Η κοινή θεματολογία σε διαφορετικές εκτελέσεις είναι ένα από τα πράγματα που εξάπτουν την αναγνωστική φαντασία σε όσους, όπως η υπογράφουσα, περνούν τις μέρες και τα χρόνια της ζωής τους γραπωμένοι σε μια ιστορία. Στην αφήγηση, στην πλοκή, αλλά και στο ξάφνιασμα, στις απροσδόκητες στροφές που παίρνει η πραγματικότητα, και στους ανθρώπους, κυρίως σ’ αυτούς: στους καινούριους, πόσο μάλλον δε στους παλιούς γνώριμους.
Ο Χρήστος Χωμενίδης και η Καρολίνα Μέρμηγκα, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, καταπιάνονται με την τρωική θεματολογία, και γράφουν δύο ριζικά διαφορετικά πράγματα. Και είναι μάλιστα διαφορετικά σε αποπροσανατολιστικό βαθμό, δύο συγγραφείς ξεκινούν να σκέφτονται βασιζόμενοι σε μια αφορμή που τους είναι κοινή, και παράγουν δύο αναγνώσματα τόσο ετερόκλητα που καταλήγουν να επεκτείνουν τα όρια του μύθου, να τον προχωρούν παραπέρα και τελικά να τον επικαιροποιούν, να τον φέρνουν στο τώρα και στα καθ’ ημάς. Στους πιο κρυφούς μας φόβους.
Δεν θα ασχοληθώ με το να τα συγκρίνω, προφανώς. Τι νόημα θα είχε; Θα σημειώσω όμως το προσωπικό μου σημείο εκκίνησης αυτής της ανάρτησης: το γεγονός ότι τόσο το ένα κείμενο, το μυθιστόρημα του Χωμενίδη, όσο και το άλλο, η βαθιά προσωπική επίκληση στη Μούσα της Μέρμηγκα, περιφέρονται και ψιθυρίζουν στο μυαλό μου σε παράλληλες πορείες από την πρώτη ανάγνωση.
Πώς αφηγείται κανείς ξανά έναν τόσο παλιό μύθο; Για ποιο λόγο και με ποιο κόστος; Και πώς, ο αναγνώστης στην άλλη πλευρά, βρίσκει σημεία επαφής, αναφοράς, συγκίνησης; Τι κάνει ένα μύθο επίκαιρο; Και παρόλο που δεν θα επιχειρήσω καν να γενικεύσω, σ’ αυτό το τελευταίο ερώτημα θα απαντούσα: η συμπόνια. Η κατανόηση επίσης. Και τελικά η έστω και σε κάποιο βαθμό αποδοχή των σκληρών επιλογών. Ο Δέκατος χρόνος και Ο Βασιλιάς της παίρνουν μια παλιά ιστορία που εδραιώθηκε σε έναν πεπερασμένο χρόνο και την κοιτάζουν κάτω από το εκτυφλωτικό και βίαιο φως της οικουμενικής, και άρα κλειδωμένης, εμπειρίας. Η διαχρονικότητα του μύθου αποκαλύπτεται ακριβώς εκεί, στην άμεση ταύτιση του τύποις ακροατή με την ανθρώπινη υπόσταση των ηρώων. Και με την θεϊκή τους επίσης. Αλλά ας μην βιαζόμαστε.
Το πλέον κομβικό σημείο παραμένει η αφήγηση: η αμεσότητα, οι λέξεις, το ακροατήριο. Οι τρωικοί μύθοι τραγουδήθηκαν στο βάθος των αιώνων, το ίδιο συμβαίνει κι εδώ. Ο διάλογος της Βρισηίδας με τη Μούσα και η εξιστόρηση του Μενέλαου στο κοινό που τον ακούει, θα επιχειρήσουν να μαλακώσουν την φρίκη του πολέμου, να την φέρουν θέλοντας και μη στα μέτρα των ανθρώπων. Κι ας μην φαίνεται έτσι στην αρχή, με την βία να κατακλύζει τον χώρο. Θα γίνει μια πρώτη ελάχιστη προσπάθεια να μετριαστεί ο φόβος. Η σύγκρουση ανάμεσα στους θεούς και τους ανθρώπους, οι εύθραυστες ισορροπίες που καταστρέφονται εκ βάθρων για να χτιστούν από την αρχή πάνω σε καμμένη γη βέβαια, ας μην έχουμε αυταπάτες, οι ζωές που συνθλίβονται χωρίς δεύτερες σκέψεις.
Λάθος. Δεύτερες σκέψεις υπάρχουν, τις κάνουν οι αφηγητές και τις ακουμπούν προσεκτικά στις κουβέντες των ηρώων. Ώστε να έρθουμε εμείς να τις ακούσουμε, και να τους κοιτάξουμε ξανά αλλά με άλλα μάτια αυτή τη φορά, κάτω από άλλο φως. Ο αναγνώστης «ακούει» στη φωνή του αφηγητή τα συναισθήματα που διαβάζει, αγγίζει την εκκωφαντική σιωπή της αναμέτρησης του ανθρώπου με το θείο και με την ίδια του την μοίρα, διακρίνει τελικά την ακριβή έκταση του αχαρτογράφητου. Από αντιδιαμετρικά αντίθετες οπτικές, η Μέρμηγκα και ο Χωμενίδης εστιάζουν στο δίπτυχο «μοιρολατρία – ισχύ της ατομικής πράξης» για να διαβάσουν από την αρχή έναν μύθο που γέννησε όλους τους υπόλοιπους, ή σχεδόν όλους.
Η συνέχεια της ιστορίας και των ανθρώπων που την γράφουν είναι το μεγάλο στοίχημα, η όποια υπέρβαση θα πραγματοποιηθεί εκεί. Η συνέχεια της όποιας ατομικής πορείας και το βάρος της συνενοχής σε ό,τι δεν χρειάστηκε να γίνει. Η Βρισηίδα στο τέλος ακουμπάει όλα όσα κόντεψαν να την συνθλίψουν στο έδαφος, σηκώνεται και φεύγει. Οι ήρωες του Χωμενίδη αντίθετα, φεύγοντας θα πάρουν μαζί τους όλο τους το βάρος. Της συνείδησης, των πράξεων, των επιπτώσεων. Και μαζί του θα πάρουν τον δρόμο για το αναπόφευκτο ταξίδι της επιστροφής. Πού; Σε όλους τους άλλους πολέμους που γέννησε ο Τρωικός και εξακολουθούν να κρίνονται εκτός εσκαμμένων.
Οι άνθρωποι αποδεικνύονται ανίσχυροι απέναντι στη βία που οι ίδιοι παράγουν, στις συνέπειές της, στην απώλεια. Από την άλλη πλευρά βέβαια, το ανθρώπινο βλέμμα είναι η μόνη ελπίδα για συνέχεια, για το όποιο μέλλον. Οι μύθοι και οι άνθρωποι βρίσκουν τη θέση τους σε ένα χορό αντιφάσεων και δυναμικής ισορροπίας, αλληλεξάρτησης και τελικά αρμονίας. Ο Δέκατος χρόνος και Ο Βασιλιάς της αποτελούν τελικά δύο πεδία της ίδιας αναμέτρησης. Του εκάστοτε αφηγητή με τις συνθήκες, με τους άλλους, με τους θεούς, με τον εαυτό του. Το αποτέλεσμα αυτής της αναμέτρησης είναι η ειρήνη. Η βαθιά ποιητικότητα της Μέρμηγκα σου σπάει τα κόκαλα και κομματιάζει τις ελπίδες. Και ο γαληνεμένος ρεαλισμός του Χωμενίδη σου τα ξανακολλάει ένα-ένα. Ο Μενέλαός του θα χαμογελούσε. Κοιτώντας τη Βρισηίδα κατευθείαν στα μάτια.
Κρις Λιβανίου