«Χρειάστηκε να κλέψω» της Κορίνας Καλούδη

«Χρειάστηκε να κλέψω / Ήταν αναγκαίο να έχω κάτι» γράφει η Καλούδη στην πιο πρόσφατη συλλογή της, που ξεκινά με το δίστιχο «Δικά μου ήταν / Κι ας τα πήρα στα κρυφά». Στο επίκεντρο της συλλογής βρίσκεται ένα Εγώ που τοποθετεί τον εαυτό του απέναντι στους «άλλους» («Τις νύχτες που το κρύο δυναμώνει / βγαίνω αθόρυβα / και ψάχνω στα σκουπίδια τους / Βρίσκω τα ρούχα που πετάνε / και τα φοράω να ζεσταθώ / Δεν έχουνε ιδέα τι πετάνε» – ποίημα «Αδαείς»), τη στιγμή που εκείνοι πυροδοτούν ένα πολεμικό σκηνικό. Στο πλαίσιο του εν λόγω σκηνικού, το ποίημα «Εικασία» μιλάει για αίμα και φυλακή, ενώ το «Ας με βρουν» για καταδίωξη:

Κουράστηκα να τρέχω

Ας με βρουν

Κι αυτό που είναι να συμβεί

το ξέρω ήδη

σα να έχει γίνει

 

Το πρόσωπό μου θα χαμογελάσει

Το χέρι ήρεμο θα βγάλει την περόνη

Κι εκείνοι θα νομίζουν πως με έφτασαν

Ποια δεινά έχει υποστεί το ποιητικό υποκείμενο ώστε να θέλει να σκοτώσει τους άλλους αυτοκτονώντας; Η απάντηση δίνεται λίγο παρακάτω, όπου βρίσκουμε μια υπόνοια εγκατάλειψης.  Πιο συγκεκριμένα, στο ποίημα «Τοίχος» μια γυναίκα «έδωσε όλη τη ζωή της» για να χτιστεί ένας τοίχος και το ποιητικό υποκείμενο (θα το λέω από δω και κάτω «Εκείνη») στέκεται διχασμένο ανάμεσα στην επιθυμία του να το δει η γυναίκα και στον αγώνα του να μείνει αθέατο («όλη μου η ζωή ένας αγώνας / για να της ξεφύγω»). Στο «Φύγε» πάλι, κάποιος είναι κατώτερος των προσδοκιών και το Εγώ που μιλάει στα ποιήματα θυμώνει με τον εαυτό του που, αντί να τον σκοτώσει, κάθεται και τον χαϊδεύει ή προσπαθεί να τον ξεχάσει – κάτι που, σε μια τραγική ομολογία Εκείνης, ισοδυναμεί με θάνατο.

Στο ποίημα «Δεν μπορείς» αποκαλύπτεται το βλέμμα αυτού του κάποιου:

Και πάντα με κοιτούσες

όπως κοιτάζει κάποιος

από το παράθυρο του τρένου

ένα εξαίσιο τοπίο

– μα δεν μπορεί να θυμηθεί –

κι ενοχλημένος κάπως

θα τραβήξει την κουρτίνα

Έχουμε κι εδώ δηλαδή το παιχνίδι του αόρατου που επιθυμεί να γίνει ορατό, αλλά δεν του γίνεται η χάρη.

Εντέλει συντελείται μια μεταστροφή. Στη «Συμφιλίωση» διαβάζουμε πως «εκείνο που έμοιαζε πριν λίγο επικίνδυνο / κάθεται απέναντί μου και μιλάμε […] / Σαν φίλοι, που έπειτα από χρόνια / ξαναβρέθηκαν». Τα ποιήματα που ακολουθούν αφηγούνται στην πλειονότητά τους απαλές στιγμές, με αποκορύφωση εκείνο που κλείνει τη συλλογή:

ΣΥΓΧΩΡΕΣΗ

Έχει μια ήσυχη βροχή απόψε

Σα να θέλει να πλύνει τον κόσμο

Σα να συγχώρεσε ο Θεός

και σα να ξαναπίστεψε

Υπάρχουν επομένως ίχνη πλοκής στη συλλογή, ένα αφηγηματικό νήμα που ξεκινά από την αμφισβήτηση και την αντιπαλότητα για να φτάσει στη συμφιλίωση και την αποδοχή. Και μέσα από αυτή την πορεία η πίστη Εκείνης στη ζωή και στους άλλους ανθρώπους αποκαθίσταται.

Φυσικά δεν λείπουν ποιήματα που έχουν να κάνουν με τον εαυτό και τη σχέση Εκείνης μαζί του, ποιήματα όπως το «Για να ζήσω» και το άτιτλο που ξεκινά «Κι όμως». Τα δύο αυτά ποιήματα, που εμπλέκουν το νερό ορίζουν τη σχέση Εκείνης με τον κόσμο σαν μια σχέση βύθισης:

ΓΙΑ ΝΑ ΖΗΣΩ

Και μένω εκεί

μέχρι που αισθάνομαι

να πνίγομαι

 

και αναδύομαι

να μην πεθάνω

 

κι ύστερα πάλι

ρίχνομαι στα βάθη

για να ζήσω

Τέτοιου είδους αντιθετικά σχήματα είναι υπαρκτά στη συλλογή, όπως είδαμε και πιο πάνω στην ανάγκη να ιδωθεί το ποιητικό υποκείμενο, η οποία συγκρούεται με την ανάγκη του να μείνει αθέατο. Κυρίως όμως υπάρχουν σχήματα που αναιρούν τον εαυτό τους καθώς ένας τρίτος τα παρατηρεί. Έτσι, για  παράδειγμα, στο ποίημα «Απόσταση» τα παιδιά μεταμορφώνονται σε πεταλούδες που πετάνε προς το φως, «χωρίς να ξέρουν τίποτα – ακόμα – / για τη λάμπα» και στο ποίημα «Διαύγεια» τα ουρλιαχτά των λύκων που πλησιάζουν μοιάζουν «με τις φωνές των παιδικών της φίλων». Ειδικά στο δεύτερο παράδειγμα βλέπουμε ότι δημιουργούνται οξύμωρα που εξαναγκάζουν, ας μου επιτραπεί η έκφραση, τον αναγνώστη σε συμπάθεια και συμπόνοια του ποιητικού υποκειμένου – Εκείνης.

Ιδιαίτερα γοητευτικό στοιχείο της συλλογής είναι οι εσωτερικές ενότητες ποιημάτων, καθώς μια ιδέα που ξεκινά σε ένα συνεχίζεται και σε 2-3 επόμενα, αναλύεται περισσότερο και βαθαίνει. Η «Διαύγεια» που είδαμε στην προηγούμενη παράγραφο, για παράδειγμα, είναι συνέχεια του ποιήματος «Λίγο ακόμα» που μιλά για την ανάβαση σε ένα βουνό – είναι το βουνό στο οποίο ακούγονται τα ουρλιαχτά των λύκων. Σε μια άλλη ενότητα ποιημάτων, εμφανίζεται ένας χαρακτήρας πατρικός: «Τα χέρια του / μου δείξανε τον τόπο / και βάλανε στα χέρια μου / τους σπόρους / να φτιάξω κάποτε / ένα δικό μου δάσος». Στα επόμενα λίγα ποιήματα, ο χαρακτήρας αυτός γίνεται εκείνος που «κάτω από το καπέλο» του έκρυβε το πρώτο ποδήλατο Εκείνης και τα καλοκαίρια της και που την κρατάει προστατευτικά από το χέρι.

Εντέλει, Εκείνη ταλανίζεται ανάμεσα στην ωραία ανάμνηση και την άσχημη, ανάμεσα στη ζοφερή πραγματικότητα και την υπερβατική, ανάμεσα στην αγάπη και το μίσος, την αποδοχή και την ακύρωση, το φως και το σκοτάδι. Και μέσα από αυτή την ταλάντωση, που συντελείται αδιόρατα, χαμηλόφωνα και δωρικά, περιγράφει τα δίπολα που συνιστούν το υφάδι της ζωής, έτσι που η συλλογή να γίνεται μια δίκαιη αναπαράστασή της. Στο κέντρο της φέρει Εκείνη, την ηρωίδα που μιλά σε πρώτο πρόσωπο, μια ηρωίδα που θα μπορούσε να είναι ο καθένας μας.

Χριστίνα Λιναρδάκη

 

Διαβάστε τη συλλογή ακούγοντας μια αγαπημένη μουσική του Max Richter:

Περισσοτερα αρθρα