Το βιβλίο της Χρύσας Φάντη Σε θολά νερά απαρτίζεται από δεκατρία διηγήματα. Δεκατρία ψυχογραφήματα. Mε δεινή οξυδέρκεια η συγγραφέας ανατέμνει τους ήρωές της.Τους παρατηρεί και τους ακολουθεί ρυθμίζοντας αριστοτεχνικά το φως και το σκοτάδι, τηρώντας την αναγκαία απόσταση του νυστεριού, που επιδέξια χειρίζεται και συγκρατώντας με λεπτότητα την εγγύτητα/ενσυναίσθηση. Τα δεκατρία διηγήματα συνθέτουν το ψυχογράφημα της σύγχρονης εποχής και της κοινωνίας μας. Μπορούμε να θεωρήσουμε ότι σε θολά νερά αρχίζει ή τελειώνει η εποχή μας κι ο κόσμος μας. Έλλειψη νοήματος, μοναξιά, αποξένωση, φθορά σωματική και πνευματική, απώλεια, φόβος, αγωνία, θάνατος, η ασφυκτική πραγματικότητα και η ονειρική διαφυγή που μάταια επιζητούν οι ήρωες του βιβλίου.
Η συγγραφέας, όπως γνωρίζουμε κι από τα προηγούμενα έργα της, διακρίνεται για τη δύναμη των λέξεων, τον πλούσιο γλωσσικό οπλισμό της, την αποτελεσματικότητα των νύξεων, των εικόνων, των ρεαλιστικών περιγραφών, των μεταφορών, της ιδιότυπης προσωπικής έκφρασης και ύφους, όπως και για το βάθος των πραγμάτων και καταστάσεων που με αγωνία πάντα επιζητεί να φτάσει και να εξετάσει. Η αφήγησή της ακόμη και στα πιο δύσκολα και δυστοπικά και ανοίκεια τοπία δημιουργεί έναν καθρέφτη που φέρνει σε συνομιλία την αδιέξοδη εμπειρία ήρωα και αναγνώστη. Έτσι εξασφαλίζεται η αναγκαία συνθήκη μέθεξης στην αγωνία του ήρωα να διακρίνει μέσα στα θολά νερά, να βρει πυξίδα, προσανατολισμό, να αντισταθεί με τη μνήμη, να συναντήσει, να συνεχίσει,να ολοκληρώσει το θραύσμα, να χαϊδέψει το τραύμα, να συνθέσει τον κατακερματισμένο κόσμο του, την χαοτική ζωή του. Η Χρύσα Φάντη συλλαμβάνει και στοχάζεται με ιδιαίτερη οξύνοια το θέμα, τα θέματα, τα οικειοποιείται, τα φέρνει στον προσωπικό της γλωσσικό κώδικα, συνθέτοντας κι αποκαλύπτοντας δράσεις, σκέψεις και ψυχικές καταστάσεις των ηρώων σε μια ζωντανή, πειστική αφήγηση.
Η τριτοπρόσωπη αφήγηση δεν ακολουθείται σε όλα τα διηγήματα. Κάποιες φορές η επιλογή της συγγραφέως είναι η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ένας εσωτερικός μονόλογος ουσιαστικά. Η αφήγηση πάλι σε δεύτερο πρόσωπο λειτουργεί ως δραματικότερος μονόλογος, είναι μια απεύθυνση σε ένα ανύπαρκτο εσύ, σε ένα μη διαθέσιμο εσύ, ένα εσύ που δεν υπάρχει παρά μονάχα επινοημένο και που υποκρύπτει το εγώ.
Ρεαλιστικές περιγραφές εναλλάσσονται με ονειρικές εικόνες. Το όνειρο δεν λειτουργεί πάντα ως διαφυγή. Πιο συχνά παραμένει για τον ήρωα και αναγνώστη ως μια ωραία ποιητική φαντασία ή ως απορία. Άλλες φορές εμφανίζεται ως εφιάλτης και κάποτε ως δώρο μιας παρουσίας ή επιθυμίας. Ως ψάρια σε θολά νερά παραμένουν άλλες φορές ανερμήνευτες κι αποσπασματικές εικόνες στα βάθη του ασυνειδήτου.
Ό,τι βιώνει ο άνθρωπος, ό,τι συγκρατεί η μνήμη και όπως το ανασυνθέτει, ή το ονειρεύεται αποτελεί γι’ αυτόν μια εσωτερική πατρίδα, την οποία αναζητεί στην περιπλάνησή του ελπίζοντας για ένα νόημα, διάρκεια και απελευθέρωση από την αγωνία της φθοράς και της ασφυκτικής κοινωνίας, επιθυμώντας μια αναγέννηση.
Η συγγραφέας με ελάχιστα έως καθόλου πραγματολογικά στοιχεία στήνει τον μύθο και δημιουργεί στέρεους ήρωες στα ψυχογραφήματά της. Με ελάχιστες έως καθόλου νύξεις για την εποχή, τα κοινωνικά και ιστορικά συμβάντα ή τον γεωγραφικό τόπο, ή τον χρόνο. Δεν μεταπλάθει μύθους. Η Χρύσα Φάντη αφηγείται και πλάθει το μύθο της εποχής μας. Η δράση των ηρώων-εσωτερική και εξωτερική-μεταβολίζεται σε τόπο και χρόνο. Πρόκειται για σημαντικό συγγραφικό επίτευγμα της συγγραφέως.
Στο διήγημα «Χρυσόσκονη» ο τόπος ζωγραφίζεται χωρίς γεωγραφικούς προσδιορισμούς. Είναι πολλοί τόποι κι είναι ένας που πάει να γίνει χώρα και ήπειρος στον πλανήτη μας, η Μετανάστευση.
« Η αλήθεια είναι πως ένας Τίποτας ήτανε. Και το τίποτα είναι ό,τι πιο οικείο στα μέρη μας. Η Μίκρα είναι τώρα γύρω στα δεκαπέντε. Κορίτσι ξύπνιο, γρήγορο κι εύκαμπτο όπως ο αίλουρος. Αλλά, πιστέψτε με, κανείς δεν υπερπηδά αβρόχοις ποσί τούτο το παραβάν, αν δεν έχει το απαιτούμενο βύσμα. Η Μίκρα θα χρειαστεί να διασχίσει μια θάλασσαμέσα σε βάρκα, μετά ανακούρκουδα στην καμπίνα ενός φορτηγού κι έπειτα στην καρότσα ενός στέισον βάγκον μαζί με κοτόπουλα και κούτες από τσιγάρα, κρυμμένα κάτω από τις κουτσουλιές. Το τζίνι της σύνεσης, παρά το γράμμα που κρύβει στον κόρφο της, της στέλνει το μήνυμα ότι θα ήταν μάταιο να τον αναζητήσει. Για δες την όμως την τσούπρα πώς επιμένει.
Αυτό το κορίτσι είναι η επιτομή του κουράγιου και της εγκαρτέρησης, ο βράχος της πίστης και της υπομονής. Μια σπιθαμή άνθρωπος, προχωρεί στα τυφλά μπουσουλώντας- στ’ αμπάρια των πλοίων, στις αποθήκες και στις καρότσες, βγάζει από το σακούλι της ένα κομμάτι μισοχαλασμένο τυρί και ένα ξεραμένο σαλάμι, το μικρό της ανάστημαμπορεί να την βοηθά, αλλά και έτσι ακόμα με δυσκολία μασά, δύσκολα αναπνέει. Ό,τι ήταν να της συμβεί, έχει ήδη συμβεί. Μετά από τούτα και μετά από τ’ άλλα και τα παράλλα έφτασε σε τούτη την πόλη…»
Η αίσθηση του χώρου και του χρόνου, που δεν δηλώνεται με λεπτομέρειες, μεταλλάσσεται ανάλογα με την συναισθηματική κατάσταση και αλλαγή που επισυμβαίνει στον ήρωα. Η χωροχρονική δομή λειτουργεί τόσο αποτελεσματικά χάρη στις απίστευτες αποχρώσεις των ψυχολογικών καταστάσεων, που η συγγραφέας ξετυλίγει με ιδιαίτερη ικανότητα και σπάνιο χρωστήρα.
Η στίξη στη γραφή της Χρύσας Φάντη ανοιγοκλείνει σαν βεντάλια από τις μικρές προτάσεις και τις συχνές τελείες πχ στο ομότιτλο διήγημα «Σε θολά νερά», ως τη χαλαρή ελεύθερη ροή, τον μακροπερίοδο λόγο, στο διήγημα «Χωρίς όνομα»,από τον κοφτό λόγο ως τον ασθματικό, ακολουθώντας τους ήρωές της και τις ακροβασίες τους.
Τα δεκατρία ψυχογραφήματα της Χρύσας Φάντη είναι ένας μύθος για τη δυστοπική Χώρα. Σημερινή, χτεσινή, αυριανή, που τα θολά νερά της διασχίζει ο άνθρωπος, σημερινός, χτεσινός κι αυριανός.
Ευφροσύνη Μαντά-Λαζάρου