Από τις πρώτες σχεδόν λέξεις της αφήγησης, μια είδηση ακούγεται από την άλλη άκρη της γραμμής του τηλεφώνου: Ο Μιχαήλ σκοτώθηκε.
Στο άκουσμα της είδησης, η κεντρική ηρωίδα του βιβλίου και αφηγήτρια, η Ευγενία, παίρνει το έναυσμα να αναπλάσει μια εποχή εν τη εξελίξει της, διά της μνήμης. Ήταν τότε μόλις δεκαοχτώ χρονών, ακριβώς δέκα χρόνια δηλαδή πριν από τη στιγμή που γράφει η ίδια αυτή την ιστορία, όταν ο Μιχαήλ Σεμπαστιάν, ο ρουμανοεβραίος συγγραφέας ήρθε προσκεκλημένος να δώσει μια διάλεξη στο Πανεπιστήμιο του Ιασίου. Εκείνα τα χρόνια, τη δεκαετία του ’30, η πόλη ήταν πλούσια και κοσμοπολίτικη και όλα ακόμη φάνταζαν όμορφα, ελπιδοφόρα και ανθηρά πολιτιστικά. Όλα όμως πολύ γρήγορα επρόκειτο να αλλάξουν. Εκείνη την ίδια μέρα της γνωριμίας των δυο τους, ο Μιχαήλ δέχτηκε επίθεση από αντισημίτες φοιτητές και η Ευγενία τάχθηκε αμέσως στο πλευρό του, χωρίς να διστάσει ούτε στιγμή. Και ένας πηγαίος θαυμασμός προς το πρόσωπο του μελαγχολικού συγγραφέα οδήγησε τελικά τη νεαρή φοιτήτρια σε έναν μοιραίο έρωτα.
Σε πρώτο πλάνο υπάρχει λοιπόν ο έρωτας που για πολλούς λόγους είναι ατελέσφορος και σιγά σιγά, καθώς οι ήρωες προσπαθούν να συνεχίσουν σε προσωπικό επίπεδο τις ζωές τους, αναδύεται μια πολύ σκοτεινή περίοδος της ιστορίας, τα χρόνια προς τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, με άλλα λόγια ο Μεσοπόλεμος.
Έτσι, σε μια ατμόσφαιρα που αρχικά ήταν (σχεδόν) ήπια και ειρηνική, εκκολάπτεται σιγά-σιγά το κακό: στη Ρουμανία, παράλληλα με την υπόλοιπη Ευρώπη, σημειώνεται η άνοδος του φασισμού και του αντισημιτισμού. Αναρωτιέται η κεντρική ηρωίδα στο παρόν της, όταν όλα έχουν πλέον παρέλθει, πώς έβλεπαν τότε, το έτος 1935, τους Εβραίους οι Ρουμάνοι και πώς η ίδια, όντας Ρουμάνα, ερωτεύτηκε έναν Εβραίο, την εποχή που άρχισε να αναφύεται το αντισημιτικό κίνημα στη χώρα της και μάλιστα όταν όλοι, ακόμη και στην ίδια της, την οικογένεια διαμόρφωναν απόψεις διαφορετικές από τις δικές της «Ασφαλώς και γνωρίζαμε ότι από το 1919, όλοι τούτοι οι Εβραίοι ήταν επισήμως Ρουμάνοι, όπως μας είχε μόλις υπενθυμίσει ο πατέρας, αλλά γνωρίζαμε επίσης ότι η Ρουμανία έλαβε την απόφαση να τους πολιτογραφήσει υπό την πίεση της Γαλλίας, της καλής της φίλης και συμμάχου της στη νίκη του 1918 ενάντια στη Γερμανία, και πως δεν επρόκειτο στ΄αλήθεια για επιθυμία ούτε των ηγετών μας, ούτε της πλειοψηφίας του ρουμανικού λαού».
Και ενώ αρχικά το ξύπνημα του αντισημιτισμού έμοιαζε το αδύναμο κίνημα μιας μικρής μειοψηφίας, γρήγορα αποδείχθηκε πως ήταν πολύ ισχυρό και είχε τεράστια δυναμική που εξαπλωνόταν. Η κοινή λογική, που θα περίμενε κανείς να συναντήσει στους απλούς ανθρώπους, χανόταν και αυτή σταδιακά μέσα σε ατέλειωτα σενάρια του παραλόγου.
Η γραφή του συγγραφέα είναι ρέουσα και οι εξελίξεις καταιγιστικές, καθώς ακολουθείτα ιστορικά βήματα της εποχής. Ο Χίτλερ είναι έτοιμος να προελάσσει στη Ρωσία με την επιχείρηση Μπαρμπαρόσα και η Ρουμανία με τον Αντονέσκου τάσσεται στο πλευρό του, πιστεύοντας ότι έτσι θα βγει ωφελημένη.
Το κεντρικό και πιο σημαντικό θέμα που αναπτύσσεται στο βιβλίο, ωστόσο, είναι το φρικτό πογκρόμ που έλαβε χώρα στη Ρουμανία σε αγαστή συνεργασία με τη Γερμανία. Στη δεδομένη ιστορική συγκυρία, οι Εβραίοι κατηγορήθηκαν ότι υπήρξαν σαμποτέρ του ρουμανικού καθεστώτος στην υπηρεσία της Μόσχας. Στο πογκρόμ του Ιασίου μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, το καλοκαίρι του 1941, εξοντώθηκαν χιλιάδες Εβραίοι ή οδηγήθηκαν σε βαγόνια για ζώα σε ένα δρομολόγιο χωρίς επιστροφή: «Οι Εβραίοι που σωριάζονταν καταγής θανατώνονταν αμέσως με έναν πυροβολισμό, και οι σωροί τους εγκαταλείπονταν στο οδόστρωμα, πράγμα που ενθουσίαζε τους δημίους τους. Πού τους οδηγούσαν; Στο σιδηροδρομικό σταθμό, όπου θα τους στοίβαζαν κατά εκατοντάδες σε δύο διαφορετικούς συρμούς με βαγόνια για ζώα, έπειτα θα τους υποχρέωναν να πηγαινοέρχονται για κάμποσες μέρες κάτω από τον καυτό ήλιο, ώσπου οι περισσότεροι επιβάτες να πεθάνουν από ασφυξία ή αφυδάτωση».
Το αξιοπερίεργο και συνάμα αξιοσημείωτο είναι ότι, σε εκείνη τη φρικτή ιστορική στιγμή, απλοί άνθρωποι Ρουμάνοι, που χρόνια συνυπήρχαν με τους Εβραίους, μέσα στο καθεστώς της μαζικής τρέλας, μετατράπηκαν σε στυγερούς δολοφόνους ή παρακολούθησαν αμέτοχοι τα όσα φρικτά συνέβαιναν μπροστά στα μάτια τους. Μάλιστα το εντυπωσιακό ήταν ότι πολλοί πολίτες συμμετείχαν στο πογκρόμ εθελοντικά, μόνο και μόνο επειδή οι ίδιοι ένιωσαν αίφνης μνησικακία για τους Εβραίους.
Η κεντρική ηρωίδα του βιβλίου, η Ευγενία, ψάχνει να βρει τα κλειδιά του μίσους, αυτής της ομαδικής τρέλας που αλλοίωσε την κουλτούρα ενός ολόκληρου λαού. Ποια ακριβώς ήταν η αιτία που υποκίνησε τους Ρουμάνους εναντίον των Εβραίων, όταν μάλιστα ο αντισημιτισμός τους δεν είχε θεωρητικοποιηθεί, όπως είχε γίνει αντίστοιχα στη Γερμανία με τη ρητορική του Χίτλερ; Ο Ντυρουά θέτει πολλά ουσιαστικά ερωτήματα που σχετίζονται με τη γένεση του φασισμού. Μέσω της ηρωίδας του, προσπαθεί να ερευνήσει πώς επεκτάθηκε και καθιερωθηκε η ιδεολογία του φασισμού και του αντισημιτισμού: τι είναι αυτό που δημιούργησε, διαμόρφωσε και παγίωσε όλες αυτές τις αντιλήψεις; Η Ευγενία μάλιστα ψάχνει να βρει στοιχεία για να ακουστούν οι μαρτυρίες όχι μόνο των θυμάτων αλλά και των θυτών, σε μια προσπάθεια να βρει τα αίτια του μαζικού παραληρήματος.
Ο Λιονέλ Ντυρουά, εκτός από συγγραφέας, είναι επίσης και δημοσιογράφος, και αυτό είναι ιδιαίτερα ευδιάκριτο στη συγγραφική του ματιά, καθώς φαίνεται πως τον ενδιαφέρει, πέρα από το γεγονός αυτό καθεαυτό, και ο τρόπος που αυτό αποτυπώνεται. Ο αντικατοπτρισμός της σκληρής και αδυσώπητης εποχής στο βιβλίο του προβάλλει μέσα από τα ημερολόγια και τα ρεπορτάζ δύο βασικών ηρώων του, του Μιχαήλ (που δίνει την απολύτως προσωπική του και συναισθηματικά φορτισμένη αποτίμηση) και του Μαλαπάρτε (που εμφανίζεται κυνικός και αντιφατικός). Και ανάμεσά τους η ηρωίδα, που είναι δημοσιογράφος και η ίδια, αναζητά την πιο καθαρή, την πιο αντικειμενική, και όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένη ματιά στα γεγονότα. Πώς επιτυγχάνεται τελικά μια όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστική αποτύπωση της ιστορίας; Δύσκολη στ΄αλήθεια υπόθεση, καθώς κάποιοι θέλουν να καλύψουν την αλήθεια και κάποιοι να την ξεχάσουν.
Μάλιστα, φαίνεται πως ο συγγραφέας πιστεύει πως, στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, ευθύνες και ενοχές βαραίνουν όχι μόνο αυτούς που έπραξαν αλλά και αυτούς που παρακολούθησαν αμέτοχοι. Και τη στιγμή που άλλοι υπερθεματίζουν την αδυσώπητη τρέλα κι άλλοι παραμένουν σιωπηλοί και δεν αντιδρούν, εκείνος δημιουργεί μια ηρωίδα που έχει τη δύναμη να φερθεί διαφορετικά, διακινδυνεύοντας την ίδια της τη ζωή. Πολύ ενδιαφέρουσα η προσωπικότητα της Ευγενίας που τολμά να αντιταχθεί στην κυρίαρχη ιδεολογία για να υπερασπιστεί τον αγαπημένο της αρχικά, στην πραγματικότητα όμως για να υπερασπιστεί το όραμα για έναν δίκαιο κόσμο.
Κι ενώ όλα γύρω μοιάζουν να καταρρέουν σε έναν κόσμο που εγκαταλείπεται στην παραφροσύνη, η Ευγενία καταφέρνει να ορθώσει το ανάστημά της σε πείσμα των πάντων.