Έφεραν μαζί τους οι Δαναοί μέσα στα χίλια πλοία τους τον θυμό των θεών που οι θνητοί θρέφουν μέσα στα σπλάχνα τους και μετά τον γεννούν και τον νομίζουν δικό τους. Και από θεϊκός γίνεται ανθρώπινος, και από παιχνίδι γίνεται πόλεμος. Και από γέλιο γίνεται θάνατος.[1]
Όταν έγραφα για το Κάτι κρυφό μυστήριο πριν από κάποιο καιρό, είχα την εντύπωση, λανθασμένη όπως αποδείχτηκε, ότι η Καρολίνα Μέρμηγκα διαπρέπει σε ένα ορισμένο -και κατ’ επέκταση περιορισμένο- πεδίο μυθοπλασίας, το ιστορικό μυθιστόρημα. Διάβασα το Δέκατο Χρόνο, και είχα την ευκαιρία να βγω από τα ίδια μου τα προεγγεγραμμένα και να δω μια συγγραφέα σε ένα εύρος γραφής που δύσκολα υποψιαζόμουν. Ευτυχώς άλλαξα γνώμη άρδην από τις δέκα πρώτες σελίδες, και είδα ένα κείμενο που έσπασε όλους τους κώδικες για να τους επαναπροσδιορίσει και να δώσει μια ιστορία που δύσκολα αφήνει πίσω του κανείς.
Καθαρά για λόγους σύνδεσης με προηγούμενα διαβάσματα, θα αναφέρω τον κοινό παρονομαστή της διεξοδικής έρευνας και των υποσημειώσεων που αποτελούν τον χάρτη πορείας, μια συνθήκη που πέραν της απόλαυσης του αναγνώστη δίνει και στην συγγραφέα την απόλυτη άνεση της βαθιάς ιστορικής και λογοτεχνικής γνώσης πίσω από την αφήγηση. Η Καρολίνα Μέρμηγκα γράφει για πράγματα που έχει φροντίσει να γνωρίζει καλά. Για τον Αχιλλέα της Τροίας στην προκειμένη περίπτωση. Μια ακόμα ιστορία στο περιθώριο της μεγάλης, της πασίγνωστης Ιλιάδας, μία μόνο από τις πτυχές της, ένας μόνο από τους ανθρώπους της. Ο πιο γενναίος, ο βαθιά τραγικός.
Αν ήθελα να κάνω τον δικηγόρο του διαβόλου, δηλαδή τον δικό μου, θα μπορούσα να πω ότι και αυτό το μυθιστόρημα ιστορικό είναι, κατά ένα τρόπο τουλάχιστον. Η Καρολίνα Μέρμηγκα για άλλη μια φορά καταπιάνεται με μια υποσημείωση της ιστορίας, έστω και ουδόλως μικρή: παίρνει τον Αχιλλέα, του βγάζει τα άρματα και παρατηρεί ό,τι μένει από κάτω, τα οστά και τη σάρκα. Τα συναισθήματα. Ίσως τον πρώτο άνθρωπο που υπήρξε από προσωπική επιλογή και συνειδητά καταδικασμένος να ζήσει και να πεθάνει ως ήρωας. Στο Δέκατο χρόνο αυτό που ενδιαφέρει τη συγγραφέα είναι η θνητότητα ενός ημίθεου: η φήμη και η δόξα, η γενναιότητα σαφώς, τα στοιχεία εκείνα που του εξασφαλίσουν την αθανασία μετά το θάνατο του σαρκίου. Και λέγοντας αθανασία, εννοώ συνέχεια στη μνήμη.
Ο Δέκατος Χρόνος είναι χτισμένος πάνω σε έναν πολύπλευρο διάλογο ανάμεσα στη Μούσα και την Βρισηίδα, τον θεό και τους ανθρώπους, τους ήρωες και τους λιγότερο ήρωες, το φόβο και τον θάνατο. Τον προαποφασισμένο. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ο διάλογος ως εκφραστικό μέσο κρύβει σχεδόν τόσες σκοτεινές γωνιές όσες αποκαλύπτει, είναι ασταθής, προσφέρει διαφυγές σε όλους, αλλά ταυτόχρονα τους κλειδώνει και τις εξόδους, τους φέρνει αντιμέτωπους με τις ίδιες τους τις λέξεις και το χειρότερο, με τους πιο σκληρούς τους φόβους. Η Μέρμηγκα τον χρησιμοποιεί όχι τόσο για να φτάσει η πληροφορία στα αυτιά του αναγνώστη όσο για να σηκώσει ο ομιλητής το βάρος της δικής του εσωτερικής εμπόλεμης συνθήκης. Το βάρος της συνειδητοποίησης της ανθρώπινης υπόστασης σε αντίστιξη με την ηρωική, τα συντριπτικά συναισθήματα που είναι τόσο ανηλεή όσο και ο πόλεμος, η βαθιά, απροσμέτρητη βία. Και πρόκειται για έναν συγκλονιστικό μονόλογο, όπου η Βρισηίδα απευθύνεται σχεδόν παρά τη θέλησή της στην ίδια της τη φωνή, στα όποια απομεινάρια της λογικής της, στις συντριπτικές της σκέψεις. Τελικά ο πόνος φεύγει ή νικιέται;
Σ’ αυτό το βιβλίο η Καρολίνα Μέρμηγκα διεκδικεί το δικαίωμα του συγγραφέα στον λυρισμό, στη μοιρολατρία της απόγνωσης και της μοναξιάς. Διεκδικεί την πραγματικότητα μιας ύπαρξης εκ προοιμίου χωρίς ίχνος ελπίδας. Οι άνθρωποι είναι και εδώ αυτό που είναι και στην Ιλιάδα, πιόνια και μαριονέτες βίαιων θεών, χωρίς βούληση και χωρίς φωνή, πλάσματα χωρίς δυνατότητα υπέρβασης, σε έναν επί της γης Άδη. Και όμως. Ο θυμός του Αχιλλέα που επέφερε όλες τις γνωστές ανατροπές στο έπος, φωτίζεται από μια διαφορετική οπτική γωνία, από τη ματιά μιας γυναίκας που υπήρξε μόνο ένα λάφυρο. Όταν έγραφα πιο πριν ότι η Μέρμηγκα και εδώ επικεντρώνεται στις υποσημειώσεις της ιστορίας, δεν εννοούσα την υπόθεση του Αχιλλέα: αυτή παραμένει γνωστή, αναλυμένη, παρούσα. Η πραγματική υποσημείωση, ο ψίθυρος που προσπαθεί να αφουγκραστεί η συγγραφέας είναι η φωνή της Βρισηίδας. Που δεν σταματάει να υπενθυμίζει σε όποιον την ακούει ότι δεν είναι παρά μια γυναίκα, ένα αντικείμενο, ένα λάφυρο ανάμεσα σε άλλα. Η συγγραφέας θα αφουγκραστεί τις σιωπές, θα ψηλαφήσει τα φαντάσματα. Θα ακούσει αυτά που ελάχιστα αρθρώθηκαν, τις ανάσες και τις σκέψεις που δεν έμαθε ποτέ κανείς γιατί δεν μπόρεσαν ή δεν πρόλαβαν να γίνουν πράξη: που παρέμειναν σκόρπιες κουβέντες που τις παίρνει ο αέρας σαν το πέπλο της Ανδρομάχης[2], για να γίνουν φόβος, ανασφάλεια και ερημιά.
Ο Δέκατος Χρόνος είναι ένα κείμενο γραμμένο με υλικά βγαλμένα από τα βάθη της ιστορίας. Από την εποχή των ηρώων, των ολύμπιων θεών, των μαχών που συντάραξαν για να δώσουν στη συνέχεια περίγραμμα και μορφή στη δική μας ζωή, εμάς των συγχρόνων. Από την εποχή που φτιάχνονταν οι πρώτοι μύθοι, οι αρχέγονοι και οι κοσμογονικοί. Γιατί όλα αρχέγονα είναι σ’ αυτή την ιστορία, και κινούνται στα άκρα πνιγμένα στο αίμα. Οι θεοί, οι ημίθεοι και οι ήρωες, με τα όρια ακόμα δυσδιάκριτα και θολά, οι κοινωνίες αλλά και ό,τι τις αποτελεί είναι ακατέργαστα, χωρίς την πατίνα και το μαλάκωμα που θα φέρει με το πέρασμα των αιώνων η επαφή με τα ανθρώπινα αλλά και με τον ίδιο τον χρόνο. Αγριότητα και λυρισμός, το ένα μέσα στο άλλο: στην αγριότητα των πράξεων, των συναισθημάτων, των καταστάσεων και φυσικά των ανθρώπων βρίσκεται το κλειδί της ανάγνωσης. Όλα στο κείμενο είναι βυθισμένα στη φρίκη, σαν βρεγμένα γυμνά καλώδια κι ας μου επιτραπεί ο αναχρονισμός. Το ανθρώπινο μέτρο δεν υπάρχει ούτε καν ως πιθανότητα, ό,τι συμβαίνει και ό,τι λέγεται είναι σκαρφαλωμένο στον υπέρτατο βαθμό: ο φόβος, ο έρωτας, οι σχέσεις ανθρώπων και θεών, η βία, ο πόλεμος, η βαναυσότητα, οι συνέπειες. Τεράστια τα μεγέθη σε όλα, τεράστιες και οι αποκλίσεις.
Η Καρολίνα Μέρμηγκα, με την φωνή της Μούσας και την κραυγή της Βρισηίδας σκιτσάρει με βαθιές χαρακιές το άλλο πρόσωπο της δόξας, αποδίδει με άλλα λόγια το τίμημα. Το πόσο συντριπτική φτάνει να γίνει η απώλεια, τα ύψη και τα βάθη που αγγίζει ο πόνος του ανθρώπου. Αποδίδει το Ανεξέλεγκτο. Οι λέξεις της έχουν διασταλεί για να αποτυπώσουν τα μεγέθη, τη φρίκη και την απόγνωση, το μυθικό σθένος των ανθρώπων επίσης, μπροστά στην συνειδητοποίηση της ευθραυστότητας και της ασημαντότητας ενδεχομένως, της ζωής τους. Αποδίδοντάς τους αυτό το ειδικό βάρος, πετυχαίνει να φέρει τις λέξεις στα μέτρα των καταστάσεων.
Ο θεός-
-μη μου μιλάς για τον θεό. Άνθρωπος είναι αυτός που σκίζει την ψυχή του στα δυο για να πάρει πίσω το σώμα του παιδιού του. (…)
Τα ονόματα των ανθρώπων ονοματίζουν και τη μοίρα τους – και τη μοίρα των άλλων. Νομίζεις δεν ξέρω τι σημαίνει Πάτροκλος; «Ναι» λέει ο άντρας του άχους, ο άντρας της ατέρμονης θλίψης, «θα τιμήσω τώρα τα κλέα των προγόνων. Των δικών μου και των εχθρών μου, γιατί αυτό πρέπει να κάνουν οι άνθρωποι». Και ο τελευταίος βασιλιάς της Τροίας μουσκεύει τα χέρια του σφαγέα του γιου του με τα δικά του δάκρυα, δάκρυα μίσους κι ευγνωμοσύνης.
Μίσος κι ευγνωμοσύνη.
Και δεν ξέρω, ακόμα και σήμερα δεν ξέρω αν ο Πρίαμος καταλαβαίνει ότι τα αληθινά λύτρα που δίνει είναι ο πόνος του. Που μόνο αυτός έφερε πίσω την ψυχή του εχθρού του.
Μια ψυχή που ζωντανεύει για ένα σώμα για πάντα νεκρό.
Κι έτσι βγαίνει το ζύγι.[3]
Μια κοσμογονία είναι τελικά ο Δέκατος Χρόνος. Είναι η δημιουργία των ηρώων, είναι το πλάσιμο της Ιστορίας για πρώτη φορά. Και είναι οι άνθρωποι έρμαια των θεών, του εαυτού τους; Μπορεί να μοιάζουν έτσι, αμφιβάλλω όμως ότι ισχύει. Είναι όντα από ατσάλι, που δεν σπάνε, που αντέχουν όσα χρειάζεται να αντέξουν. Ήρωες άρα.
Το απότοκο ενός εφιάλτη όπως ο Τρωικός Πόλεμος στο έργο της Καρολίνας Μέρμηγκα φαίνεται πως είναι οι άνθρωποι. Οι ρημαγμένοι, τρομαγμένοι, γενναίοι άνθρωποι. Ώστε κάποτε, χιλιάδες χρόνια αργότερα, να υπάρξουμε εμείς. Και να γράφουμε τις ίδιες ιστορίες.
Κρις Λιβανίου
[1] Καρολίνα Μέρμηγκα, Δέκατος Χρόνος, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2021, σελ. 21.
[2] Κι εκείνη τη μέρα που βλέπει από ψηλά το κουφάρι του άντρα της να σέρνεται μέσα στη βρώμα, πιασμένο με λουριά, ταπεινωμένο όπως κανένας νεκρός που έπεσε στη μάχη δεν πρέπει ποτέ να ταπεινώνεται, η γυναίκα τού Έκτορα αφήνει το πέπλο της να ξετυλιχτεί απ’ όλα όσα κρατούσαν τον κόσμο της σε ισορροπία και να πετάξει μακριά, λάβαρο μιας νέας αταξίας, ενός νέου κόσμου. Το πήρε ο αέρας πέρα το χρυσοκόκκινο κρήδεμνο σαν ντροπή που ένωσε τη γη με τον ουρανό, σαν μήνυμα της γης προς τον ουρανό ότι η τάξη χάθηκε κι ο πόνος ξεπέρασε όσα οι άνθρωποι επιτρέπεται να υποφέρουν. (σελ. 122.)
[3] σελ. 132, 133.