Στα Εξωτικά είδη, τη νέα ποιητική συλλογή της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου, το καλοκαίρι του έρωτα δεν σταματά, αλλά προεκτείνεται στη μνήμη και αναγεννιέται πάλι με τα φτερά της φαντασίας μέσα από τόπους και εποχές πλημμυρίζοντάς την με μια φευγαλέα αίσθηση ευτυχίας, γίνεται ένα αέναο (θ)έρος. Η ποιήτρια από την πρώτη κιόλας στιγμή δηλώνει τη διάθεσή της να δραπετεύσει από το γκρίζο της πόλης που το αισθάνεται σαν φυλακή, να συναντήσει εκείνο το κομμάτι του εαυτού της που παραμένει αδάμαστο, ένα ποιητικό alter ego που βρίσκεται σε αρμονία με τη φύση και μέσα του ηχεί η μυστική φωνή όλων των πλασμάτων της. Υιοθετεί μια σχεδόν παγανιστική αντίληψη του κόσμου, όπου η αίσθηση της ελευθερίας που νιώθει ο άνθρωπος κοντά στη φύση αναδεικνύεται ως μέγιστο αγαθό.
…Θόλος αψίδα
μαγνητίζει το κορμί
μήτρα νέας Γέννας
εκεί με τα πόδια γυμνά
συνομιλώ με τον χρόνο
Στοιχεία του τόπου πτερωτά
λιβελούλες με κομψά φτερά
αλλάζουν χρώματα
όπως λογεύει ο ήλιος
στα χείλη σου
Θερινό ηλιοστάσιο είναι
Η δική μας παλίντροπος αρμονίη
Σαν το φιλί σου στο σώμα
Του ελληνικού καλοκαιριού
Απόσπασμα από το ποίημα «ΕΔΕΜ»
Η ποιήτρια μας περνάει από την άλλη πλευρά του καθρέφτη και ζωγραφίζει τον κόσμο με χρώματα από χαρμάνια εξωτικά, θυμίζοντάς μας ένα άλλο είδος ευτυχίας μακριά από τα υλικά αγαθά που γεννάει ο πολιτισμός μας, για να αντιληφθούμε ίσως το μέγεθος της αιχμαλωσίας μας, ότι το τίμημα που πληρώνουμε για να τα αποκτήσουμε είναι η ελευθερία μας.
Η απόφαση/ να αφήσω πίσω στην ομίχλη/ τους φαύλους κύκλους των δρόμων/ τους μηχανικούς κρίκους των ρολογιών/ και τα εξαρτήματα των κατοικιών,/ ήρθε, όταν κατάλαβα/ πως ήσουν πάντα εδώ
Αθόρυβα μαζί μου βηματίζεις/ το πέλμα σου είναι το πόδι μου/ ίδια ουσία ίδια καρδιά ίδιο πνεύμα/ της νύχτας, του τρόμου, της μοναξιάς,/ πλάσμα που στην αιχμαλωσία δεν ζευγαρώνει/ η τιμή και η Τιμή της άγριας φύσης, βλέπεις
Το αποφάσισα λοιπόν,/ πέταξα κάτω το ποδήλατο και πέταξα/ Άλλωστε όλα είχαν πλέον οξειδωθεί/ από το αίμα μου το άλλο
Τώρα είμαστε ελεύθερες κι οι δυο,/ κολυμπάμε και κυνηγάμε/ όπως μας ταιριάζει,/ λευκές και μυθικές/ στων φεγγαριών τις όχθες/ τις υδάτινες
Απόσπασμα από το ποίημα «PANTHERA TIGRIS ή ΛΕΥΚΗ ΓΟΝΙΔΙΑΚΗ ΜΕΤΑΛΛΑΞΗ»
Ωστόσο δεν είναι μόνο η ψυχή του ανθρώπου που πάσχει από τον σύγχρονο πολιτισμό μας, αλλά και η ίδια η φύση. Δεν είναι τυχαίο ότι η ποιήτρια ταυτίζει την ψυχή της με την ψυχή της τίγρης που είναι ένα από τα σπάνια είδη που χάνονται. Νιώθει τη μοναξιά του ζώου που ονειρεύεται τις νύχτες να κυνηγάει σε παρθένα δάση και να κολυμπάει σε λίμνες φεγγαρόφωτες, την άρνησή του να ζευγαρώσει σε συνθήκες αιχμαλωσίας.
Είναι άραγε ο έρωτας και η αγάπη λουλούδια εξωτικά που απολαμβάνει η ψυχή του ανθρώπου μόνο όταν είναι ελεύθερη και μέσα στην αιχμαλωσία μόνο τα ονειρεύεται;
Το ποίημα «Φθινοπωρινό πρελούδιο», εμπνευσμένο από τη «Σονάτα του σεληνόφωτος» του Γιάννη Ρίτσου, εκφράζει την επιθυμία για μια συνάντηση που ίσως μείνει ανεκπλήρωτη γιατί τα φύλλα θα έχουν χάσει το πράσινο χρώμα τους, το χρώμα της ελπίδας και η γη θα έχει βαφτεί με τα χρώματα του φθινοπώρου:
Νωρίς το φθινόπωρο/ μου είπες πως θα ’ρθεις,/ θα βάψω τα μαλλιά μου/ απ’ τους σπόρους του ίντιγκο,/ με λουλακί τα μάτια μου,/ τα χέρια μου με αγριολεβάντες…
Νωρίς το φθινόπωρο/ τότε που θα ’ρθεις,/ νωρίς θα ανέβει το φεγγάρι/ νωρίς θα ανάβει η νύχτα,/ φτερούγα στην φτερούγα/ θα πίνουμε νιόβγαλτο κρασί/ θα δαγκώνουμε μήλα τραγανά/ θα μιλάμε ψιθυριστά,/ μεθύσι-τριγμός στις εποχές/ για να σκανδαλίσουμε/ σε παιχνίδι κρυφτό/ το ηλιοστάσιο το χειμερινό
Στην ποίησή της όλα τα ωραία πράγματα που υπάρχουν στη ζωή εμφανίζονται για μια στιγμή και ύστερα χάνονται, φυλλορροούν σαν φθινοπωρινά φύλλα. Ο άνθρωπος έχει διαταράξει την παλίντροπο αρμονία του σύμπαντος, αυτή που εξισορροπεί αντίθετα φαινόμενα και καταστάσεις και η ομορφιά χάνεται από τον κόσμο μας…
Στο ποίημα «Lady Bird ή κατάσταση πολιορκίας», το ποιητικό υποκείμενο περνάει από διάφορες μεταμορφώσεις, γίνεται μια γυναίκα και μια άνδρας, μια ελάφι και μια λύκος, για να θυμίσει ότι όλα τα πλάσματα συνδέονται μεταξύ τους και είναι εξίσου πολύτιμα για τη διατήρηση του κύκλου της ζωής και να δείξει το ρήγμα που δημιούργησε ο άνθρωπος στον κόσμο με εκείνη την πρώτη θυσία· το αθώο αίμα που χύθηκε και ρέει ακόμα, τη διαχρονικότητα του πολέμου:
Εγώ έτρεχα, έτρεχα
μια ήμουν κοπέλα,
μια ήμουν άνδρας
Κι εγώ δίψαγα, δίψαγα
μια ήμουν ελάφι
μια λύκος
Κι εγώ πείναγα, πείναγα
μια ήμουν μάντης τυφλός
μια ο οφθαλμός
Κι εγώ έβλεπα, έβλεπα
μια ήμουν ποταμός
και μια βωμός
Μα εγώ σκόνταψα,
κι έσκυψα τον αυχένα
Μια πασχαλίτσα ladybird
στα δυο μου ακροδάχτυλα
δράκος έγινε με κόκκινη πλάτη
Ο οιωνός: 9 σπουργίτια για 9 χρόνια
Θα πολιορκείται η πόλη των ανθρώπων…
…Το 10ο έτος της πολιορκίας
συνεχίζεται για 3000 χρόνια τώρα.
Το τραύμα είναι ακόμα εδώ
Η ρωγμή χάσκει ανοιχτή
Απόσπασμα από το ποίημα «LADYBIRD ή ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ»
Η ποίησή της γίνεται ένα μάτι σφαιρικό που διατρέχει τον παρελθόντα και τον μέλλοντα χρόνο και μέσα από εξπρεσιονιστικές εικόνες και συμβολισμούς φανερώνει τους διάφορους τρόπους που επινόησαν οι εκάστοτε εξουσιαστές για να κάνουν υποχείριό τους το ανθρώπινο πνεύμα στα σχέδιά τους για κατακτήσεις και πλουτισμό. Θρησκείες που αιώνες τώρα αιματοκύλησαν τον κόσμο, υποβάθμισαν τη θέση της γυναίκας και αποξένωσαν τον άνθρωπο από το σώμα του και έσβησαν από το χάρτη τις αρχαίες θρησκείες που συνδέονταν με τη λατρεία της φύσης.
Θρησκευτικά σύμβολα περνούν μέσα από τους στίχους της σαν εκθέματα μουσειακά· ο κρίνος, το σύμβολο της αγνότητας που έστρεψε τον άνθρωπο ενάντια στο σώμα του, ο διπλός πέλεκυς που μοιάζει με το σχήμα του σταυρού υπενθυμίζει τις σταυροφορίες και το αίμα που χύθηκε στο όνομα μιας θρησκείας της αγάπης, η μπούργκα, το ένδυμα που υποδηλώνει την καταδυνάστευση της γυναίκας από τον άνδρα…
Εικόνες από γυναίκες χωρίς πρόσωπο και χωρίς γλώσσα κυκλοφορούν τώρα στο νησί της υποτροπικής ζώνης· ακούγονται οι απελπισμένες κραυγές τους, ενώ ο κόσμος μας έχει παραδοθεί σε νέους πιο ευπροσήγορους θεούς και βιώνει μια άλλου είδους πολιορκία, ενάντια στη φύση αυτή τη φορά, που ο άνθρωπος απομυζά για τις ανάγκες του τεχνολογικού πολιτισμού μας, υποθηκεύοντας το μέλλον.
Με δίχως γλώσσα πόσες φωνές/ με δίχως πρόσωπα πόσες κραυγές/ Ευπροσήγοροι, ευανάγνωστοι οι νέοι άγιοι/ κι οι θεοί βαριεστημένοι χασμουριούνται/ στα σινεμά…
Απόσπασμα από το ποίημα «ΓΥΝΑΙΚΑ»
Τώρα ένα άλλο ρήγμα χάσκει ολάνοιχτο, το κενό που υπάρχει στο βάθος της ψυχής του σύγχρονου ανθρώπου από την έλλειψη αληθινής ζωής που δημιούργησε η προσήλωσή του στα υλικά αγαθά και το κυνήγι μιας αόριστης ευτυχίας. Μέσα στη μοναξιά των μεγάλων πόλεων μάταια αναζητά τον άλλον, το δίδυμο αδελφό του, ενώ ο νάρκισσος παραμένει, από καταβολής κόσμου, το λουλούδι που συμβολίζει τον ατομικισμό και την εγωιστική αγάπη για τον εαυτό του.
…Ο δίδυμος αδερφός μου φώναζε στο λιβάδι/ «Ποιος είναι εδώ; «Ποιος είναι εκεί;/ Και ποιος έχει φύγει;»/ Και εγώ μέσα στο πηγάδι/ Έγινα πέτρα που επαναλαμβάνω τα λόγια/ των ανθρώπων/ «Είναι κανείς εκεί;»
Απόσπασμα από το ποίημα «ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΩΝ ΥΑΚΙΝΘΩΝ»
Στην ποίησή της οι μύθοι αναρριγούν και παράξενα πλάσματα, γοργόνες και μέδουσες αναπνέουν στον βυθό μιας χαμένης Ατλαντίδας, μιας πόλης όπου ο ξένος θα βρει θερμή υποδοχή, όπως φανερώνει ο τίτλος του ποιήματος «Πολυξένη» και ο ομηρικός στίχος που το προλογίζει: «Χαίρε ξείνε παρ’ άμμι φιλήσαιε» (Καλώς ήρθες ξένε, κοντά μας θα φιλοξενηθείς). Το ποίημα αναφέρεται αλληγορικά στη σημερινή πικρή πραγματικότητα και τα καράβια των προσφύγων που βουλιάζουν αβοήθητα στη Μεσόγειο και μαζί τους χάνονται τα ανθρωπιστικά ιδεώδη του πολιτισμού μας. Σε αυτή τη βυθισμένη πόλη όλα τα πλάσματα συνυπάρχουν αρμονικά, ενώ στο βυθό της «ριζώνει ένα ζωντανό αύριο», όπου η γυναίκα και ο άνδρας θα επιβαίνουν στο καράβι της ζωής, ισότιμοι «ναυβάτες».
Σε αυτό το νέο γίγνεσθαι ο χρόνος είναι ο μεγάλος ξένος και το κλειδί η ανθρώπινη ψυχή, ο τρόπος που ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τον κόσμο καθορίζει το μέλλον. Η ματιά της ποιήτριας πάει πέρα από την ιριδίζουσα διαφάνεια των πραγμάτων και φτάνει στο βάθος της ανθρώπινης ψυχής, εμφανίζει τη διάσταση μεταξύ επιθυμίας και πραγματικότητας, την ερημιά του σύγχρονου ανθρώπου. Το βλέμμα της ακολουθεί την πορεία του ήλιου προς τη δύση, γράφει: …«Η δύση στις ερήμους/ πίσω και πάνω από τις αμμοθίνες/Βασιλεύει»…
Η ποίησή της προτείνει έναν εναλλακτικό τρόπο ζωής, το είδος εκείνο της ευτυχίας που νιώθει ο άνθρωπος από την επαφή του με τη φύση για να αντιληφθεί κάποτε ότι δεν χρειάζεται να ταξιδέψει σε μέρη μακρινά για να βρει το εξωτικό, αλλά ότι το εξωτικό βρίσκεται στο ίδιο του το σπίτι, μέσα του:
Και κάποτε, αντιλαμβάνεσαι ξαφνικά
Πως δεν χρειάζεται να πας μακριά
Το εξωτικό βρίσκεται ακριβώς κάτω
Απ’ τα ακροδάχτυλα των ποδιών σου
Μόνο δέκα λεπτά δρόμος απ΄το σπίτι σου
Αρκεί να στρέψεις το βλέμμα
Και κάποτε, καθώς στρέφεις το βλέμμα
Αντιλαμβάνεσαι ξαφνικά
Πως το εξωτικό προεκτείνεται
Απ΄τα ακροδάχτυλα των ποδιών σου
Μόνο δύο λεπτά δρόμος
Στο υπόγειο μέσα στο σπίτι σου
«ΕΞΩΤ(Ο)ΙΚΟ»
Η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου ρίχνει μια καλειδοσκοπική ματιά στην ιστορία του κόσμου μας και φανερώνει τα κομβικά σημεία εκείνα που διαμόρφωσαν τις δυστοπίες της σύγχρονης πραγματικότητας και απομάκρυναν τον άνθρωπο από τον εαυτό του και τη φύση. Στην ποίησή της, η λαχτάρα της ανθρώπινης ψυχής να συναντήσει το άλλο κομμάτι της και να ερωτευτεί, ενώνεται με την κραυγή της φύσης που ψυχορραγεί. Ένα μελαγχολικό τραγούδι διατρέχει τις σελίδες της για όλα τα πολύτιμα πράγματα που χάνονται μέσα από μια αέναη ροή υπερρεαλιστικών εικόνων και συμβόλων. Οι στίχοι της στέλνουν ένα μήνυμα στον άνθρωπο, προτρέποντάς τον να ανακαλύψει πάλι το δρόμο προς την αληθινή ζωή και την ευτυχία, να ενωθεί με το εξωτικό κομμάτι της ψυχής του, να ξαναβρεί τη χαμένη αρμονία του με τη φύση· μια πρόσκληση που παραμένει πάντα ανοιχτή.
Κατερίνα Τσιτσεκλή