Κάθε βιβλίο που γεννιέται, φιλοδοξεί να μπει στην καρδιά μας και ν’ αφήσει τις λέξεις του προσάναμμα της αναγνωστικής μας δεινότητας, προκειμένου να πυρποληθεί η ψυχή μας. Αυτό είναι το μέγα ζητούμενο και ερωτηματικό για κάθε δημιουργό και κάθε εισηγητή βιβλίου στις παρουσιάσεις του. Αυτός όμως είναι και ο δικός μου ρόλος με αυτό το άρθρο: Να προκαλέσω τις πνευματικές και ψυχικές σας δυνάμεις, όχι απλά για να αγοράσετε ένα ακόμη βιβλίο, αλλά για να αφιερώσετε χρόνο να διαβάσετε ένα ακόμη βιβλίο γεννημένο με αγάπη και πόνο.
Είναι η κατακλυσμιαία αρχική ανάγκη γραφής που μεταμορφώνεται στη συνέχεια σε δύναμη αυτοθεραπείας. Που μας γεμίζει πληγές σε κάθε αρχή ανάγνωσης και μας μαθαίνει να τις επουλώνουμε μόνοι μας, μέσα από την κάθαρση του συναισθήματος που γεννιέται πάντα απροσδόκητα και ανάρμοστα πολλές φορές, χωρίς ίχνος προκατάληψης και δεύτερης σκέψης.
Στο συγκεκριμένο βιβλίο του Πάνου Νιαβή Δέκα πόντους μαύρο χιόνι (εκδόσεις Αρμός, 2022), η μοιραία γυναίκα με το παράξενο όνομα Δασιά, που μπορεί να είναι και η Δασεία του πνεύματος του συγγραφέα, χτυπά δυνατά και με τέμπο τον κεντρικό τόνο στην πλοκή, στη συνέχεια και την ανατροπή, εκεί που η πραγματικότητα εγκλωβίζεται στα στενά χρονικά όρια του μικροαστικού τοπίου στον εμφύλιο, η φαντασία ελευθερώνεται μέσα στην παράλογη αλήθεια και η απολογία λούζεται με όλο της το βάρος τις τρομακτικές συνέπειες μιας πολυτάραχης ζωής.
Δασιά σημαίνει ύπαρξη γεμάτη ανάγκες και πένθη. Δασιά σημαίνει ζωή γεμάτη βιαιοπραγία, σκοτάδι, πείνα, ανημποριά και λύσσα. Δασύς και ο λόγος του συγγραφέα καθρεφτίζει ξεκάθαρα το παρελθόν και τη θέση των αγράμματων γυναικών στα χρόνια του εμφυλίου, ώστε σήμερα να δούμε, πως αυτό το φαινόμενο παιδικής βίας και γυναικοκτονίας έχει σκληρές ρίζες και δεν ξεπατώνεται εύκολα.
Οι εικόνες του βιβλίου προκαλούν συνεχώς τον αναγνώστη να έρθει αντιμέτωπος με την δική του παιδεία, τη δική του ανατροφή, τη δική του επιβίωση και τη δική του μνήμη. Τα ρήματα ωμά πολλές φορές δεν καταπίνονται. Τα επίθετα λιγοστά και σε θέσεις κλειδιά αποδοκιμάζουν, όπως «ο εγγαστρίμυθος Μάρτης του 1950». Τα ουσιαστικά δεμένα επιμελώς καθορίζουν και χτίζουν τους χαρακτήρες του έργου. Ποιητικές φράσεις σπαρμένες παντού φανερώνουν φυσικά την ποιητική φλέβα του συγγραφέα. Το ύφος πολύτροπο θα έλεγα, πότε καθηλώνει με την ακαριαία χαριστική βολή του και πότε διεισδύει πεισματικά σαν τη σιγανή ή καταρρακτώδη βροχή ανάμεσα στα περάσματα και χάσματα τροφοδοτώντας τον ρου της ιστορίας. «Έβρεχε μαύρη βροχή η μοναξιά… Τις νύχτες του Νοέμβρη πέφτει βαριά η αντάρα, μιλάει το αίμα».
Το συγγραφικό εύρημα της απολογίας μπορεί να είναι σύνηθης τρόπος ξετυλίγματος μιας ιστορίας για τους λάτρεις του μυθιστορήματος, όμως εδώ αποδίδεται σαν απόστημα που γεμίζει κατάρα, φλεγμαίνει δυστυχία, ξεχειλίζει πίκρα και τελικά σπάει με την άκρατη εξομολόγηση.
Το μυστήριο της εξομολόγησης, άσχετα θρησκευτικών πεποιθήσεων, ρίχνει τα πέπλα του και σκεπάζει ευλαβικά τη μνήμη της ηρωίδας, χαρίζοντάς της την ελευθερία και την αγάπη που έψαχνε πάντα, με λάθος τρόπο. «Με καταβρόχθισαν βλέπετε οι ανάγκες, ναυάγιο μες στις περιστάσεις, τον χρόνο και την τύχη». Η Δασιά μπρος στο κατώφλι του θανάτου νιώθει και διεκδικεί μία θέση στο πάνελ των κακοποιημένων γυναικών που τόλμησαν να επιβιώσουν και να υψώσουν με θράσος τα γυναικεία όπλα τους. «Με είχαν πρόχειρη να δείχνουν κάποιον με το δάχτυλο…». «…Ήθελα να σκούξω για να ξεφορτωθώ μια ψίχα πόνο, …αλλά όλα φευγάτα κι άφαντα, μαύρα κι αφανισμένα».
Αγαπητοί αναγνώστες, ας κοιτάξουμε γύρω μας. Ας καταγγείλουμε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται. Ας δώσουμε το χέρι στον αδύναμο, ταλαιπωρημένο συμπολίτη μας που περνά τα πάνδεινα και σιωπά. Ας γίνουμε η φωνή του, η αγκαλιά του και η φωτεινή του εκδοχή. Ας καθαρίσουμε το μαύρο χιόνι από τις ψυχές μας, γιατί το νερό του ούτε πίνεται για να μας ξεδιψάσει από την ντροπή και τη λαχτάρα του θέλω, ούτε μπορεί να ξεπλύνει τις αμαρτίες μας, τα ανομήματα του ανθρώπινου γένους που κινείται με ταχύτητες μεγάλες προς την αυτοκαταστροφή. Και σαν ο Θάνατος πλησιάσει, σαν πέπλο μαύρου χιονιού, να έχουμε προλάβει, να τα ομολογήσουμε όλα. Να καθαρίσουμε τον ενσαρκωμένο μας λόγο μήπως και αξιωθεί την ανάσταση.
Βασιλική Νικοπούλου
* Η Βασιλική Νικοπούλου είναι ποιήτρια.