“Εκκρίσεις” της Ζέτας Μπελαούρη
Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου
«-μεγεθυντικός ήταν πάντα ο φακός της ποίησης-

κι όλα τα ποτήρια άσπρο πάτο»

Η Ζέτα Μπελαούρη, μετά την πρώτη της εμφάνιση το 2015 (Η ύλη της αντοχής, εκδ. Γαβριηλίδη), εμφανίζεται με μια δεύτερη ποιητική συλλογή (εκδ. 24 γράμματα, 2022), η οποία φέρει τον υπότιτλο κατά πάθος, κάτι που επιβεβαιώνεται και από το πλήθος των ποιημάτων, όπως και στην προηγούμενη της συλλογή. Είναι γεγονός, πως ο υπότιτλος αποτελεί και το εκφραστικό όχημα της παρούσας ποιητικής συλλογής, η οποία χωρίζεται σε τρεις ενότητες,  ΣΙΕΛΟΓΟΝΑ, ΔΑΚΡΥΓΟΝΑ, ΖΟΥΜΙΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΕΛΙΞΗΡΙΑ. Πενήντα και πλέον ποιήματα συνθέτουν τις θεματικές των ενοτήτων, διαπραγματευόμενες περιπλανήσεις στον κόσμο της ύπαρξης, ως πρόθεση, ως πράξη και ως δημιουργικό αποτέλεσμα, δικαιολογώντας ταυτόχρονα, τόσο τον τίτλο της συλλογής όσο και τον υπότιτλο, καθώς το πάθος συνοδεύει τις λέξεις της ποιήτριας σε κάθε εσωτερική αναζήτηση. Τη συλλογή κοσμούν έργα του ζωγράφου και γλύπτη Βαγγέλη Ρήνα.

Πρόκειται για μια ποιητική, όπου το ύφος καταλήγει, συχνά, λιτά ασθματικό, με όρους απεύθυνσης. Η γλώσσα δανείζεται τους λυρισμούς του Ελύτη, τα χρώματα του Σεφέρη, την αγωνιστικότητα του Αναγνωστάκη, τις συνομιλίες με τους ανεκπλήρωτους έρωτες της Ρουκ, ενώ η ποιητική της Ζ. Μπελαούρη υιοθετεί μια γλώσσα που διαχειρίζεται την αργκό και την προφορικότητα παρεμβατικά. Η ποιητική της δημιουργεί συχνά ένα εικαστικό περιβάλλον, το οποίο φλερτάρει με τα όρια του ντανταϊσμού, σκηνοθετώντας με κυνισμό. Σαρκάζει σκωπτικά, επιχειρώντας να γκρεμίσει υπάρχουσες λογοτεχνικές και κοινωνικές αξίες, ενώ κινείται σκηνοθετικά σ’ ένα γροτέσκ ποιητικό τοπίο, την ίδια στιγμή που η υπερρεαλιστική ατμόσφαιρα σφραγίζεται από ένα βαθύ υπαρξιακό ταξίδι αμφισβήτησης.

«Κι όπως λαθρεπιβάτης/τυχάρπαστος/ουδείς/με βλέμμα εγκάρσιο/γύρισε κι είπε:// “Δεν είσαι μόνο το πρόσωπο./Είσαι και οι συνθήκες”/Δεν ήταν κανείς./Το είναι και τ’ αγιάζι του/η στρόφιγγα του νου που γέμιζε τη θάλασσα//άμμος άμετρος/οι συνθήκες.// “Έχεις κι άλλο” μονολόγησα.//Κι ήταν γραμμή πλωριά/ορίζοντας από εσύ//Κόκκο κόκκο.”» σ. 17

Η γραφή, η ίδια η τέχνη, η επικοινωνία, συνδέονται με τη αγωνία του ποιητικού υποκειμένου, δημιουργώντας ένα ποιητικό σύμπαν, όπου αίτιο και αιτιατό συνδέονται με την υπαρξιακή ανάγκη της έκφρασης στα ΣΙΕΛΟΓΟΝΑ. Άλλοτε συνδέεται με τις ξερολιθιές και τα χρώματα, τους παφλασμούς του Αιγαίου, «Αγάπη με τα γρέζια πέτρινα/σκουριές του ήλιου στον ασβέστη/πάλεμα φως.» σ. 28, την ερημιά της ύπαρξης και την αναζήτηση μιας εσωτερικής πατρίδας, τη σύνδεση με το θείο, «Πώς θα βγω από μένα να δω το πρόσωπό Σου;/Χνάρια μιας συστοιχίας αγγέλων/λευτερώνουν τη σάρκα μου/διασχίζοντας ουλές.», σ. 31, καθώς σε μια απεύθυνση προς αυτό συνδέεται με τα τάματα στην Παναγιά της Τήνου. «Λόγια είναι αυτά… κι αριθμοί και φάροι καταδικασμένοι/πέλαγο/μικρά να Σε προφέρουν/ανάβουν στα καντήλια τους/γεωμετρίες/συντακτικά/ισχνές φωνές φλογίτσες…» σ. 37.

Στα Δακρυγόνα, το θείο πάθος συναντά την υπαρξιακή αγωνία «Πώς καίει τα χέρια η αντιστροφή της προσευχής…/Τι κίνδυνος η ολιγωρία/τελεσφορεί με την ασέλγεια.» σ.41, καθώς εκτείνεται ρεαλιστικά για να συναντήσει την καθημερινότητα εντός του αστικού τοπίου, όπως αυτή βιώνεται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, «Στο ραδιόφωνο/η ημερήσια διάταξη/μεταγλωττίζει τούτη την αφυδάτωση/δηλαδή/άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε.» σ. 44.

Στην ενότητα ΖΟΥΜΙΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΕΛΙΞΗΡΙΑ το πάθος περιγράφεται δευτεροπρόσωπα σε μιαν απεύθυνση που κινείται μεταξύ των δύο αριθμών, καθώς το πλήθος εναλλάσσεται μεταξύ του ενός και όλων. Όπου όλοι, οι έρωτες που δεν ευοδώθηκαν, τα ερωτικά αντικείμενα που σημάδεψαν με απογοήτευση και πένθος με την απουσία τους. Το ποιητικό υποκείμενο εξομολογείται τον έρωτα, ραγίζει ανάδρομα, και ομολογεί, «Σεις μπορείτε να είστε και να μην είστε. Εγώ τελειωτικά είμαι./Το πάθος μου./το μόνο/αλώβητο.» 71. Ο έρωτας συνομιλεί με τον θάνατο, έναν θάνατο που ταυτίζεται με την απώλεια του αντικειμένου του πόθου, τον ανεκπλήρωτο έρωτα και το πένθος που τον ακολουθεί. «Πεθαίνω από γενναιότητα κι ομορφιά… στο ’πα!/Συλλογιόμουν να σολάρεις μέσα στη νύχτα και τη /μέρα μου./Απέρατος./Κι ανεκπλήρωτος πάντα.» Σ.72

Ο έρωτας στο ποιητικό σύμπαν της τρίτης ενότητας μυρίζει καλοκαίρι, ηχεί στη λύρα του Απόλλωνα και τα δαντελωτά γαλάζια νερά φλέγονται κάτω από ένα φλογοβόλο έρωτα που ταξιδεύει στο Αιγαίο, καθώς «Πρωτοστατεί/υλικό/το ρήμα το πολύτροπο», συμβολικά ως άλλος Οδυσσέας. Το ρήμα «σ’ αγαπώ», μετατρέπεται σε ρήμα κίνησης και ταξιδεύει αναζητώντας την πολύποθη Ιθάκη, «ως κωπηλασία/ως πνιγμός» σ. 76. Η εικονοποιία των περιγραφών, μετατρέπει σκηνοθετικά την ποιητική της Ζ. Μπελαούρη σε υπερρεαλιστικό πίνακα, συνδιαλέγεται νεοτερικά μ’ έναν ωμό ρεαλισμό, «Σε εννοώ σώμα μου/απ’ ανάσες και ζουμιά/και πλάι οι γυμνές αποσκευές που κουβαλάμε/ερωτήσεις κι αποκρίσεις…», σ. 86, και επιστρέφει στη συνειδητοποίηση. Το σκοτάδι παλεύει με το φως. «Φως./Ύστερο κεχριμπάρι/στα χέρια τ’ απογεύματος/Φιγούρες δύουν.» σ. 88. Καθώς εγκαθιδρύεται η απουσία, το γήινο ενώνεται με το θείο, η σάρκα αποδέχεται τη φθαρτότητα της, υμνείται μια νέα παρουσία. Είναι η ελπίδα που γεννά η γενναιότητα της ύπαρξης.

[…]

Φως ενάντιο και σύμμαχο
       Φως ουλής
       Τραύματος
Φως καθρέφτης σε λασπόνερα
 
Μάρτυρας και μαρτυρίου φως.
 
Φως Σώμα.
Φως Αίμα.__

 

 

Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου

Περισσοτερα αρθρα