Πραγματικά εντυπωσιακή η πρώτη αυτή συλλογή της Εύης Λιακέα Απόδειπνο (εκδόσεις Θράκα, 2023), για μια πλειάδα λόγων. Σημαντικότερος από αυτούς είναι κατά τη γνώμη μου η υποβλητική ατμόσφαιρα που η ποιήτρια επιτυγχάνει να δημιουργήσει απ’ άκρη σ’ άκρη της συλογής και η οποία οφείλεται στην υφέρπουσα, απροσδιόριστη απειλή ή την ανησυχία που κρύβεται ή πλανάται μέσα στους στίχους: «φωτεινές αντανακλάσεις/ της μνήμης/ που σμίγουν με τους ίσκιους/ στο πηγάδι» (από το ποίημα στη σελ. 11), «μια στιγμή μόνο/ ο κότσυφας τριλίζει/ περνούν κοράκια» (από τα χαϊκού στη σελ. 13), «το χορτάρι ως τα χτυπημένα γόνατα/ είναι ολοζώντανο σαν ζώο/ και τα χαϊδολογάει βουΐζοντας/ καθώς ένας αιμάτινος ποταμός» (από το ποίημα στη σελ. 16), «χτυπά η καμπάνα/ ένας μετά τον άλλον οι σκύλοι αρχίζουν να κλαίνε σαν μωρά» (από το ποίημα στη σελ. 17), κ.ο.κ.
Η απειλή ή η ανησυχία πηγάζουν κυρίως από τη σύνδεση με τον κόσμο των πεθαμένων. Το παρελθόν στοιχειώνει το ποιητικό υποκείμενο σε όλη τη συλλογή και η συνεχής απεύθυνση σε οικεία πρόσωπα που έχουν πια χαθεί σχεδόν μετατρέπει τα ποιήματα σε μοιρολόι – αν και η λέξη «απόδειπνο» παραπέμπει μάλλον σε προσευχή.
Η υποβλητική ατμόσφαιρα επιτείνεται από τις «ηχηρές» αντιθέσεις: αντανακλάσεις-ίσκιοι, κότσυφας-κοράκια, χορτάρι-αίμα, όπως είδαμε στα παραπάνω παραδείγματα. Αλλού, όπως στο ποίημα «Ο ύπνος» της σελ. 24 (ας σημειώσω σε αυτό το σημείο ότι τα περισσότερα ποιήματα της συλλογής είναι άτιτλα), η γραφίδα της Λιακέα ζωγραφίζει απόκοσμες εικόνες:
Όρθιοι στο νερό,
κοιμούνται άνθρωποι, γυμνοί,
η θάλασσα χουζουρεύει ακόμα
στου βουνού τον ίσκιο
[…]
Μόνο σαν κάνω να σαλέψω τα πόδια,
κάτω απ’ το τέλειο είδωλο τ’ ουρανού,
σαν μέδουσα αναδεύεται
ένα στρώμα πηχτό
θρυμματισμένου πάγου
Η εικονοποιΐα της ποιήτριας είναι πολλές φορές καθηλωτική, ό,τι κι αν περιγράφει: «Όλα είναι ασπρόμαυρα, όπως και τα δεκάδες περιστέρια/ που ακολουθούν και μας περιεργάζονται, ανταλλάσσοντας μεταξύ τους/ λοξές ματιές. Ξάφνου, ανάβει απέναντι ένα μικρό γαλακτοπωλείο/ απ’ όπου ο πατέρας μου αγοράζει σοκολατούχο γάλα και/ δυο μικρά ζεστά, πεντανόστιμα ψωμιά. Το ένα προορίζεται για μένα/ το άλλο για τα πουλιά, που μ’ έχουν περικυκλώσει» (ποίημα «Τα περιστέρια», σελ. 14). Ακόμη και τα χαϊκού της, που παρεμβάλλονται ανά κάποια ποιήματα, το πετυχαίνουν αυτό: «Γκρίζος καθρέφτης/ το νερό παγωμένο/ μόνος ο ψαράς» ή «Άσπρα βότσαλα/ στην ξεραμένη κοίτη/ και παπαρούνες» (από τα χαϊκού στη σελ. 18).
Οι ζωντανές περιγραφές εγείρουν αισθήματα, συχνά οικειότητας, στον αναγνώστη:
Χαϊδεύεις τα μαλλιά μου
«μαλλούσα μου», λες, «μαλλούσα»,
κάτω απ’ το μαντήλι χιόνι
και το μαντήλι μαύρο
(από το ποίημα στη σελ. 10)
Εκτός του ότι υπάρχουν στοιχεία από το δημοτικό τραγούδι (όπως το μαύρο μαντήλι), η οικειότητα ριζώνει και σε άλλα ελληνικά στοιχεία τα οποία επιστρατεύει η Λιακέα στις περιγραφές της. Για παράδειγμα, παρακάτω στο ίδιο ποίημα:
Στην ποδιά σου αφρόψαρα
και νεραμολημένο αλάτι
μυρωδιά σταφίδας, κορίτσι μου
Αλλά και σε αρκετά ακόμη ποιήματα, όπως αυτό στη σελ. 27:
μυρωδιά από αρμεγμένο γάλα
και χαρούμενες φωνές γυναικών
που ψήνουν γαλατόπιτες
για την Ανάσταση
Τα αισθήματα που προκαλούν οι εικόνες υποδαυλίζει η συστηματική αναφορά στις αισθήσεις: πέρα από την όραση που είναι η κυρίαρχη αίσθηση, έχουμε την οσμή όπως στο αμέσως πιο ποίημα (αρμεγμένο γάλα, γαλατόπιτες), αλλού την αφή («χαϊδεύεις τα μαλλιά μου» που είδαμε πιο πάνω), την ακοή («να μην ακούσω/ το φριχτό σπάσιμο/ των σαλγκαριών», από το ποίημα στη σελ. 11), τη γεύση («ζαχαρωμένα πέταλα λευκής ορχιδέας», από το ποίημα στη σελ. 39). Με αυτό τον τρόπο η επίδραση των εικόνων πολλαπλασιάζεται, γιατί αποκτούν αμεσότητα και γίνονται απτές.
Οι αισθήσεις χρησιμεύουν και για να υπογραμμίσουν κάποιο γεγονός: την καλοσύνη δυο χεριών που ζυμώνουν ψωμί, για παράδειγμα, όπως στο εναρκτήριο ποίημα της συλλογής («…είναι όμορφη δεν τη φοβάμαι και/ ζυμώνει καρβέλια ψωμί που κεντάει με πλουμίδια και πουλιά»), αλλά και την απειλή που μπορεί να κρύβουν δυο άλλα, όπως τα χέρια που μετατρέπονται σε ψαλίδια στο ίδιο ποίημα («Φοβάμαι τη Χριστίνα που μαυροφορέθηκε, και κάνει τάχα να μου κόψει/ τη γλώσσα με τα χέρια. Βλέπω να τα μεταμορφώνει σ’ επιδέξια ψαλίδια και να με κυνηγά»).
Κατ’ αυτόν τον ευφάνταστο τρόπο παράγεται αφάνταστη ζωντάνια, την ίδια στιγμή που επιστρατεύεται – απολύτως ενεργητικά – η μνήμη. Αυτή άλλωστε είναι το εισιτήριο για τον κόσμο των νεκρών. Είναι όμως μνήμη που αναμοχλεύει τη θλίψη για όσους χάθηκαν, εξ ου και οι εικόνες σε κοιμητήρια (ποιήματα στις σελ. 15, 20, 30, 50) ή από άλλες συναντήσεις με τους νεκρούς:
Απόψε ξύπνησα γιατί στάθηκες απέναντι –
Σηκώθηκα να δω τα μάτια που ‘χουν πάντα
την ίδια φοβερή στοργή
το στόμα με την απύθμενη σιωπή
που ‘χει στο χείλος του ένα πικρό χαμόγελο ραμμένο
(από το ποίημα «Φεγγάρι», σελ. 25)
Στη μνήμη κάνουν έκκληση επίσης οι επαναλαμβανόμενες αναφορές στην παιδική ηλικία («χτυπημένα γόνατα» όπως είδαμε πιο πάνω), αλλά και οι αναμνήσεις που εκκινούν από αυτή:
Κάθε πρωί, η μάνα μου και η θεία
ετοιμάζουν τον καφέ
μεσημέρι πρωτοχρονιάς […]
δεν είναι πια η μάνα ούτε η θεία
Είναι αδελφές που μοιράστηκαν μυστικά
και χαμογελούν
(από το ποίημα στη σελ. 42)
Πολλοί οι πεθαμένοι στη συλλογή, «παρελαύνουν» μπροστά από το ποιητικό υποκείμενο, ανακατεμένοι με τους ζωντανούς όπως π.χ. στο ποίημα «Η αγελάδα» (σελ. 39), με το υποκείμενο να μην παραμελεί κανέναν:
Με όλους ανταλλάσσω χειραψία, δυο τρεις κουβέντες για τ’ αυριανό
τραπέζι, τα 12ηχα στο νυχτερινό του Σοπέν, ένα σπασμένο καντήλι, […]
Σκόνη σηκώθηκε απ’ το ποδοβολητό, στο λεηλατημένο μου δωμάτιο
Στο ποίημα «Απομεσήμερο» (σελ. 50) όμως, τη σκηνή κλέβει ο ήλιος που δύει. Έχει προηγηθεί μια άλλη σκηνή όπου «η γιαγιά και μια ακόμη μανδηλοφορούσα πλένουν κι ασπρίζουν/ οστά σε μια πράσινη λεκάνη». Η γιαγιά μιλάει στο κορίτσι που είναι το ποιητικό υποκείμενο και της λέει: «Δες Βαγγελάκι μου πώς γίνεται/ ο άνθρωπος, κοίτα το κεφαλάκι του, τα χέρια». Όμως εκείνη «δεν ξέρ[ει] ποιος είναι ο άνθρωπος κι ούτε που νοιάζ[εται],/ βλέπ[ει] μαγεμένη του ήλιου την πορφύρα/ να χάνεται πίσω από τα μνήματα». Ευτυχώς η ζωή συνεχίζει να συμβαίνει, παρά το παρελθόν και τις αναμνήσεις που κουβαλάμε. Συμβαίνει δε τόσο φαντασμαγορικά που μας βγάζει από τη θλίψη και τη φρίκη γιατί μας συνεπαίρνει. Ιδίως αν έχουμε εξοικειωθεί με την απώλεια και τη φρίκη. Έτσι πρέπει, άλλωστε.
Θα κλείσω τη σύντομη περιήγησή μου στην εξαιρετική αυτή συλλογή με το ποίημα της σελ. 35 που μιλά για τη μεταμόρφωση που υφιστάμεθα καθώς μεγαλώνουμε και προχωράμε στη ζωή μας, κουβαλώντας τις αναμνήσειις μας. Είναι πολύ σημαντική αυτή η μεταμόρφωση, έστω κι αν είναι οδυνηρή – μας εξασφαλίζει, αν μη τι άλλο, την επιβίωση:
Στη ράχη της ανοίγει ένα λουλούδι
Η μεταμόρφωση αργή την πονά
Ήταν πάγος και κρύσταλλος
είναι χιόνι – θα λιώσει
σε σταλαγματιές της Άνοιξης
το χώμα θα τις καταπιεί
Το λουλούδι τις ρίζες του απλώνει
Ζωντανεμένα ψάρια πηδούν μέσα έξω
στα νερά, στη ραμμένη ραντόφουστα,
τ’ άσπρα κουμπιά,
την κορδέλα στα μαλλιά της
Το λουλούδι άνθισε κι είναι κόκκινο
απλώνει τις ρίζες του και την πονά
Δεν είναι αυτονόητο ότι η διαχείριση αφενός της μνήμης και αφετέρου των μυστηρίων της ζωής και του θανάτου θα γίνει τόσο αριστοτεχνικά και συγχρόνως με τέτοια αμεσότητα – τουναντίον. Η συλλογή της Εύης Λιακέα είναι τόσο δυνατή γιατί ριζώνει στο βίωμα και μιλάει τη γλώσσα της αλήθειας, η δε ποιητική της διαχείριση είναι εξαιρετική. Σπάνιος ο συνδυασμός και αξίζουν ειλικρινή συγχαρητήρια στην ποιήτρια.
Χριστίνα Λιναρδάκη