«Ελλιπές μέτρο» της Μαρίας Τζιαούρη-Χίλμερ
Χριστίνα Λιναρδάκη

Ποιήματα, πεζοποιήματα, η παρτιτούρα ενός ταγκό στη θέση που θα καταλάμβανε ένα από τα δύο, καθώς και πολλή μουσική που αναδύεται μέσα από τους στίχους ή ανάμεσά τους: αυτά είναι τα στοιχεία που συνθέτουν τη νέα συλλογή της υποψήφιας το 2020 για κρατικό βραβείο Κύπρου Μαρίας Τζιαούρη-Χίλμερ με τίτλο «Ελλιπές μέτρο» (εκδόσεις Σαιξπηρικόν, 2022).

Η μουσική είναι χωρίς αποτέλεσμα, αν δεν υπάρχει ρυθμός και αρμονία, το ίδιο και η ποίηση –αλλά και τα δύο υπάρχουν ισορροπημένα στο Ελλιπές μέτρο. Γιατί όμως το μέτρο είναι ελλιπές; Γιατί η ζωή φέρνει μαζί τους ανθρώπους και μετά τους χωρίζει, γιατί η απουσία διαδέχεται την παρουσία με χαρακτηριστική ευκολία, γιατί η πατρίδα είναι κάτι που μπορεί να χαθεί και γιατί η νοσταλγία για αυτό που είχαμε ή για αυτό που ήμασταν μας διαπερνά και μας προσδιορίζει. Επιπλέον, γιατί η ανάμνηση κατακερματίζεται σε κομμάτια που δεν είναι πάντα εφικτό να ξανασυγκολληθούν:

Μέτρησε την αμηχανία στα δάχτυλά της. Μέτρησε τα κομμάτια και απόρησε, αν κάποτε ήταν το όλον. Πήρε το σελοτέιπ και άρχισε να τα κολλάει. Ο ήλιος του μεσημεριού τα φώτιζε. Στο ραδιόφωνο οι U2 τραγουδούσαν το Beautiful Day.

(από το πεζοποίημα «Σελοτέιπ»)

Όλα αυτά τα διερευνά στους γεμάτους μουσική στίχους της η Τζιαούρη-Χίλμερ και το κάνει με έναν τρόπο εντυπωσιακό που γίνεται τέτοιος επειδή ακριβώς στην πραγματικότητα δεν είναι: η ίδια δεν μιλά με φραστικά πυροτεχνήματα, δεν μιλά καν ρητά, μιλά με sotto voce – χαμηλόφωνα, υπαινικτικά, προσκαλώντας τον αναγνώστη να συμπληρώσει ό,τι λείπει. Άλλοτε η ποιήτρια αποκαλύπτει σταδιακά, δημιουργώντας ένταση στην ανάγνωση, όπως στο ποίημα «Στο χώμα» όπου βρίσκουμε μια γυναίκα να φροντίζει τον κήπο της όταν «ακούει μια φωνή μέσα στα χόρτα» να τις δίνει οδηγίες. Μόνο προς το τέλος του ποιήματος αποκαλύπτεται ότι η φωνή αυτή ανήκει στην πεθαμένη μητέρα της, τις οδηγίες της οποίας ακούει καθαρά μέσα της – όπως συμβαίνει σε όλους μας με τις οδηγίες των μανάδων μας που έχουν γίνει κομμάτι του υποσυνειδήτου μας. Συγχρόνως, αποκαλύπτεται ότι το παιδί της γυναίκας έχει πεθάνει· η ανάσα σταματά και για μια στιγμή μένουμε εκκρεμείς. Για να δούμε αμέσως μετά τη γυναίκα να φυτεύει μια τριανταφυλλιά σε βαθύ λάκκο, με τα χέρια γυμνά. Στο τέλος του ποιήματος, «αρχίζει ξαφνικά να βρέχει. Αίμα και νερό κάνουν ένα παράξενο ρυάκι γύρω απ’ την τριανταφυλλιά». Καταλαβαίνουμε, χωρίς να μας το πει κανείς, πως η γυναίκα είναι θυμωμένη με τον θεό ίσως, κυρίως όμως με τον εαυτό της που ζει ενώ το παιδί της όχι. Θέλει μήπως με την τριανταφυλλιά να δώσει και σε κείνο «μια φωνή μέσα από τα χόρτα;». Ίσως – όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά σε αυτό το ποίημα που προξενεί ανατριχίλα. Το νεκρό συγγενικό πρόσωπο που μιλάει είναι θέμα που γνωρίζουμε από τα δημοτικά τραγούδια, στα οποία το ποίημα ριζώνεται, δημιουργώντας στον αναγνώστη μια επιπρόσθετη αίσθηση οικειότητας.

Πέρα από την κάθε είδους απώλεια (αναμνήσεων, αντικειμένων, προσώπων – της μητέρας και του πατέρα κυρίαρχων μεταξύ των τελευταίων) που δημιουργεί έλλειψη, υπάρχει και άλλο ένα στοιχείο στα ποιήματα που τη δημιουργεί: η απαγόρευση. Η γυναίκα ζει κάτω από την ανδρική ματιά και σκιά, όπου της απαγορεύεται μια ισοδύναμη θέση:

                                 δίχως παράπονο κανένα

 να δέχεται στα σκοτεινά το ξένο σώμα
το χαστούκι και την προσβολή
το παιδί που φεύγει και κείνο που μοιρολογεί

                                  δίχως παράπονο κανένα

 να σωπαίνει για το δρόμο που της όρισε ο Αδάμ

(από το ποίημα «Δίχως παράπονο κανένα»)

Έπειτα, υπάρχει η κληροδοτημένη έλλειψη, η εγγενής, εκείνη με την οποία ερχόμαστε στον κόσμο. Το πεζοποίημα “En blanc et noir” καταλήγει: «Τα δάχτυλά του είχαν μια παράξενη αρετή, σαν να ήταν τα μάτια του». Μόνο τότε γυρίζουμε πίσω, σε ό,τι προηγήθηκε στο ποίημα και καταλαβαίνουμε γιατί, όταν γεννήθηκε το αγόρι, η μητέρα του ένιωσε μόνο «πρόσκαιρη χαρά». Και γιατί το παιδί είχε στο κεφάλι του «μαύρο σκοτάδι»: επειδή γεννήθηκε τυφλό. Και πάλι, κανείς δεν μας το είπε ρητά, έπρεπε να αφουγκραστούμε για να καταλάβουμε. Στο μεταξύ, όλο το ποίημα είναι ένα πεδίο αντικαταστάσεων: φως-σκοτάδι, βλέμμα-αδυναμία απόκρισης με βλέμμα, μουσική-οιονεί υποκατάσταση του βλέμματος-ελπίδα.

Υπάρχει όμως και η εσκεμμένη έλλειψη. Ο πατέρας στη συλλογή γενικά αντιμετωπίζεται με λαχτάρα και νοσταλγία – μέχρι που φτάνουμε στο ποίημα «Το αγόρι με τα σπίρτα». Εκεί έχουμε έναν κακοποιητικό προς τη σύζυγό του γονιό (θεματικά, υπάρχει σύνδεση με το φεμινιστικό θέμα που διακρίναμε πιο πάνω), τον οποίο τιμωρεί ο γιος του πυρπολώντας τον μέσα στο ίδιο τους το σπίτι. Δεν υπάρχει δηλαδή ενιαία στάση, αλλά ούτε και αμφιθυμία. Υπάρχει το ένα και υπάρχει και το άλλο, συγχρόνως, όπως στη ζωή. Και ενώ η ενιαία στάση θα εξασφάλιζε στη συλλογή τη δύναμη που χαρίζει η επανάληψη, η ανατροπή τής εξασφαλίζει αιχμηρότητα και την αίσθηση του απροσδόκητου.

Σημαντικό για αυτό το εφέ αλλά και τη συλλογή γενικότερα είναι το γεγονός ότι είναι πολυφωνική: όχι μόνο δεν υπάρχει ένα και μόνο, ενιαίο ποιητικό υποκείμενο, αλλά ούτε ο αφηγητής δεν μοιάζει να είναι ενιαίος – πότε περιγράφει σε τρίτο πρόσωπο, πότε σε δεύτερο, πότε μιλά σε πρώτο. Και κάπως έτσι ο αναγνώστης περνά από την απρόσωπη (παρ’ ότι και πιθανά σπαραχτική συγχρόνως) αφήγηση στην αμεσότητα, και αμέσως μετά στην εξομολόγηση. Και όλα αυτά ενώ ολοένα αναδύονται απόηχοι μουσικής (κλασικής, λαϊκής και παραδοσιακής), ενώ δεν λείπουν και τα παραθέματα από δημοτικά τραγούδια, όπως από το ηπειρώτικο «Ξενιτεμένο μου πουλί» στο ποίημα «Κληρονομιά».

Η μουσική βέβαια συμβαδίζει με την ισχυρή εικονοποιΐα, που ενίοτε λειτουργεί σαν εκτεταμένη μεταφορά, όπως στο ακόλουθο ποίημα το οποίο θα παραθέσω ασχολίαστο:

ΕΠΙΦΑΝ(Ε)ΙΑ

Ρίχνουμε σταυρούς στον βυθό της θάλασσας
στην επιφάνειά της ξεβράζονται τα πτώματα
εκείνων που θρηνούμε εμείς σαν θεατές
ο βουτηχτής με υπερηφάνεια υψώνει το σταυρό

και οι εναπομείναντες ναυαγοί σηκώνουν τον δικό τους

Πόση
επιφάνεια
αντέχεις;

Ένα τελευταίο είδος έλλειψης είναι αυτό που παράγει η φθορά. Στο ποίημα «Οι μαστοί», η γυναίκα που παρουσιάζεται αρχικά «αποθήκευε θύελλες» για χάρη των συγκεκριμένων μελών της, τα οποία κατόπιν μαράθηκαν, τόσο ώστε να τα κοιτάζει στον καθρέφτη και να μην τα αναγνωρίζει. Κι έπειτα ακούμε έναν γιατρό να της μιλάει για «αλλοίωση», δηλαδή καρκίνο. Στο τέλος τους ποιήματος, εκείνη αναρωτιέται: «Άραγε να τους χαϊδέψει απαλά/ ή να τους ξεριζώσει με τα χέρια της;». Διατρέχουμε όλη την γκάμα των αισθημάτων που συνοδεύει κάτι δικό μας που ξεκίνησε σαν αντικείμενο θαυμασμού, γνώρισε την ήττα, για να μετατραπεί εντέλει σε κάτι απειλητικό για την ύπαρξη. Παρόμοιο μοτίβο συναντάμε και στο ακόλουθο ποίημα:

 ΘΡΟΜΒΩΣΗ

Χρόνια τώρα μαζεύτηκε στο σώμα
φόβος, πόνος

μια θορυβώδης σιωπή

 [το αίμα δεν κυλάει κανονικά,

χάθηκε ο ρυθμός στις φλέβες]

 Χρόνια τώρα μαζεύτηκαν

παράπονα της σάρκας

σφιγμένες λέξεις

 κάθε βράδυ ακούει το Erbarme mich του Μπαχ.

Υπάρχει άραγε ελπίδα να ολοκληρωθεί ό,τι είναι ελλιπές; Η ποιήτρια απαντά με τα δύο ποιήματα που κλείνουν τη συλλογή σε αισιόδοξο τόνο. Το πρώτο λέγεται, εύγλωττα, «Ποτέ δεν ξέρεις». Γιατί πράγματι ποτέ δεν ξέρεις τι σου επιφυλάσσει το μέλλον: «Ποτέ δεν ξέρεις αν θα σε πετύχει η συγκίνηση που αποφεύγεις με τόση επιμονή. Ποτέ δεν ξέρεις αν θα επιστρέψουν κάποτε αυτοί που έφυγαν απροσδόκητα». Η ολοκλήρωση είναι πάντα μια πιθανότητα και μάλιστα όχι αμελητέα. Το ίδιο και η επανεκκίνηση:

ΑΠ’ ΤΗΝ ΑΡΧΗ
Να βουτήξω τα χέρια μου
μες τη ζωή
σαν ζυμάρι
σε ρυθμό τριών τετάρτων
να πλάσω εσένα – εμένα – εμάς

ξανά και ξανά απ’ την αρχή.

Στη συλλογή της Μαρίας Τζιαούρη-Χίλμερ «Ελλιπές μέτρο», στην οποία κυρίως απαριθμεί ελλείψεις, η πιθανότητα επανάκαμψης γίνεται η ρωγμή απ’ όπου μπορεί να ξεχυθεί η ελπίδα.

Χριστίνα Λιναρδάκη

 

Περισσοτερα αρθρα