα του “εμβατηρίου Ραντέτσκι”, με τα μάτια μισόκλειστα, κουνώντας το κεφάλι στον ρυθμό της βραχνής κλανιάς των κόρων καθώς εκείνα τα ρεψίματα των χάλκινων τον εξύψωναν μέχρι την έκσταση. Σε αυτή τη χιτλερική νιρβάνα, τα δελτία ειδήσεων από το ραδιόφωνο και την τηλεόραση ήταν απαγορευμένα και ακόμη περισσότερο εκείνο το ράδιο Κοοπερατίβα και το μαρξιστικό ταραράν του που είχε ξεσηκώσει σε επανάσταση όλα τα τεμπελόσκυλα τούτης της χώρας. Αυτή τη συμμορία των αριστεριστών που δεν ήθελαν να δουλέψουν και περνούσαν την ώρα τους με διαμαρτυρίες και διατάραξη της τάξης. Δεν έπαιρναν ένα μάθημα από τόσους έντιμους νέους, από τόσους εργαζόμενους που στήριζαν την κυβέρνηση. … Αυτοί ήταν έντιμοι άνθρωποι που κρατάνε ψηλά τη σημαία της πατρίδας…. Οι γενιές του μέλλοντος θα τον θυμούνταν όπως τον Ραμσή τον Β, γι’ αυτά τα κυκλώπεια έργα.»
Ο συγγραφέας με γλώσσα εξόχως ποιητική, εύστοχη, με κυματισμούς που βρίθουν λυρισμού, γλαφυρές περιγραφές αλλά και εσωτερικούς μονολόγους κάνει ξεκάθαρη την τοποθέτηση του απέναντι στην κάθε εικονοπλαστική απόπειρα των ηρώων της πρώτης ιστορίας στις αποδράσεις τους στο ατομικό ιδεώδες, είναι απτά καταγγελτικός ενάντια στη συλλογική ύπνωση της κοινωνίας ενώ με χιούμορ, καυστικότητα και ενίοτε σαρκασμό, μετατρέπει την εικόνα του δικτάτορα και της συζύγου του, σε καρικατούρες διαλογής, υπερακοντίζοντας την απόλαυση του αναγνώστη.
«Και οι λέξεις φλέβες είναι. Μέσα τους αίμα κυλάει»– Γιάννης Ρίτσος
Στο φόντο των δύο αυτών δρώμενων, η πολιτική κατάσταση της χώρας, σε αντίστιξη εικόνων και γεγονότων δίνει τον ρυθμό στο μυθιστόρημα. Ο συγγραφέας αφηγείται με γοητεία, ανατρεπτική τρυφερότητα αναμεμειγμένη με βάναυση σκληρότητα και σαφήνεια τα πολιτικά γεγονότα, οδηγώντας τον αναγνώστη σε δρόμους που αγγίζουν την σάπια δυσωδία του φόβου, την εύθραυστη ελπίδα, τα ηθικά διλήμματα, τα ανθρώπινα πάθη, τα αδιέξοδα, την χαρά των παιδιών, την ελπίδα των φτωχών, την ανάγκη για εξουσία, την ιστορία του τόπου του, την κοινωνική ανισότητα, τους ανθρώπους του περιθωρίου. Ένα ευρύ πλαίσιο ανθρώπινης σκέψης που υφαίνεται στο στημόνι της ιστορίας. Το ανθρώπινο και το ιστορικό στοιχείο συνδυάζονται, αλληλοσυμπληρώνονται και ερμηνεύονται.
«Η άνοιξη είχε έρθει στο Σαντιάγο όπως κάθε χρόνο αλλά αυτή τη φορά ερχόταν με παλλόμενα χρώματα που έβαφαν τους τοίχους με βίαια γκράφιτι και ελευθεριακά συνθήματα, με συνδικαλιστικές κινητοποιήσεις και φοιτητικές πορείες που τις διέλυαν αν ψυχρώ οι υδροφόρες της αστυνομίας. Με μια βροχή από πέτρες τα παιδιά του πανεπιστημίου αντιστέκονταν στους λιγδιάρικους πίδακες των μπάτσων. Και έβγαιναν ξανά και ξανά στην επίθεση παίρνοντας το δρόμο με τη μολότοφ τρυφερότητά τους που την άναβε η οργή. Με μια βόμβα έκοβαν το φως και όλος ο κόσμος να αγοράζει κεριά, να αποθηκεύει κεριά και άλλα κεριά για να φωτίζει δρόμους και χαντάκια, για να τροφοδοτεί με κάρβουνα τη μνήμη,για να ποδοπατάει και να σβήνει τις σπίθες της λήθης. Σαν να κατέβαζαν έναν κομήτη μέχρι η ουρά του να αγγίξει τη γη ως φόρος τιμής σε τόσους εξαφανισμένους.»
Το εξαιρετικό επίμετρο του κ. Κώστα Αθανασίου ξεναγεί τον αναγνώστη στα μικρά, σεμνά και απόκρυφα σημεία του κειμένου σε μια γλώσσα που επικοινωνεί απόλυτα τόσο με το συναίσθημα όσο και με την ιστορική πραγματικότητα. Ο αναγνώστης αφήνεται στις ξεκάθαρες τοποθετήσεις του συγγραφέα για το κάλλος, την ωραιότητα, τα ανεπούλωτα τραύματα, την μοναξιά του ανθρώπου απέναντι στο κορμί του, την ηδονοθηρία, την αγωνία μίας ευαγγελιζόμενης αλλά και ευάλωτης κάθαρσης.
«Γιατί τα δάκρυα που χύνουν οι τρελές δεν έχουν ταυτότητα, δεν έχουν χρώμα, ούτε γεύση, ούτε ποτίζουν κανέναν κήπο ψευδαισθήσεων. Τα δάκρυα που χύνει μια τρελή έρημη και εγκαταλελειμένη όπως αυτή ποτέ δεν θα έρχονταν στο φως, ποτέ δεν θα ήταν υγροί κόσμοι που στράγγιζαν μαντηλάκια μέσα από λογοτεχνικές σελίδες. Τα δάκρυα που χύνουν οι τρελές μοιάζουν πάντα προσποιητά, δάκρυα ωφελιμιστικά, λυγμοί παλιάτσων, δάκρυα πολυμήχανα, που χρησιμοποιούνται για διακόσμηση σε ανόητα συναισθήματα.»
Ανδρομάχη Καρανίκα-Δημητριάδου