«Ενδύματα οδύνης – 100 χρόνια από τη γέννηση της Μαρίας Κάλλας» του Αντρέα Τιμοθέου
Κατερίνα Τσιτσεκλή

Η νέα συλλογή του Αντρέα Τιμοθέου «Ενδύματα οδύνης – 100 χρόνια από τη γέννηση της Μαρίας Κάλλας» (εκδ. Μανδραγόρας 2023) είναι ένα αφιέρωμα καρδιάς, ένας αίνος και μαζί ένας σπαραγμός για την αιώνια ντίβα της όπερας, με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννησή της. Η φωνή και η ζωή της συντάραξαν την ψυχή του ποιητή και ένιωσε τον ιδανικό εκείνο έρωτα που μεταμορφώνεται σε τέχνη. Μέσα από τα ποιήματά του αναδύεται η ωραία και τραγική μορφή της ντίβας που κάποτε συγκλόνισε τον κόσμο και χάθηκε και εκείνη, όπως και οι ηρωίδες που ερμήνευσε, μέσα στα δάκρυα της αγάπης. Τα ποιήματα αντλούν την έμπνευσή τους από τη ζωή της και τις όπερες που πρωταγωνίστησε και συνοδεύονται από σχέδια που απεικονίζουν τα θεατρικά της φορέματα, αριστοτεχνικά φιλοτεχνημένα από τη Μόνικα Βούλγαρη-Γκλάζνερ, καθιστώντας το ίδιο το βιβλίο ένα κόσμημα. Η έκδοση είναι τρίγλωσση, μεταφρασμένη στα αγγλικά και τα ιταλικά από τις Δέσποινα Πυρκεττή και Αλεξάνδρα Ζαμπά. Περιέχει επίσης σε περίληψη τις υποθέσεις από τις όπερες στις οποίες πρωταγωνίστησε η κορυφαία υψίφωνος που υπήρξε σταθμός στην ιστορία της όπερας, ώστε σήμερα οι ειδικοί να μιλούν για πριν και μετά την Κάλλας εποχή.

Ποιος δεν ταξίδεψε, έστω και μια φορά, με τη Νόρμα, τη Λουτσία, την Τόσκα, τη Μαντάμ Μπάτερφλαϊ, ποιος  δεν γνωρίζει την τραγική μοίρα της Βιολέτας και της Άννας Μπολένα, την πολύπαθη περιπέτεια της Ιφιγένειας, την πληγωμένη μανία της Μήδειας. Το προσωπικό συναίσθημα ενυπάρχει στον πυρήνα κάθε ποιητικής δημιουργίας και σε αυτή την ποιητική συλλογή το συναίσθημα που φέρνουν οι λέξεις σαν μέλισσες συναντά την καλλιτεχνική έμπνευση και γεννά τις υπέροχες εικόνες που το συνοδεύουν. Έτσι, βρισκόμαστε αναπάντεχα σε μια θεατρική σκηνή και ακούμε παράξενες εξομολογήσεις της καρδιάς, από τις ηρωίδες που ενσάρκωσε η Μαρία.

Τα ενδύματά τους ντύθηκε η Κάλλας και ένιωσε σε όλη τους την έκταση τα συναισθήματα που κατακυρίευσαν αυτές τις τραγικές υπάρξεις, τον έρωτα, το βαθύ πόνο της απώλειας, την προδοσία, γι’ αυτό οι ερμηνείες της έμειναν αξέχαστες. Η φωνή της δεν ήταν μόνο θεϊκή αλλά ανάβλυζε από μια μεγάλη καρδιά. Η Μαρία δεν τραγουδούσε για να προβάλλει τον εαυτό της, αλλά ταυτιζόταν με τις ηρωίδες της, ένιωθε κομμάτι της ψυχής τους. Πάνω στη σκηνή, μεταμορφωνόταν, θαρρείς, σε ένα μαγικό πλάσμα και άφηνε εκείνες να μιλήσουν μέσα από τη φωνή της για να εκφράσουν τον άχραντο πόνο τους, να τραγουδήσουν το μεγαλείο του έρωτα και την τραγικότητα της μοίρας τους, με συνοδεία τη μουσική αθάνατων δημιουργών, όπως ο Μπελίνι, ο Βέρντι, ο Ντονιτσέτι, ο Πουτσίνι, ο Γκλουκ,  ο Κερουμπίνι.

Όσοι είχαν την τύχη να τη δουν ζωντανά, θεατές και κριτικοί, μιλούσαν για ένα είδος μαγείας που πάντα συνέβαινε όταν εκείνη εμφανιζόταν στη σκηνή που τους γοήτευε και τους υπνώτιζε τόσο, ώστε δεν μπορούσαν να πάρουν τα μάτια τους από εκείνη. Δεν αρκεί μόνο μια ωραία φωνή για να χαραχτεί αιώνια στη μνήμη, αλλά όταν αυτή η φωνή ζωντανεύει με μαγικό τρόπο τη μεγαλοπρέπεια μιας άλλης ψυχής και την προβάλλει μπροστά μας ατόφια, τότε γίνεται μοναδικά θεσπέσια σαν να προέρχεται από έναν άλλο κόσμο και ρίχνει το πέπλο που μας χωρίζει με το επέκεινα, αγγίζει την αθανασία. Όταν ντυνόταν με τα θεατρικά κοστούμια των ηρωίδων της η Μαρία Κάλλας ήταν σαν να ντυνόταν με το δέρμα τους και έδινε στο άυλο σώμα τους πνοή.

Τώρα που τα ενδύματα στέκουν αφόρετα, μιας και δεν υπάρχει μέσα τους το σώμα που τους έδινε άρωμα και ζωή, ντύνουν τη θλίψη, γίνονται κειμήλια που θυμίζουν μια άλλη εποχή γεμάτη θριάμβους και μουσική, με τη φωνή ενός σώματος  να αποδεικνύει ότι δεν ταξίδεψε μόνο σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, αλλά και ως τα βάθη της ανθρώπινης ψυχής.

Η ίδια μέθεξη που ένιωθε κάποτε το κοινό συμπαρασύρει και τον ποιητή γιατί η αγάπη έχει την ιδιότητα να καταργεί τον τόπο και το χρόνο και να ανοίγει την καρδιά για να φιλοξενήσει μέσα της μια άλλη ψυχή. Τώρα είναι η σειρά του να ντυθεί τη φωνή της και να μιλήσει για τον άνθρωπο που ήταν η Μαρία· τη μοναξιά της όταν έπεφτε η αυλαία και χανόταν ο παραμυθένιος κόσμος που αποτελούσε πια κομμάτι της ζωής της, την ψυχική σύνδεσή της με τις ηρωίδες της, την ανάγκη της να βιώσει και εκείνη τον απόλυτο έρωτα. Ο θυελλώδης και μοιραίος έρωτάς της για τον Αριστοτέλη Ωνάση, το δικό της Αρίστο τον συγκινεί και μεταμορφώνει τη Μαρία, στα μάτια του, σε μια από τις τραγικές μορφές που τόσο απόλυτα ενσάρκωσε.

Ο ποιητής ξαναζωντανεύει, για χάρη της, αυτόν τον παραμυθένιο κόσμο που ήταν φτιαγμένος από το αιθέριο υλικό του ονείρου και των αστεριών και γράφει ποιήματα για όλες αυτές τις κόρες της ουτοπίας που έζησαν μόνο για λίγο την ευτυχία και η ύπαρξή τους αναλώθηκε από τη φλόγα του έρωτα. Ρίχνει ένα άλλο φως στις ιστορίες τους και φανερώνει όσα δεν έχουν ειπωθεί, αλλά σπαρτάραγαν στα μύχια της ψυχής τους και μαζί τα  απέραντα φορτία οδύνης που είχε νιώσει και φιλοξενήσει στην καρδιά της η Μαρία. Τα ποιήματα μετουσιώνονται σε δυνάμει άριες μιας ποιητικής όπερας, θαρρείς βγαλμένης από ένα όνειρο και θυμίζουν με συμβολικό τρόπο τα γεγονότα που σφράγισαν τη ζωή τους, όπως το ποίημα «Νόρμα» που εμπνέεται από το «Casta Diva», μια από τις ωραιότερες άριες της όπερας που τραγούδησε υπέροχα η Μαρία:

Τόση περιπλάνηση/ ο βίος μου,/ για να μάθω τελικά/ πως η βέβηλη φωνή του έρωτα/ δεν ήταν η απάντηση./ Μίλα μου για προδοσία/ αν θες αλήθεια να με νιώσεις./ Αγνή Θεά/ στις στάχτες σου/ με θρήνο στέκομαι./ Κανείς απ΄τους θνητούς/ δεν μπόρεσε να μάθει./ Λίκνο και θυμέλη η αγάπη σου/ μες στους αιώνες/ θα αντιστέκεται στη φλόγα/ που σε έκαψε/ μοιραία ώρα/ και έμεινε για πάντα ερωτευμένη/ με το σώμα σου.

                                                                     «Νόρμα»                                      

Η φωνή της Μαρίας ακούγεται να απευθύνεται στις γυναίκες της άλλης όχθης για να τις βεβαιώσει ότι δεν πρέπει να ανησυχούν για το θάνατο γιατί τις έχει πια προσπεράσει, μιας και έζησαν όσο χρειάστηκε για να μείνει αθάνατη η ιστορία τους.

Γυναίκες της άλλης όχθης/ σας φορώ ραμμένες/ στο σαρκίο του ρούχου μου./ Θάνατος ήταν και πέρασε/ ζωή που κράτησε/ όσο για να γραφτεί η ιστορία μας./ Κυοφορώ το ένδυμα μιας φωνής/ κι όσης αγάπης δεν πρόλαβα να δώσω./ Σε σας το παραδίδω,/ σας παραστέκομαι./ Μητέρα, φίλη κι αδερφή/ απλώνομαι σαν ποταμός,/ χάνομαι στο κύμα/ στη μόνη οδό που γνώρισα/ και κράτησα μαζί μου./ Αφήνομαι/ στη δίκαιη στιγμή/ όταν θ’ αγκαλιαστούμε./ Εμάς θα ιστορεί/ η άχραντη θυσία/ το σώμα, το αίμα, η απόγνωση.

«Μαρία ομιλεί»

Όλες αυτές οι εύθραυστες υπάρξεις, ανίσχυρες να ορίσουν κάποτε τη μοίρα τους, μας κοιτούν τώρα πανίσχυρες από την άλλη όχθη, γιατί γνωρίζουν ότι έχουν βρει δικαίωση και οι ιστορίες τους δεν θα ξεχαστούν, έχουν κερδίσει την αθανασία, όπως και εκείνη που τόσο εξαίσια τις ενσάρκωσε.  Ανάμεσά τους βρίσκεται η Μαρία που είναι τώρα το κεντρικό πρόσωπο της σκηνής και τραγουδά τη δική της ιστορία. Δεν υπάρχει πιο υπέροχο σκηνικό για να τιμήσει κανείς την αγαπημένη του ντίβα από μια ποίηση φτιαγμένη από τις όπερες και τις ηρωίδες που αγάπησε:

Το μέσα ένδυμα Ι

Όταν ξυπνώ στο σώμα σου/ ξεχνώ ποια είμαι./ Ξημερώνω στην ανάσα σου/ όσες γυναίκες τραγούδησα/ για να με νιώσεις./ Χωρίς να λάμπω/ ψιθυρίζω πως σ’ αγάπησα/ μα δεν ακούς,/ μονάχα τη θάλασσα ακούς…/ Κανένα ένδυμα/ δεν μας σώζει.

ΙΙ

Μες στα μάτια σου/ μεταμορφώνω την οδύνη της σκηνής./ Γεμάτη δώρα τρέφω τη σκέψη σου/ και γίνομαι ιέρεια, αγία και ερωμένη/ που προσδοκεί το πλάι σου./ Μη με κρίνεις όταν σπάει η φωνή./ Άγγελος ήμουν κι έπεσα/ εσύ, μονάχα με είδες./ Κανείς δεν μας ξέρει./ Κανείς δεν μας ξέρει.

Η Μαρία Κάλλας έζησε και αυτή όσο χρειάστηκε, όπως οι ηρωίδες της, για να μείνει αθάνατη η ιστορία της. Η απόλυτη ντίβα της όπερας, τόσο λαμπερή, τόσο υπέροχη στη σκηνή, δεν ήταν στην πραγματικότητα παρά ένας απλός άνθρωπος που αποσύρθηκε διακριτικά από τα φώτα της δημοσιότητας, όταν έκλεισε για εκείνη οριστικά η αυλαία της όπερας και έληξε άδοξα η περιπετειώδης σχέση της με τον Αριστοτέλη Ωνάση, το μεγάλο έρωτα της ζωής της.

Σε όλη της τη ζωή δούλεψε σκληρά για να καλλιεργήσει τη φωνή της, το χάρισμα που της έδωσε η φύση, γιατί δεν ήθελε να προσφέρει στο κοινό κάτι λιγότερο από το τέλειο και μοιράστηκε, ως την τελευταία στιγμή, το μεγάλο ταλέντο της με τον κόσμο γιατί είχε μια μεγάλη και  γενναιόδωρη καρδιά.

Η δοτική Μαρία ήξερε ότι ο χρόνος θα τη δικαιώσει, γι΄αυτό έγραψε: «ο χρόνος γιατρεύει πολλά πράγματα και είμαι σίγουρη ότι ο χρόνος θα αποδείξει αυτό που πραγματικά είμαι» και ο χρόνος όντως τη δικαίωσε. Τώρα, τόσα χρόνια μετά το θάνατό της, το όνομά της λάμπει ανεξίτηλο στην παγκόσμια μουσική σκηνή, ενώ το ενδιαφέρον για τη ζωή και την τέχνη της παραμένει ζωηρό και εξακολουθεί να γοητεύει τις νέες γενιές των καλλιτεχνών. Ο αγώνας μιας ζωής να παραμείνει πιστή σε ό,τι αγάπησε, η μεγαλοπρέπεια της σκηνικής της παρουσίας και η αξιοπρέπεια του ήσυχου τέλους γίνονται πηγή έμπνευσης για να γραφτούν πολλές ιστορίες για το μύθο της και την ερωτική σχέση της με τον Αριστοτέλη Ωνάση, συνδέοντας τα ονόματά τους για πάντα.

Η Μαρία Κάλλας, «La Divina», όπως την αποκαλούσαν οι θαυμαστές της, ήταν μια ύπαρξη μαγική, φτιαγμένη από την ύλη των ονείρων. Ανήκει «στους μαγεμένους αυτού του κόσμου που σηκώνουν την υψηλή ευθύνη του θαύματος». Έζησε όλη της τη ζωή για την τέχνη, έζησε όλη της τη ζωή για τον έρωτα, «vissi darte, vissi damore», όπως η ίδια τραγουδούσε κάποτε, με τόσο εξαίσιο πάθος, στην περίφημη άρια της Τόσκα.

                                                                           Κατερίνα Τσιτσεκλή

Περισσοτερα αρθρα