Το συγκεκριμένο βιβλίο προσωπικά το διάβασα πέρυσι, ωστόσο φέτος είναι που παρατήρησα έναν παροξυσμό σχετικά με αυτό: όλοι ήθελαν να το διαβάσουν και, αφού το διάβαζαν, όλοι ήθελαν να το προτείνουν στους άλλους. Έγινε μάλιστα και ταινία, που παίζεται με μεγάλη επιτυχία. Πολλοί, αντίθετα, ήταν εκείνοι που διαμαρτύρονταν για τη δημοφιλία του βιβλίου, μην μπορώντας να πιστέψουν στα μάτια τους . Και γιατί; Επειδή οι Καραβίδες δεν συνιστούν καθαρόαιμη λογοτεχνία αλλά αποτελούν στοιχείο μαζικής κουλτούρας.
Ιστορικά μιλώντας , η μαζική κουλτούρα εμφανίστηκε σαν ένας οδοστρωτήρας που εισήγαγε το «λαϊκό» ή «κοινότοπο» στη λογοτεχνία και ήρθε να κλονίσει την όποια βεβαιότητα περί ορίων του λογοτεχνικού κειμένου. Με την πάροδο των χρόνων μάλιστα, κάποιες μορφές μαζικής κουλτούρας κατέλαβαν σημαίνουσα θέση, κατακτώντας ένα νέο αστικό κοινό (γυναικείο κατά βάση, αλλά και των νέων κοινωνικών στρωμάτων που προέκυψαν από τη βιομηχανοποίηση και την αστυφιλία): μιλώ ασφαλώς για τον τομέα της «παραλογοτεχνίας», όπως ονομάστηκε αργότερα, δηλαδή για κάποια γένη όπως το λαϊκό μυθιστόρημα, το αστυνομικό, η επιστημονική φαντασία, αλλά και η ελαφριά «βιομηχανική λογοτεχνία» τύπου Άρλεκιν.[1] Το γεγονός ότι τα εν λόγω έργα διαβάζονται μέχρι σήμερα περισσότερο από ό,τι τα κλασικά και ότι η λογοτεχνία του στενού κύκλου αναγκάζεται να τα επανοικειωθεί με την παρωδία του kitsch, την ειρωνεία κ.λπ., δείχνει ότι τα γένη δεν χωρίζονται μεταξύ τους με στεγανά, ανεξαρτήτως της αναγνώρισής τους. Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που η παραλογοτεχνία δημιούργησε μια φοβερή υποψία στη λογοτεχνία, η οποία αναγκάστηκε να ρίξει ένα νέο βλέμμα στον ίδιο της τον εαυτό.
Οι θεωρητικοί της λογοτεχνίας ασφαλώς εκφράστηκαν για το θέμα που ουσιαστικά έθεσε τη λογοτεχνία ενός ιδεατού Κανόνα[2] εν αμφιβόλω. Ο Mikhaïl Bakhtin, για παράδειγμα, υποστήριξε ότι ο καθημερινός, κοινός λόγος χρησιμοποιεί τις ίδιες ακριβώς τεχνικές με τον ποιητικό, είναι εξίσου παιγνιώδης με αυτόν και διαφοροποιείται μόνο σε επίπεδο πραγματολογικής και κοινωνικής λειτουργίας και πρόσληψης. Επομένως, κατά τον Bakhtin, δεν υπάρχει λόγιος πολιτισμός, δεν υπάρχει λογοτεχνία άξια του ονόματός της που να μην επανεγγράφεται, ακόμα και εν αγνοία της, σε μια τεράστια λαϊκή κληρονομιά.[3]
Συνηγορώντας με τον Bakhtin, ο Pierre Bourdieu αναγνώρισε τρία πολιτιστικά πεδία γούστου: το «νόμιμο» (legitimate) ή κυρίαρχο γούστο, το «μεσαίο» ή μικροαστικό (middle-brow) και το «λαϊκό» (popular),[4] και θεώρησε ότι το τελευταίο βασίζεται στο συνεχές δούναι και λαβείν τέχνης και ζωής και σε «ένα βαθιά ριζωμένο αίτημα συμμετοχικότητας». Αντίθετα, ο Umberto Eco αναφέρθηκε διεξοδικά στην έννοια του kitsch το οποίο, καλύπτοντας τεχνηέντως την επιθυμία για γόητρο, παράγει έργα μιας ψευδώς επιτηδευμένης, αλλά ουσιαστικά ευτελούς αισθητικής, τα οποία «μετατρέπουν τη γνώση σε εμπορεύσιμη ψευδαίσθηση».[5]
Ο λόγος λοιπόν που οι Καραβίδες της Όουενς, όπως και τα βιβλία της Λένας Μαντά, της Ρένας Ρώσση-Ζαΐρη κ.ά., δεν είναι λογοτεχνία αλλά μαζική κουλτούρα βρίσκεται σε όλα τα παραπάνω. Αυτά τα βιβλία αγκαλιάζουν το κοινότοπο και το αναμενόμενο, περιλαμβάνουν πολλά κλισέ (μιας και είναι «βγαλμένα από τη ζωή») και, παρ’ ότι μπορεί να χρησιμοποιούν διαφορετικές αφηγηματικές τεχνικές, περιγραφικό λόγο και άλλα λογοτεχνικά στοιχεία, δεν καταφέρνουν να γίνουν λογοτεχνία.
Στις Καραβίδες συγκεκριμένα, αυτό παρατηρείται κυρίως στο δεύτερο μισό του βιβλίου, αφού στο πρώτο μισό θα μπορούσαμε να ανιχνεύσουμε συγγένειες ακόμη και με κλασικά λογοτεχνικά βιβλία όπως οι Περιπέτειες του Χακ Φιν του Μαρκ Τουέιν, όπου οι περιγραφές της φύσης αφθονούν και υπάρχει ένας μοναχικός ήρωας που καταφέρνει να επιβιώσει παρά τις αντιξοότητες και τις δοκιμασίες. Όμως το δεύτερο μισό του βιβλίου αναλώνεται σε ένα ερωτικό τρίγωνο, στο δικαστικό δράμα της πρωταγωνίστριας, την αντίδραση της τοπικής κοινωνίας και την ανατροπή του τέλους – στοιχεία που παραπέμπουν (όλα αδιακρίτως!) σε ένα απόλυτα αναμενόμενο, ακόμη και τετριμμένο θα έλεγα, σενάριο που κάνει το βιβλίο να «ξεφουσκώσει» – και μάλιστα άτσαλα. Ενδεχομένως όμως είναι αυτά ακριβώς τα στοιχεία που το καθιστούν δημοφιλές, πάλι για τους λόγους που προαναφέρθηκαν…
Σε κάθε περίπτωση είναι καλό, όταν διαβάζουμε, να ξέρουμε τι είναι αυτό που διαβάζουμε και να μην τρέφουμε ψευδαισθήσεις.
Χριστίνα Λιναρδάκη
[1] Βλ. Robin, R. (1989/2010), «Επέκταση και απροσδιοριστία της έννοιας της λογοτεχνίας», στο Angenot, M, Bessière, J., Fokkema, D. & E. Kushner (επιμ.) (1989/2010), Θεωρία της λογοτεχνίας: προβλήματα και προοπτικές, μτφρ.: Τ. Δημητρούλια, Αθήνα: εκδ. Gutenberg, 85.
[2] Ο «Δυτικός λογοτεχνικός κανόνας» είναι το σώμα των λογοτεχνικών έργων που έχουν θεωρηθεί κλασικά στη Δυτική λογοτεχνική παράδοση. Βλ. Bloom, H. (1995), The Western canon: the books and school of the ages, New York: Riverhead Books. Συζήτηση για την αμφισβήτηση του κανόνα, βλ. στο http://selidodeiktes.greek-language.gr/lemmas/1516/1467 (ημ/νία ανάκτησης: 12.8.2022).
[3] Bakhtine (Bakhtin), M. M. (1970), L’oeuvre de François Ribelais et la culture populaire au Moyen Age et sous la Renaissance, Paris: Gallimard.
[4] Bourdieu, P. (1979/1996), A Social Critique of the Judgement of Taste, trans.: R. Nice, Cambridge, MA: Harvard University Press, 16 [Πρωτότυπος τίτλος: Distinction. Critique sociale du jugement]. Η μετάφραση από το Εμμανουήλ, Δ., Καυταντζόγλου, Ρ. & Σουλιώτη, Ν. (2016), «Εισαγωγή: Κοινωνικές τάξεις και πολιτιστική κατανάλωση – μια πολλαπλά επίμαχη σχέση», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 146(146), 8.
[5] Έκο, Ο. (1964/1987), Κήνσορες και Θεράποντες, μτφρ. Έ. Καλλιφατίδη, Αθήνα: εκδ. Γνώση, 135-138. Βλ. επίσης Eco, U. (1988/2007), On Ugliness, μτφρ. Alistair McEwan, London: Harvill Secker, 394.