Μια συλλογή (εκδ. Εύμαρος, 2023) δεκαέξι διηγημάτων «εσωτερικού σπαραγμού», όπως αναφέρεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου. Σε αυτά απαντάμε ανθρώπους «της διπλανής πόρτας», απλούς και καθημερινούς, που όμως κατατρύχονται και ενίοτε κατασπαράζονται από δαίμονες κάθε λογής· μπορεί όμως αυτή η κατασπάραξη να είναι τελικά μια λύτρωση για τους ίδιους. Άλλοτε πάλι, η κατασπάραξη μπορεί να έχει επισυμβεί αλλά να είναι τόσο πρόσφατη που δεν έχουν προλάβει να τη συνειδητοποιήσουν. Έτσι, στο πρώτο διήγημα, «Το κενό μεταξύ των πραγμάτων», ο Κώστας (ένας εκ των δύο πρωταγωνιστών) έχει πεθάνει – μια κατάσταση που διαφεύγει της αντίληψής του και που ο αναγνώστης συνειδητοποιεί μόνο στο τέλος. Όμως ο Κώστας πέθανε στο κατώφλι: αφού είχε πάρει την απόφαση της επανασύνδεσης με τη Φαίη, λίγο προτού όμως προλάβει να την υλοποιήσει. Το διήγημα επομένως πραγματεύεται τη ματαιότητα των προθέσεων, υπενθυμίζοντας πως πάντα υπάρχει η πιθανότητα να μην προλάβουμε να πραγματοποιήσουμε κάτι που έχουμε ολόψυχα αποφασίσει.
Αλλά και το επόμενο διήγημα, «Από συνήθεια», περιέχει έναν απόκοσμο διάλογο. Ο παπα-Γιώργης κάθε βράδυ στο νεκροταφείο, κάτω από τη μεγαλοψυχία των δέντρων, αφουγκράζεται τους νεκρούς που μιλούν μεταξύ τους. Μες στον θάνατό τους συνεχίζουν να ζουν όπως πριν, ίσως μέσα από τις αναμνήσεις τους, ίσως μέσα από ψευδαισθητικές προβολές. Το διήγημα προτείνει ένα σενάριο μη λύτρωσης απ’ όσα βασανίζουν τον άνθρωπο, αφού στον κόσμο του αυτά συνεχίζουν αμείωτα να τον απασχολούν και μετά θάνατον…
Δύο διηγήματα παρακάτω είναι το «Ένας νάνος οπλισμένος». Πρωταγωνιστής του ένας ξαγρυπνισμένος ταξιτζής που προφανώς αποκοιμιέται, ενώ περιμένει την πελάτισσά του να κατέβει, και τη βλέπει μέσα σε παραμορφωτικό όνειρο. Είναι το πρώτο διήγημα στο οποίο εμφανίζεται ευδιάκριτα το θάμπωμα των ορίων μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας ή ονειροπόλησης, ένα θάμπωμα το οποίο κυριαρχεί στη συλλογή, δομώντας και το διακριτό της ύφος. Είναι όμως ένα θάμπωμα που γίνεται υποδόρια, σχεδόν ασυναίσθητα, και δημιουργεί την εντύπωση της φασματικότητας: των πραγμάτων που συμβαίνουν σε έναν κόσμο όπου το φανταστικό δεν ξεχωρίζει απόλυτα από το πραγματικό και ο αναγνώστης δεν έχει τρόπο να καταλάβει τι είναι όνειρο και τι είναι αλήθεια. Είναι μια κατάσταση που προσωπικά βρήκα πολύ γοητευτική και ενίοτε ιδιαίτερα συγκινητική.
Το φαινόμενο του θαμπώματος των ορίων συμβαίνει, για παράδειγμα, και στο διήγημα «Ζακέτα σε χρώμα μπλε του κοβαλτίου», μόνο που εδώ το θάμπωμα έχει αφετηρία τον εσωτερικό μονόλογο ενός ψυχικά διαταραγμένου ανθρώπου που περιτριγυρίζει τα ερείπια ενός ασύλου ανιάτων. Τόσο αυτό όσο και το επόμενο διήγημα, «Ήχοι ασταθείς», φέρνουν στο προσκήνιο το θέμα της ταυτότητας όπως προκύπτει από τη σεξουαλικότητα των ατόμων που εμπλέκονται – εν προκειμένω των πρωταγωνιστών τους. Και οι δύο έχουν σημαδευτεί από την απώλεια, στη μία περίπτωση του πραγματικού αγαπημένου χάριν μιας καθωσπρέπει ζωής και στην άλλη της κατανοητικής μάνας που άφησε τον γιο έρμαιο στα χέρια ενός απηνή και τιμωρητικού πατέρα.
Άλλα πάλι διηγήματα, όπως το «Ντολόρες», διαδραματίζονται αυστηρά εντός της πραγματικότητας. Τέτοια διηγήματα ανακινούν πραγματικά ζητήματα: το συγκεκριμένο πραγματεύεται την παραβατικότητα, την αγάπη που ματαιώνεται, τη δικαιοσύνη που πρέπει να απονεμηθεί και την αυτοδικία. Η Ντολόρες, μετανάστρια που αναγκάστηκε να εκδίδεται, ήταν η προτιμώμενη ενός μορφονιού που περιφρονούσε συστηματικά μιαν άλλη ομότεχνή της. Τελικά η Ντολόρες εξαφανίστηκε και εκείνος βρέθηκε σε κάποιο χαντάκι με χωμένο το μόριό του μες στο στόμα του.
Τη συλλογή κλείνει το διήγημα «Ανταμοιβή», ένας δυστοπικός κόσμος χωρισμένος σε κείνους που ζουν εντός και κείνους που ζουν εκτός ενός περίκλειστου μέρους – μια αλληγορία πιθανότατα για τον τρόπο ζωής μας. Οι μέσα («Εντός») περνούν τη ζωή τους σαν καλολαδωμένα γρανάζια μέσα σε ένα σύστημα που τους εξασφαλίζει σταθερότητα και ασφάλεια ενώ οι έξω («Εκτός») ζουν επισφαλώς σε μια μη-γη με μόνο τα βασικά, αλλά ελεύθεροι. Πεινούν άραγε τόσο πολύ που κατασπαράζουν όποιον βγαίνει έξω; Αυτό βλέπει σε όνειρο ο πρωταγωνιστής. Μα η λύτρωσή του έρχεται όταν παίρνει την απόφαση και, με έναν σάλτο, βγαίνει έξω και ο ίδιος.
Κλείνοντας κι εμείς το βιβλίο, κάνουμε έναν σάλτο και ξαναβρισκόμαστε στο γνωστό μας σύμπαν. Μόνο που είμαστε πια πιο προβληματισμένοι (η καρδιά χαμένη στην ονειροπόληση του χώρου ανάμεσα στους κόσμους), ίσως και λίγο σοφότεροι. Δεν είναι λίγο.
Χριστίνα Λιναρδάκη