Ενδεχόμενα, δηλαδή πιθανά, τοπία. Πιθανά, όχι υπαρκτά: πιθανοί χώροι, πιθανές χρονικές στιγμές, πιθανά αισθήματα, πιθανοί χαρακτήρες. Συχνά μάλιστα απίθανα – όλα τα παραπάνω. Οι ενότητες που περιλαμβάνει η δεύτερη κατά σειρά ποιητική συλλογή της βραβευμένης με κρατικό βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου ποιητή Δανάης Σιώζιου, Ενδεχόμενα τοπία (εκδόσεις Αντίποδες, 2021) είναι πέντε.
Η πρώτη ενότητα «Ελληνικό όνειρο», κατ’ αναλογία προς το αμερικανικό, έχει σαν σκηνικό την αστυφιλία αλλά και τη μετανάστευση στο εξωτερικό των Ελλήνων της δεκαετίας του 1950-1960. Ήταν ένα όνειρο που λοξοδρόμησε και χάθηκε στα σοκάκια των πόλεων, ελληνικών ή ξένων, μαζί με την ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον που οι φυγάδες της επαρχίας πίστευαν ότι τους περιμένει στα κλεινά άστεα. Η ενότητα είναι μια περιήγηση σε τέτοιου είδους διαψεύσεις. Αφορά ένα απομακρυσμένο για την ποιήτρια παρελθόν που όμως ενδεχομένως την αφορά προσωπικά, αφού μεγάλωσε στην Καλσρούη και την Καρδίτσα, ακολουθώντας προφανώς τις μετακινήσεις της οικογένειάς της, καθώς προσπαθούσε για ένα καλύτερο μέλλον.
Η ενότητα ξεκινά με το ποίημα «Κρανίου τόπος», όπου διαβάζουμε: «αν θέλω ν’ ακούσω τη φωνή μου/ πρέπει να βασιστώ στη σπονδυλική μου στήλη/ πρέπει να βασιστώ στα σκοινιά μέσα στο σώμα μου». Η φωνή λοιπόν δεν ακούγεται έξω από το σώμα, δεν μπορεί να ακουστεί, γιατί προφανώς το ποιητικό υποκείμενο έχει επιλέξει να σιωπά. Επιπλέον, «το φως και το σκοτάδι γύρω […] είναι πλήρη» και ο ήχος δεν ξεχωρίζει από την ηχώ του, έτσι όπως χτυπά πιθανώς στα εσωτερικά τοιχώματα του εαυτού. Είναι αυτός ο κρανίου τόπος η Γερμανία και οι άλλες χώρες των μεταναστών; Είναι η ελληνική επαρχία εκείνης ή της μεταγενέστερης εποχής; Εξίσου πιθανά και τα δύο και μάλλον εξίσου γεμάτα από διαψεύσεις.
Το ομότιλο της ενότητας ποίημα «Ελληνικό όνειρο» είναι μια απεύθυνση του ποιητικού υποκειμένου στον πατέρα του: φαίνεται εδώ η ένδεια του παρελθόντος, όχι μόνο σε όρους φτώχειας αλλά και έλλειψης ευκαιριών («επιστρέφεις για να βρεις/ όλα όσα εγκατέλειψες/ όσα δεν ήταν αρκετά»). Όμως ο πατέρας είναι συναισθηματικά αποτραβηγμένος: όσο κι αν η κόρη είναι «έτοιμη να γίν[ει] όλο αυτό το παλιό ανοιξιάτικο χιόνι» για χάρη του, εκείνος μένει σιωπηλός. «Δεν ξέρουμε πώς να αγαπηθούμε», συμπεραίνει το ποιητικό υποκείμενο – γιατί άραγε; Επειδή εκείνη είναι κορίτσι κι εκείνος ήθελε γιο; Διαφαίνεται κάτι τέτοιο από τον στίχο «εκεί όπου προσευχήθηκα να ήμουν γιος σου».
Πατέρα, λέω, όπως λέω Μινώταυρε
Μινώταυρε, λέω, όπως λέω έθνος
Ξαναλέω τ’ όνομά του
και η πόλη καίγεται.
Μένει μονάχα μια γραμμή αίματος.
(από το ποίημα «Τοπίο»)
Τι μετατρέπει άραγε έναν πατέρα σε Μινώταυρο; Το ότι κρύβεται στους λαβυρίνθους και σκοτώνει όποιον καταφέρει να τον φτάσει, όπως το μυθικό τέρας; Ένα έθνος σε Μινώταυρο (δηλαδή σε δήμιο); Όποια κι αν είναι η απάντηση, αυτό που μένει στο τέλος είναι η γραμμή αίματος: των θυμάτων ή και της γονιδιακής κληρονομιάς.
Στο ποίημα «Αναχώρηση» πάλι, διαβάζουμε για «τοπία που αποχωρούν από το φως» όπου «ο πόνος σαν καρυοθραύστης/ ξεχωρίζει τον καρπό από το τσόφλι του», σπάζει δηλαδή το προστατευτικό και αφήνει απροστάτευτο το εσωτερικό, «μια επιφάνεια από μελανιές».
Τι μπορεί να φέρει μια κάποια σωτηρία; Σίγουρα όχι κάποιο υπερβατικό στοιχείο, αφού
μια πυγολαμπίδα
[…] προσγειώνεται στο χέρι του Θεού
κι αυτός το κλείνει.
(από το ποίημα «Ο χάρτης»)
Όταν ένα μαγικό στοιχείο της παιδικής ηλικίας, όπως είναι οι πυγολαμπίδες για τα παιδιά, συνθλίβεται μέσα στο χέρι του θεού που σβήνει το φως τους, καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται για έναν θεό ανάλγητο και ανελεήμονα, για έναν μη-θεό.
Φυσικά, η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, αλλά σίγουρα πεθαίνει, έτσι γίνεται «ένα κόκαλο που θάβω και ξεθάβω», όπως λέει το ποιητικό υποκείμενο στο ποίημα «Τραγούδι».
Η δεύτερη ενότητα είναι η «Ανθρωπογεωγραφία», που παραπέμπει στη γεωγραφική χαρτογραφία ανθρώπινων πληθυσμών. Ωστόσο, ο μόνος άνθρωπος που χαρτογραφείται είναι το ποιητικό υποκείμενο και όχι τόσο σε σχέση με τον χώρο, όσο με τους άλλους γύρω του αγαπημένους ανθρώπους, κυρίως φίλους, οι οποίοι προφανώς είναι τα σημεία αναφοράς του. Η ενότητα αυτή μου δημιούργησε μεγάλη ανησυχία, όπως τη διάβασα γνωρίζοντας την περιπέτεια της υγείας της Δανάης. Υποψιάστηκα ότι η Δανάη, όταν έγραφε τα ποιήματα της συλλογής, ήξερε για τον καρκίνο που θα την έβρισκε κι έτσι τη ρώτησα σχετικά, αλλά με διαβεβαίωσε πως δεν είχε ιδέα τότε. Παρ’ όλα αυτά σημείωσα στίχους όπως:
η καλύτερή μου φίλη πιστεύει σε έννοιες
όπως η ασθένεια, η αγάπη, η ψυχοθεραπεία και η συγγένεια
(εγώ από αυτά έχω μόνο ένα στα τέσσερα)
[…]
Λέω: αγαπώ τη ζωή και μισώ το θάνατο
(από το «Ποίημα για την καλύτερή μου φίλη»)
επιστρέφω στο κλαμπ
οι φίλοι μου με ρωτάνε
αν είμαι καλά
και ξαφνικά βρίσκομαι εκεί
ανάμεσά τους και γελάω
ψάχνω τα πρόσωπά τους
θέλω να τα κρατήσω
και φοβάμαι μη χάσω κανένα
και τους αγκαλιάζω
για να είμαι σίγουρη
(από το ποίημα «Βερολίνο»)
όταν έχω γενέθλια, ξαφνικά θυμάμαι
πως θέλω να ζήσω για πάντα
και χαλάω το πάρτυ.
(από το «Ποίημα για τα γενέθλιά μου»)
Προφανώς το πάρτυ χαλάει, επειδή το ποιητικό υποκείμενο βάζει τα κλάματα. Φρικτές προοικονομίες, λέω με την εκ των υστέρων γνώση για την υγεία της Δανάης. Σίγουρα πάντως σκιαγράφηση στη συγκεκριμένη ενότητα ενός γυναικείου χαρακτήρα ιδιαίτερα ευαίσθητου, με μεγάλη αγάπη για τη ζωή, όπως γίνεται όχι απλά βιωτή αλλά ευτυχισμένη μέσω των φίλων.
Η τρίτη ενότητα («Μυθολογικά») μιλάει για μυθολογικούς ήρωες και αντιήρωες, καθώς και για τα σύμβολα που εκπροσωπούν. Εδώ βλέπουμε την Κασσάνδρα, την προφήτη που ο θεός Απόλλωνας καταράστηκε να μην την πιστεύει κανείς, να εξηγεί γιατί «δεν μπορ[εί] να π[ει] ευχαριστώ»ˑ τις Δαναΐδες που ο πατέρας τους Δαναός διέταξε να σκοτώσουν με μαχαίρι τους συζύγους τουςˑ τον Τάνταλο (του οποίου το όνομα μεταφράζεται σε «βασανισμένος»)ˑ τον Ιξίωνα που, ως ο πρώτος που σκότωσε συγγενή στην ιστορία και επιθύμησε ερωτικά την Ήρα, ο Δίας καταδίκασε να δεθεί σε φλεγόμενο τροχόˑ την Αντιγόνη και την ομώνυμη με την ποιήτρια Δανάη, μεταξύ άλλων. Οι μύθοι βρίσκουν τρυφερή ποιητική διαχείριση, συντροφευμένη με τη συμπόνοια της ποιήτριας για τα δράματα που έπρεπε να περάσουν οι μυθικοί χαρακτήρες. Έτσι, για τις Δαναΐδες για παράδειγμα, η ποιήτρια γράφει στο ομότιτλο ποίημα:
αποκτήσαμε με τον καιρό
μια υδάτινη τρυφερότητα
τα μάτια μας σαν τρύπες
από μέσα τους κυλάει ανάλαφρα
νερό τρεχούμενο
δάκρυ που δε στερεύει.
Και για τον Ιξίωνα:
Βλέπετε αυτόν τον άντρα;
Αυτός ο άντρας γέννησε έναν γιο,
[…]
Η ομορφιά του γιου του
είναι η ομορφιά
που θα ήθελα να τραγουδήσω
και να προστατέψω
βάζοντας αν χρειαστεί
τα ίδια μου τα χέρια στον τροχό
Ακολουθεί η επόμενη ενότητα «Τροπικότητες». Είναι μια ενότητα που θυμίζει λίγο το «τα πάντα ρει» του Ηράκλειτου ή, αλλιώς, τη ρευστότητα της πραγματικότητας, παρά τα στοιχεία της που αντιστέκονται σθεναρά στις δυνάμεις της αλλαγής και όχι εξαιτίας της αδράνειας: η μνήμη, για παράδειγμα, μπορεί να αντιπαλέψει τη φυσική ροπή προς τη λήθη που φέρνουν το πέρασμα του χρόνου (ποιήματα «Κολομβιανά περιδέραια» και «Μπάλες από τον ουρανό») ή οι υποσχέσεις για μια νέα ζωή (ποίημα «Στάχτες»). Χαρακτηριστικό τέτοιων τροπικοτήτων είναι το ομότιτλο ποίημα:
ΤΡΟΠΙΚΟΤΗΤΕΣ
Υπάρχει ένας κήπος, αλλά δεν προεκτείνεται
υπάρχει μια σκάλα, αλλά καμία αλλαγή ύψους
υπάρχει ο ανεμιστήρας οροφής,
αλλά καμία σταθερή θερμοκρασία
υπάρχει η ώρα της νύχτας, η ώρα του πρωινού
η τέλεια λειτουργία του φωτοκύτταρου
το κλείδωμα της πόρτας, ο συναγερμός
και το δικό μου πέρασμα απ’ τη φωτιά στους πάγους.
Ceteris paribus, όπως λένε στα λατινικά τις συνθήκες που παραμένουν ίδιες.
Η τελευταία ενότητα τιτλοφορείται «Καλή εποχή για φρούτα και χιόνι». Το χιόνι και οι πάγοι είναι στοιχεία που διαρκώς επανέρχονται στη συλλογή, όπως και διάφορα άλλα μια και η δύναμη της επανάληψης αξιοποιείται ιδιαίτερα από την ποιήτρια. Στη συγκεκριμένη ενότητα, η φωνή της Δανάης ακούγεται πιο καθαρά από οπουδήποτε: είναι σαφές πως δεν μιλά πια ένα ποιητικό υποκείμενο, μιλά η ίδια. Και τι λέει; Ότι της αρέσει να γράφει ποιήματα γιατί «η ποίηση είναι ένα προνόμιο» με τον ίδιο τρόπο που προνόμιο είναι κάποιες ιδιαίτερα πολύτιμες στιγμές όπως «η εκατοστή ακρόαση του αγαπημένου σου τραγουδιού/ σε ιδανικές ακουστικές συνθήκες» ή το «φιλί με τον έρωτα της ζωής σου». Το να γράφει ποιήματα είναι μια δουλειά στην οποία θέλει να γίνει καλή, όπως επαναλαμβάνει δις στο ποίημα «Διάρρηξη».
Λέει επίσης ότι «χρειάζεται να έχεις λίγη αφέλεια/ και λίγο ανάρμοστο χιούμορ» (ποίημα «Τι χρειάζεται») και ότι υπάρχει «το ενδεχόμενο να είμαι μια αναλαμπή/ ένα ζεστό κουμπί/ ή αν φοβάσαι μια λεπίδα κοφτερή/ ένα σύννεφο που τρέχει αλλάζοντας σχήματα/ στον ουρανό και το βλέμμα σου» (ποίημα «Ενδεχόμενα», όπως τα τοπία στον τίτλο της συλλογής).
Στο ποίημα «Από καταπακτή σε καταπακτή» έχουμε μια παλινδρόμηση από το «αν» στο «ας»:
Αν είναι να περιφέρομαι
ας περιφέρομαι άσκοπα
αν είναι να ερωτεύομαι
ας ερωτεύομαι ταξιδεύοντας
Το ποίημα καταλήγει:
αν είναι να απελπίζομαι
ας πέφτω από καταπακτή σε καταπακτή
ας εμπιστευτώ ένα πράσινο φύλλο
ας εμπιστευτώ στο σκοτάδι τα μυστικά και τα δώρα
στον έρωτα τους λόγους του
και στην αγάπη το έλεός της.
Το τελευταίο ποίημα της ενότητας (και της συλλογής) έχει τίτλο «Τις μέρες που δεν είμαι ο εαυτός μου ευτυχώ». Στο ποίημα έχουμε πάλι αναφορά στο χιόνι, ένα εξαιρετικά εφήμερο στοιχείο, που «πέφτει καθώς/ τρίβονται τα οστά μου». Τις μέρες που είναι σκληρή με τον εαυτό της, «αυτό το χιόνι φοβάμαι θα με καλύψει/ από τα νύχια ώς την κορφή» και όλα θα τελειώσουν, έρχονται όμως οι μέρες που είναι καλή με τον εαυτό της και «γλυκά σε γλείφεις/ ώσπου να φύγουν και οι τελευταίοι πάγοι από πάνω σου». Παρά τον τίτλο της ενότητας (Καλή εποχή για φρούτα και χιόνι), το ποίημα καταλήγει στην καθολική αναίρεση: «Καμία εποχή δεν διαρκεί». Να πάλι η ρευστότητα του Ηράκλειτου και το στοιχείο της εφημερότητας της εκάστοτε συγκυρίας.
Στα πιθανά τοπία τα οποία μας παρουσιάζει η Δανάη, μέσα από (συνήθως) ένα πρώτο ενικό πρόσωπο που χαρίζει ασύλληπτη αμεσότητα στη συλλογή, ο κόσμος παρουσιάζεται με την εγγενή ασχήμια του, αλλά και με την εγγενή ομορφιά του. Ο κόσμος όμως κατοικείται από τον άνθρωπο βιωματικά και το βίωμα, όσο έντονο κι αν είναι, είναι πάντα εφήμερο. Εστιάζουμε λοιπόν εκεί, ως την κατεξοχήν δυνατότητα να ψηλαφήσουμε και να κατανοήσουμε τον κόσμο. Μια ποιητική συλλογή όπως αυτή της Δανάης μπορεί πάντως να χαρτογραφήσει αυτό το βίωμα, όσο κι αν μοιάζει ανεξάντλητο και πολυπαραγοντικό μες στην προσωρινότητά του.
Χριστίνα Λιναρδάκη