Πρόκειται για βιβλίο που ξαναθυμήθηκα εξ αφορμής αυτής της στήλης και που, όταν το ξαναδιάβασα, στεναχωρήθηκα πολύ που το είχα ξεχάσει. Σε αυτό, ο συγγραφέας του Γλάρου Ιωνάθαν και των Ψευδαισθήσεων παρουσιάζει με σχεδόν λογοτεχνικό τρόπο το πώς όλοι οι άνθρωποι είμαστε τα πάμπολλα πρόσωπα της μίας διαφορετικής ουσίας που υπάρχει στο σύμπαν, είτε κατοικούμε εδώ τώρα είτε σε παράλληλες ζωές στο παρελθόν μας – ή και εκτός χρόνου:
«Ακόμα δεν αρχίσαμε, συλλογίστηκα, κι είναι ήδη απίστευτο. “Και τι γίνεται με τους άλλους ανθρώπους, Πάι; Πόσες ζωές υπάρχουν μέσα σ’ ένα σύμπαν;”
Εκείνη με κοίταξε κατάπληκτη, λες και δεν είχε καταλάβει την ερώτησή μου. “Πόσες ζωές υπάρχουν σ’ ένα σύμπαν, Ρίτσαρντ;” ρώτησε. “Μία”.
Η ιστορία βέβαια πάνω στην οποία πλέκεται το επιχείρημα της μίας ζωής, του Ενός που είναι το μόνο που υπάρχει, είναι κάπως σουρρεαλιστική. Ο Ρίτσαρντ και η γυναίκα του πηγαίνουν με το υδροπλάνο τους σε ένα συνέδριο. Μόνο που ξαφνικά βλέπουν μια λάμψη και μεταφέρονται σε μια διάσταση όπου δεν κυλάει ο χρόνος και το υδροπλάνο πετάει χωρίς να ξοδεύει καύσιμα. Κοιτώντας την απέραντη θάλασσα από κάτω τους διακρίνουν φωτεινές διαδρομές που διακλαδίζονται σαν λαβύρινθος και, καθώς διαισθητικά επιλέγουν κάποια από αυτές, βρίσκονται να επισκέπτονται παλιότερους (ή και σύγχρονους) εαυτούς τους – άλλοτε πιο φωτισμένους και άλλοτε καθόλου. Προσπαθούν φυσικά να τους βοηθήσουν, με τη σοφία που έχουν αποκτήσει στο μεταξύ, χωρίς αυτό να είναι πάντα εφικτό. Και, φυσικά, οι συναισθηματικές εντάσεις και οι συγκινήσεις συχνά κορυφώνονται.
Προς το τέλος του βιβλίου, το ζευγάρι προσπαθεί να επιστρέψει εκεί που είδε τη λάμψη για να συνεχίσουν το ταξίδι τους προς το συνέδριο – κάτι που επιτυγχάνουν με μεγάλη δυσκολία αφού, σε μια πολύ κοντινή διακλάδωση – διασταυρώνονται με μια άλλη πιθανή πραγματικότητα όπου η γυναίκα του Ρίτσαρντ σκοτώνεται στην προσθαλάσσωση. Το πένθος του είναι αβάσταχτο (και η εμπειρία της Λέσλι από την άλλη μεριά του πέπλου απερίγραπτη), όμως εντέλει και οι δύο καταλαβαίνουν πως πρόκειται απλά για μια παράλληλη πραγματικότητα και καταφέρνουν να ξαναβρεθούν στο υδροπλάνο και να το προσγειώσουν στον σωστό τόπο και χρόνο.
Το συνολικό επιχείρημα του βιβλίου και οι λόγοι που αυτή η μία ζωή μπορεί να μοιράζεται σε τόσα πολλά σώματα συνοψίζονται σε λίγες γραμμές στο τέλος:
«Αμέτρητες φορές είχαμε ευχηθεί να είχαμε περισσότερα σώματα! Μερικά ακόμα σώματα, για να ζούμε ταυτόχρονα μέσα τους. Θα πηγαίναμε να ζήσουμε ήρεμα, ολομόναχοι μέσα στην ερημιά, για να δούμε τον ήλιο να ανατέλλει με ειρήνη, να εξημερώσουμε άγρια ζώα, να καλλιεργήσουμε τη γη και να ζήσουμε κοντά της, και την ίδια στιγμή θα είμαστε κάτοικοι της πόλης, θα συνωστιζόμαστε μέσα στα πλήθη, θα βλέπαμε ταινίες ή θα τις γυρίζαμε οι ίδιοι, θα παρακολουθούσαμε διαλέξεις ή θα τις δίναμε οι ίδιοι. Χρειαζόμαστε περισσότερα σώματα για να συναντάμε περισσότερους ανθρώπους ταυτόχρονα, και ταυτόχρονα να είμαστε μόνι μαζί, για να χτίζουμε γεφύρια και καταφύγια, να μαθαίνουμε όλες τις γλώσσες, να εκμεταλλευόμαστε όλες τις κλίσεις μας, να μελετάμε, να εφαρμόζουμε και να διδάσκουμε ό,τι ξέρουμε, να δουλεύουμε μέχρι να πέσουμε κάτω εξαντλημένοι».
Είναι μια πολύ ωραία άσκηση το να μπορέσουμε να φανταστούμε τους άλλους σαν διαφορετικές εκδοχές του εαυτού μας, να μπορέσουμε να υψώσουμε τη συνείδησή μας έτσι ώστε να μας δούμε όλους μαζί σαν εκφράσεις μίας και μοναδικής ζωής… Συνάδει και με την αρχή του Βουδισμού που διατείνεται ότι καθένας μας δεν έχει δική του ατομική ψυχή αλλά είναι μέρος της συμπαντικής ψυχής, όπως ακριβώς οι σταγόνες μέσα στον απέραντο ωκεανό.
Φυσικά, μπορεί κάποιος να αναρωτηθεί εύλογα: Μα τι σχέση έχω εγώ π.χ. με εκείνον που βασανίζει άλλους ανθρώπους με οποιονδήποτε τρόπο; Αν δεχτούμε τον ερμητικό νόμο «όπως πάνω έτσι και κάτω» και αναλογιστούμε πώς φερόμαστε στον εαυτό μας, αγνοώντας τον, μειώνοντάς τον και συχνά βασανίζοντάς τον με κάθε τρόπο, ίσως αντιληφθούμε τη σχέση που δεν είναι άλλη από αυτή της αντανάκλασης…
Χριστίνα Λιναρδάκη
Και λίγη μουσική για να βοηθήσει τη σκέψη: