Η ποίηση του Παντελή Μπουκάλα στα Ρήματα (εκδ. Άγρα, 2009/2021) συνδιαλέγεται με την αιωνιότητα. Μέσα της φυσάει ένα αεράκι που έρχεται από τις ακρογιαλιές του Ομήρου, ζωντανεύει ποιήματα και ποιητές, αρχαίους ήρωες και μύθους, φέρνει στο φως λέξεις και φράσεις που έχουν πριν από χιλιάδες χρόνια γραφτεί για να μιλήσει για το άρρητο, για ό,τι έχει αξία στη ζωή του ανθρώπου. Η λέξη «ρήματα» χρησιμοποιείται εδώ με την αρχαία της έννοια ως λόγος και υποδηλώνει τη διαδρομή της γλώσσας μέσα στο χρόνο, τη συνάντησή της με τις καταγωγικές της ρίζες, τη σύνδεσή της με την παράδοση. Έτσι η ποίησή του χάνει την αυτοαναφορικότητά της, αποκτά πολυσημία και γίνεται μέρος μιας ευρύτερης συλλογικότητας. Τα Ρήματα περιέχουν 56 ποιήματα και χωρίζονται σε τρεις ενότητες, τις «ΙΣΤΟΡΙΕΣ», τα «ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ» και τα «ΜΥΘΟΛΟΓΗΜΑΤΑ», ένα εισαγωγικό ποίημα και ένα ποίημα που λειτουργεί ως επίλογος.
«Τακερός δ’ Έρως», τα λόγια του Ανακρέοντα εμφανίζονται ως προμετωπίδα στο πρώτο ποίημα της συλλογής. H μάταιη προσμονή της αγαπημένης που αργεί και τελικά δεν έρχεται στο ραντεβού γεμίζει την ψυχή του ποιητή μελαγχολία. Σηματοδοτεί την απαρχή της περιόδου εκείνης της ζωής που αποσύρεται το πάθος και τη θέση του παίρνει η σύνεση και η εγκαρτέρηση. «Ο κόσμος μοιάζει πια οριστικός/ τετελεσμένος/ δίχως εμάς/ δίχως την όρεξή μας να τον ξαναπλάσουμε […]»¹. Η απουσία της αγάπης γεννάει τραγούδια ατραγούδιστα, χορούς στάσιμους που επικυρώνουν τη ματαίωση και γυρνούν αυθόρμητα σε μοιρολόι αδάκρυτο για το χρόνο που περνάει και σκοτεινιάζει τα ρήματα της αγάπης.
Ο ποιητής δεν καταθέτει τα όπλα. Η ποίηση είναι η μέθοδός του να αντιστέκεται στο χρόνο, η γραμμή άμυνάς του, ο τρόπος του να υπερασπίζεται ό,τι αγαπά. Περιπλανιέται στους δρόμους και στα σοκάκια της Αθήνας, επιζητώντας να απαθανατίσει στους στίχους του το κλίμα της εποχής. Τα διαμερίσματα στις σύγχρονες πολυκατοικίες φαντάζουν στα μάτια του υπόγεια υπερώα, η σύγχρονη εκδοχή της σπηλιάς του Πλάτωνα· στο εσωτερικό τους, άνθρωποι καθισμένοι μπροστά σε ένα γυαλί, παρακολουθούν σκιές πιστεύοντας ότι είναι η αληθινή ζωή. Η αληθινή ζωή βρίσκεται στις φτωχογειτονιές της πόλης, μέσα σε ανήλιαγα ημιυπόγεια που στεγάζουν φτωχούς μετανάστες και πρόσφυγες. Από τα μισάνοιχτα παράθυρά τους, ο ήχος της τηλεόρασης φτάνει ως έξω στον δρόμο. «Ακούνε γυάλινα ελληνικά, να μάθουν / και να μοιάσουν»². Ο ποιητικός του φακός καταγράφει σκηνές που διαδραματίζονται σε πλατείες και φανερώνουν τις διακρίσεις μεταξύ των ανθρώπων για λόγους καταγωγής, δέρματος και γλώσσας: «[…] Στο θάλαμο τηλεφωνούν. Φιλιππινέζοι. Μάλλον./ Διπλά ξενιτεμένοι αυτοί/ της γλώσσας και του δέρματος/ δεσμεύουν τη φωνή τους/ αθόρυβοι διασχίζουν το ακίνητο βλέμμα μας […] Εκείνο το βαρύ, το αγενεαλόγητο:/ “Πατρίδα του ποιητή η γλώσσα του”/ σου τρώει το νου, τον φαρμακώνει. / Μα ποια πατρίδα. / Λέξεις και λέξεις πάλι λέξεις […]»³.
Ο ποιητής νιώθει κι αυτός πως είναι μια άγνωστη φωνή, μια σκέψη ξένη που ηχεί μες στο μυαλό του άλλου, δίχως να ξέρει αν θα βρει εκεί αποδοχή. Μέσα από τις λέξεις του αναδύονται σιωπηλά τα χρόνια που υπήρξαμε και εμείς χωρίς ελεύθερη πατρίδα, οι μεγάλες κοινότητες των Ελλήνων της διασποράς, τα ανθρωπιστικά ιδεώδη της αρχαίας κληρονομιάς μας, η ιδέα της φιλοξενίας που έχει ζυμωθεί με την ψυχή αυτού του τόπου. Η ποίησή του προβάλλει την ομορφιά και τον πλούτο της ελληνικής γλώσσας για να υπερασπιστεί όλες τις γλώσσες και προπάντων τη γλώσσα της ποίησης που φέρνει στο φως το άρρητο: «[…] ― α, γλώσσα ωραία, πλούσια η ελληνική. / Γλώσσα του έρωτα του κόσμου όλες οι γλώσσες/ ―κι όλες μαζί λαβαίνουν νόημα απ’ τη σιωπή»4.
«Αλλ’ άλλος άλλω καρδίην ιαίνεται», με άλλα λόγια, «καθένας με τον τρόπο του γιατρεύει την καρδιά του», έτσι είπε ο παλαιός των λυρικών, «Αρχίλοχο τον είπαν». Μέσα στην ομορφιά και τη λυτρωτική δύναμη αυτού του στίχου ο ποιητής διακρίνει τον ορισμό της ποίησης: «[…] Το λάμδα Υγρό Πολλαπλασιασμένο/ Ρυάκι ταπεινό που αίφνης/ ποταμίζει θαλασσώνεται/ Μια μουσική σαν ξόρκι σαν βοτάνι/ πλασμένη από το τίποτα σχεδόν/ Δυο-τρία γράμματα/ Τραγούδι σαν νανούρισμα του χάρου// Τη μαγγανεία αυτή άλλοι την είπαν ποίηση/ στη γλώσσα τους/ Κι άλλοι άλλα σ’ άλλες»5.
Στη δεύτερη ενότητα, η ποίησή του μετατρέπεται σε έναν πανηγυρικό για τον έρωτα που εμπνέεται από τα μοτίβα, την τέχνη και τον υπερρεαλισμό της δημοτικής ποίησης. Ο ποιητής, έχοντας εντρυφήσει στη μαγεία της, δημιουργεί μια ανθοδέσμη από 22 πολύδυμα ποιήματα, προορισμένα για να τέρψουν και να τραγουδήσουν τις χαρές και τις οδύνες του έρωτα και να θυμίσουν το νόημα της ζωής. Τα ρήματά του χορεύουν, πυρακτώνονται, τήκονται, αποτεφρώνονται και πάλι στέκουν ακέραια για να εκφέρουν λόγο απ’ την αρχή, σε μια αέναη σειρά παραλλαγών, σαν το χορό. Η φωνή του ενώνεται με τη φωνή του ανώνυμου ποιητή για να τραγουδήσει τις χάρες της δικής του «αγαπώς», αποκαλώντας την με το ρήμα που στη δημοτική ποίηση γίνεται όνομα: «Θέλω να πω τα μάτια σου. Σωπαίνω./ Πώς την ηδύτητα να πεις, πώς την αρμύρα, / αν τύχει και συγκατοικούν. Μαθαίνω / απ’ την αρχή τη θάλασσα, απ’ την αρχή την πύρα»6.
Ακολουθεί τα μονοπάτια που βάδισαν και άλλοι ποιητές, εμπνευσμένοι από τη δημοτική ποίηση, όπως ο Σολωμός, ο Παλαμάς, ο Κρυστάλλης, ο Μαλακάσης, ο Καρυωτάκης, ο Σεφέρης κ.ά. Τα ρήματά του, αιχμάλωτα του έρωτα, ξεδιπλώνουν ένα ολόκληρο σύμπαν, γίνονται μέρος του αέναου κύκλου της ζωής και του θανάτου. Εδώ οι λέξεις «νταλκάς», «σεβντάς», «σεκλέτι», «ντέρτι», δάνεια από την τουρκική γλώσσα, εμφανίζονται για να δώσουν όνομα στη λαχτάρα και το σπαραγμό που προξενεί ο πόθος της αγάπης, μαρτυρίες της προαιώνιας σχέσης μας με την Ανατολή. Η λέξη «καρδιοπονόθλιβος», αποκύημα της φαντασίας άγνωστου δημιουργού, κρυμμένη χρόνια στου λεξικού τις σελίδες, εμφανίζεται για να εκφράσει, με το δικό του πρωτότυπο τρόπο, τον πόνο για την απώλεια του έρωτα και συνυπάρχει αρμονικά με άλλες επινοημένες λέξεις από τον ποιητή, όπως «χειμέαρ», όταν ο έρωτας φέρνει την άνοιξη στην καρδιά και «λεξείω», οι λέξεις που ο ποιητής δωρίζει στην αγαπημένη του. Ο ποιητής αναδεικνύει τη ζωντάνια και την πλαστικότητα της ελληνικής γλώσσας, την ικανότητά της να ενσωματώνει με άνεση μέσα στη ροή της ετερόκλητες λέξεις που δεν ξενίζουν, αλλά αντίθετα, διανθίζουν με την παρουσία τους το κείμενο. Η γλώσσα γίνεται ένα υφαντό που αποτυπώνει όσα κρύβονται μες στην ψυχή του ανθρώπου, «στο ξήλωμά του, / νόημα αιμορραγεί και ανασταίνει»7.
Στην τρίτη ενότητα ο ποιητής καταβυθίζεται στη δική του Νέκυια για να συναντηθεί εκεί με πολλές ψυχές που ζητούν δικαίωση· να ακουστεί η δική τους ανατρεπτική πλευρά της ιστορίας. Ήρωες θεϊκής προέλευσης που εναντιώθηκαν στους θεούς και υπερασπίστηκαν τους ανθρώπους, όπως ο Προμηθέας, ο Σίσυφος, ο Χείρων, κέρδισαν μέσα από το καθημερινό τους μαρτύριο την ανθρωπινότητά τους, το μοναδικό πράγμα που ζήλεψαν ποτέ οι θεοί· δημιουργούν μια δική τους γενεαλογία ηρώων. Από την άλλη πλευρά, εγωιστές θεοί εκμεταλλεύονται τη δύναμή τους και βλάπτουν τους θνητούς. Οι ιστορίες του Μισηνού, του Μαρσύα, της Καλλιστώς γίνονται η μαρτυρία « ότι ο δόλος είναι ο λόγος των θεών»8.
Μίση και πάθη, σκευωρίες, αντιπαλότητες και παιχνίδια εξουσίας ανάμεσα στους ήρωες του Τρωικού πολέμου βλέπουν το φως μέσα από τις μαρτυρίες του Αίαντα και του Παλαμήδη, που είχαν άδοξο τέλος μετά τη διαμάχη τους με τον Οδυσσέα, θυμίζοντας ότι η ιστορία ευνοεί τους νικητές. Η μοίρα της γυναίκας, η μοίρα της Καλλιστώς και της Πηνελόπης που δίνουν εδώ τη δική τους εκδοχή της ιστορίας τους. Οι μαρτυρίες τους δημιουργούν ένα πλέγμα 14 ιστοριών, που θα μπορούσαν να ανήκουν στη σημερινή πραγματικότητα, αν αφαιρέσεις τα αρχαία προσωπεία τους, και συναντώνται κατά μία έννοια με την πρώτη ενότητα, υποδηλώνοντας ότι όσοι αιώνες κι αν πέρασαν, τίποτα δεν άλλαξε από τα ανθρώπινα, αν αφαιρέσεις τα σύγχρονα στολίδια τους. Ο κύκλος κλείνει με ένα ποίημα που θυμίζει ζεϊμπέκικο, αφιερωμένο στους φίλους που έφυγαν και δεν μπορεί πια να υπάρξει γλέντι και γιορτή χωρίς αυτούς, «γιατί δεν γίνεται γιορτή χωρίς παρέα»9.
Μοντέρνα ποίηση, υφαίνεται μέσα από την παράδοση και έχει ως επίκεντρο της τον άνθρωπο, εστιάζει στο νόημα της ζωής που δεν είναι άλλο από την αγάπη και την ανάγκη του ανθρώπου να αγωνιστεί για έναν καλύτερο κόσμο. Στη σκιά της φωνής του ποιητή, η γλώσσα αφηγείται σιωπηλά τη δική της ιστορία, η οποία εγγράφεται στο σώμα του κειμένου, αναδεικνύοντας τη ζωντάνια και την πλαστικότητά της, για να εκφράσει τις πολιτικές και κοινωνικές απόψεις του ποιητή.
Κατερίνα Τσιτσεκλή
Σημειώσεις:
- «Τέλος επισκέψεων», σ. 9.
- «Ραγδαία ακινησία», σ. 13.
- «Άουτ 2008», σ. 23.
- «Στην ξενιτιά της γλώσσας», σσ. 21-22.
- «Νταλκάς», σ. 68
- «Αλλ’ άλλος άλλω», σ. 14
- «Πτόρθος», σ. 54.
- «Τιμαλφή», σ. 39.
- «Μισηνός», σ. 88.
* Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Καρυοθραύστις, τεύχος 10/11, Απρίλιος 2022, εκδόσεις Ρώμη.