VII
Δεν μιλάς πια.
Ούτε ανοίγεις τα βλέφαρα
να δείξεις ότι ζεις.
Μόνο το στήθος πάλλεται.
Κύμα που φουσκώνει
και κάθεται από το βάρος˙
τόσες πνιγμένες σκέψεις
αγνοούμενες.
VIIΙ
Κανένα σχόλιο πια για το φαγητό.
Ανοιγοκλείνεις το στόμα όπως η
ράμπα στα διόδια αφήνει
ένα επιβατικό, μια νταλίκα, μια μηχανή
να περάσουν.
Για ποιο λόγο ταξιδεύουν;
Εσύ ακίνητη˙ αεροδρόμιο το κρεβάτι˙
πετάς με αγγέλους, με αηδόνια
που πλέκουν μαγιάτικο στεφάνι
σε μια βόλτα στο δάσος
τα μάτια σου γυρίζουν, γυρίζουν
από τους τοίχους στο ταβάνι
τους τρυπούν και τρέχουν
στο ακρογιάλι, μα τα κύματα
σε μουσκεύουν και
σε παίρνει ο ύπνος.
ΙΧ
Ποιητική του χρόνου
Γύρω από το κρεβάτι
άπραγη υπάρχεις.
Από το κέντρο
τομή κάνεις στον χρόνο˙
νοσοκομειακό στρώμα που
χωρίζει τον ορίζοντα ανάμεσα
σε γη κι ουρανό,
ψέματα κι αλήθειες
κι έναν ήλιο, ασθενή,
να τρεμοπαίζει
σούρουπο
στη θάλασσα.
Αριστέα Τσάντζου
από τη συλλογή της Ουρανία
(εκδόσεις Θράκα, 2025)

