ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΣΥΜΦΡΑΖΟΜΕΝΑ ΣΤΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ
Η Κατερίνα Παναγιωτοπούλου στη συλλογή διηγημάτων της Διάψαλμα (εκδόσεις Εντευκτηρίου 2021) συνθέτει δεκαοχτώ μυθοπλασίες με σκηνικό δράσης το νεοελληνικό γίγνεσθαι των κατοχικών και μετεμφυλιακών χρόνων. Τα πολιτικά και κοινωνικά συμφραζόμενα συγκεράζονται με προσωπικά περιστατικά, το δημόσιο ενώνεται με το ιδιωτικό. Τα περιστατικά επαναφέρουν ιστορικές συνθήκες, η μνήμη πρωταγωνιστεί, όπως και η εσωτερική ζωή των προσώπων.
Τα διηγήματα της Κατερίνας Παναγιωτοπούλου απεικονίζουν τη νεοελληνική πραγματικότητα της συγκεκριμένης εποχής, καθώς και τον απόηχο των όσων συνέβησαν κατά τη διάρκειά της. Είναι κείμενα αγροτικού κυρίως χώρου και αξιοποιούν τον λαϊκό πολιτισμό. Ομοιογενείς ιδεολογικά και θεματικά δημιουργίες στις οποίες κυρίαρχο ρόλο παίζει η γυναίκα. Το ρεαλιστικό πλαίσιο δράσης συνδυάζεται με λυρική έκφραση και αισθητική επεξεργασία της μορφής. Ο τίτλος προέρχεται από το ομώνυμο διήγημα της συλλογής. Διάψαλμα σημαίνει αλλαγή μέλους και απαντάται σε μουσικά κείμενα.
Η Παναγιωτοπούλου στα διηγήματά της αναπαριστά την πατριαρχία και την ανισότητα των φύλων, το θέμα των συμβάσεων και της χρεοκοπίας των αξιών σε συνθήκες πολέμου. Εμμένει στην αβυσσαλέα δίψα των ανθρώπων για ζωή και αποκαθηλώνει τις ψευδαισθήσεις.
Τη θεματική αποτελούν το αντάρτικο και ο καιροσκοπισμός που αναπτύχθηκε από μερίδα ανθρώπων μέσα στις αντίξοες καταστάσεις, η ανθρώπινη ιδιοτέλεια, οι προδοσίες, ο φθόνος, τα μίση, οι ιδεολογικές διαφορές, οι πολιτικές διώξεις, οι υπερβάσεις, οι δηλωσίες, οι ήρωες. Βίοι ανθρώπων της διπλανής πόρτας, με τη γυναίκα παθούσα, χήρα συνήθως, που ξενοπλένει στα πλουσιόσπιτα για να μεγαλώσει τα παιδιά της, θύμα της φτώχειας, της συγκυρίας.
Οι ιστορίες της Παναγιωτοπούλου απαρτίζουν ενιαία θεματική. Ενορχηστρώνουν ένα σύνολο αρνητικών καταστάσεων με πυρήνα τους την αποκήρυξη του φανατισμού και του μίσους. Δεν είναι τυχαίο ότι κλείνουν με το διήγημα “Διάψαλμα” που σημαίνει αλλαγή μέλους. Ο αντιμιλιταριστικός τόνος, η προσπάθεια κατασίγασης των πολιτικών παθών είναι κυρίαρχα στη συλλογή.
Οι δεκαοχτώ μυθοπλασίες της Παναγιωτοπούλου συνιστούν ηθογραφίες με νατουραλιστικό τόνο. Ο νατουραλισμός ενδιαφέρθηκε για κοινωνικά προβλήματα, όπως η φτώχεια, η ανεργία, ο αλκοολισμός, αλλά και για τις σκοτεινές πλευρές της ανθρώπινης φύσης, τη σκληρότητα των συγκυριών. Εστίασε σε ανθρώπους που ζουν στο περιθώριο και έχουν ελάχιστες δυνατότητες διαφυγής από τη μιζέρια, γιατί η ζωή τους είναι βιολογικά και κοινωνικά προσδιορισμένη.
Η Παναγιωτοπούλου εστιάζει στην κοινωνική θεματική που ενδιαφέρει τον νατουραλισμό: στις φτωχογειτονιές και τα εξαθλιωμένα κοινωνικά περιβάλλοντα, τις βίαιες συμπεριφορές, την αρρώστια, τον θάνατο. Πρωταγωνιστές, άνθρωποι απελπισμένοι, με ζωή που δεν είναι εύκολο να ξεφύγει από τη σχέση αιτίου-αιτιατού, που βουλιάζουν μέσα στην εξαθλίωση του βίου στην επαρχία ή μέσα στα πάθη του εμφυλίου, την αγριότητα της Κατοχής. Ασθενή κοινωνικά στρώματα που προσπαθούν να επιβιώσουν. Σωματική βαναυσότητα και σεξουαλική βία, μόχθος, κοινωνική αδικία.
[…] Κάποια βράδια, ο Αντώνης έβλεπε στον ύπνο του πως είχε υπογράψει, πως η «δήλωσή» του είχε δημοσιευτεί στις εφημερίδες και θα διαβαζόταν στην ενορία του την Κυριακή. Την ώρα της ανάγνωσης, εκείνος ξύπναγε λουσμένος στον ιδρώτα με τη ρετσινιά του «δηλωσία» να τον ακολουθεί για κάποια δευτερόλεπτα. Όχι, δεν θα υπέγραφε. Μετά από τις κακουχίες που είχε περάσει, ήθελε να γυρίσει στον τόπο του με το κεφάλι ψηλά. Δεν άντεχε να βιώσει άλλη επιφύλαξη, δυσπιστία ή αμφισβήτηση. Μπορεί να μην ήταν μέλος του κόμματος, όμως σίγουρα είχε εξελιχθεί σε ιδεολογικό αντίπαλο του καθεστώτος. Δεν θα γινόταν «δηλωσίας». Ήταν θέμα ηθικής τάξης. Ακόμα και αν αυτή η απόφαση δεν είχε καμιά κομματική σημασία, θα είχε ιδεολογική, τόσο για τον ίδιο όσο και για την οικογένειά του, αν κατάφερνε ν’ αποδείξει πως οι ήρωες ήταν απλοί άνθρωποι πριν γίνουν ήρωες. […]
Ο ΚΩΔΙΚΑΣ (σελ. 35)
Οι κυρίως τριτοπρόσωπες αφηγήσεις της Παναγιωτοπούλου με τον παντογνώστη αφηγητή φωτογραφίζουν μια εποχή. Αποτυπώνουν έναν σπαραγμένο κόσμο που υποφέρει από πάθη τα οποία πρέπει να ξεχαστούν, για να προχωρήσει η ζωή. Διαπεραστικοί τόνοι και τραγικά γεγονότα που πηγάζουν από τα προκλητικά άγρια ήθη της.
Ο παραστατικός και ωμός ρεαλισμός της Παναγιωτοπούλου υποκρύπτει ωστόσο πλατύ ανθρωπισμό και σαρκαστική διάθεση. Οι ιστορίες δίνουν έμφαση στον άνθρωπο. Εκτυλίσσονται με σασπένς και γλώσσα ιδιαίτερα προσεγμένη. Αυτό που πλουτίζει όμως τη συλλογή είναι ο λυρισμός της περιγραφής. Αξίζει να αναφερθεί η πολύ καλά επιμελημένη έκδοση.
Η κωμόπολη έδειχνε την εγκατάλειψή της σαν παλιό τραύμα από ξεχασμένο πόλεμο. Η παροδική συννεφιά βοηθούσε να νετάρει το βλέμμα και να πατήσουμε τα πεντάλ με μανία, θα έλεγε κανείς, μέχρι την επόμενη εμφάνιση του ήλιου ανάμεσα από τα σύννεφα· ήταν ζεματιστός εκείνον τον Σεπτέμβρη κι έκανε ακόμα πιο έντονες τις στιγμές της καλοκαιριάτικης ξεγνοιασιάς, που μόλις είχε περάσει. Τα ξενιτεμένα χαλίκια πάνω στην άσφαλτο τινάζονταν κάτω από τις ρόδες του ποδηλάτου κι έφταναν μέχρι τις γριές που περίμεναν στο πρακτορείο με το εισιτήριο στο χέρι. Κάποιοι μαγαζάτορες, που λαγοκοιμόνταν στις ψάθινες καρέκλες τους περιμένοντας τον αργοπορημένο πελάτη, άνοιγαν τα μάτια τους από τον θόρυβο του χαλικιού πάνω στο τζάμι και, αφού δεν υπήρχε ζημιά, τα ξανάκλειναν. Δυο-τρεις εργάτες έτρωγαν το μεσημεριανό τους στη σκιά της οικοδομής κι ένας ψαράς έβγαζε τ’ απόνερα από τη βάρκα του. Το μικρό της γειτόνισσας έσκουζε σε συνέχειες, επειδή η μάνα του δεν το άφηνε να παίξει στην ήλιο του καταμεσήμερου. Μία παραθαλάσσια κωμόπολη ξανάβρισκε τον ρυθμό της, καλωσορίζοντας το φθινόπωρο. […]
ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ ΣΤΗ ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ (σελ. 70)
Λίλια Τσούβα