Έχω ήδη τεκμηριώσει, από τις προηγούμενες συλλογές της, τη δεινότητα της γραφής της Ελένης Γαλάνη, η οποία στην πρόσφατη αυτή συλλογή της (Οξυγόνο δύο, εκδόσεις Ρώμη 2023) πραγματικά απογειώνεται. Η συλλογή είναι χωρισμένη σε τρία, άνισα, μέρη: την Ευρυδίκη, την (ανώνυμη) Γυναίκα του Λωτ και την Περσεφόνη. Τα δύο πρώτα είναι μεγαλύτερα και συνιστούν έναν αυτόνομο κύκλο, ενώ το τρίτο, αισθητά μικρότερο, περιλαμβάνει την ανατροπή.
Αλλά, ας ξεκινήσω από τον τίτλο. Οξυγόνο δύο – γιατί δύο; γιατί «οξυγόνο δύο» και όχι «όμικρον δύο» που σημαίνει οξυγόνο; Αρχικά, δύο γιατί διπλή είναι η κατάσταση των ζώντων: ύπαρξη και ανυπαρξία και, για να συντελείται η μία, πρέπει να υφίσταται η άλληˑ διαφορετικά, δεν μπορεί καν να νοηθεί («δε λάμπουν χωρίς σκοτάδι τ’ άστρα/ χωρίς την κόλαση δε ζει ο ουρανός», από το ποίημα «Orbis Terrarum»). Ολόκληρη η ποιητική συλλογή είναι ένας στοχασμός πάνω σε αυτό το δίπολο, της ύπαρξης και της ανυπαρξίας, με το οξυγόνο να αποτελεί νοηματοδοτικό στοιχείο της πρώτης. Το οξυγόνο (Ο2) είναι προαπαιτούμενο της ζωής, μα το Ο3 είναι τοξικό χημικό στοιχείο: το όζον, που είναι ά-ζωτο, κάτι που, αν εισπνευστεί, σκοτώνει. Και για αυτό όμως γίνεται λόγος στη συλλογή («Όμικρον όπως οξυγόνο δύο όμικρον – της ζωής/ τη στιγμή που το χρειάζεσαι περισσότερο/ κι όπως οξυγόνο τρία – όζον/ τοξικό/ του θανάτου/ καθώς ασφυκτιάς/ καθώς χάνεις χωρίς επιστροφή/ οριστικά/ την αναπνοή σου», από το ποίημα «Ορφέας όπως όνειρο»).
Όπως όμως η Γαλάνη εξετάζει την κατάσταση της διττότητας, έτσι εξετάζει και τα τριμερή σύνολα: η συλλογή άλλωστε περιλαμβάνει τρία μέρη, όχι δύο, αλλά γίνεται και ρητή αναφορά σε τριαδικότητες στα σημεία (π.χ. «είναι τριαδική εξίσωση η ζωή/ τη χάνεις, τη βρίσκεις, τη νοσταλγείς», από το ποίημα «More sweetly play the dance»).
Η ύπαρξη και η ανυπαρξία είναι καταστάσεις on-off που μπορούν να ιδωθούν είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά, σαν την έναρξη και τη λήξη μιας κατάστασης της ζωτικότητας (π.χ. υγεία-ασθένεια) ή του σταδίου μιας σχέσης (π.χ. γάμος-διαζύγιο). Για την πρώτη μιλάει ανοιχτά στις «Ευχαριστίες» της, όπου αναφέρει τις νοσηλείες λόγω του αυτοάνοσου από το οποίο πάσχει, η δεύτερη συνάγεται από τις εντάσεις ανάμεσα στην Ευρυδίκη και τον Ορφέα, και τις διακυμάνσεις στη σχέση τους, κυρίως όπως αυτή εσωτερικεύεται από την Ευρυδίκη.
Αλλά ας δούμε πιο αναλυτικά τα επιμέρους τμήμα της συλλογής. Στο πρώτο μέρος, την «Ευρυδίκη», η Γαλάνη επισκέπτεται τον γνωστό μύθο του Ορφέα και της Ευρυδίκης, σύμφωνα με τον οποίο ο Ορφέας κατεβαίνει στον Άδη για να φέρει την αγαπημένη του πίσω στον κόσμο των ζωντανών και τα έχει σχεδόν καταφέρει – αλλά, εκεί που αντικρίζουν τις ακτίνες του ήλιου στη σκοτεινή γαλαρία της ανάβασής τους, γυρίζει να ρίξει μια ματιά για να δει ότι όντως τον ακολουθεί, παραβαίνοντας τις εντολές, με αποτέλεσμα η Ευρυδίκη να χαθεί ξανά στον Κάτω Κόσμο.
Το πρώτο ποίημα αυτής της ενότητας τιτλοφορείται με την εβραϊκή λέξη «Ρουάχ» που σημαίνει ανάσα (όπως μας ενημερώνει στις κατατοπιστικές Σημειώσεις της η ποιήτρια, στο τέλος του βιβλίου) και σηματοδοτεί την εισπνοή, το ξεκίνημα της διαπραγμάτευσης του μύθου η οποία έπεται. Είναι άραγε τυχαίο ότι το όνομα του Ορφέα ξεκινά κι αυτό από όμικρον, όπως το οξυγόνο (ή το όνειρο ή ένα πλήθος άλλων λέξεων, κατάλογος των οποίων παρατίθεται ποιητικά στο «Ορφέας όπως όνειρο»); Βλέπει η Γαλάνη τον έρωτα ως συνώνυμο αυτού του ζωογόνου αερίου;
Είναι το Όμικρον ένα στόμα μικρό – της αναπνοής
έκθαμβο, θαυμαστικό
[…]
Είναι η αναπνοή μια άλλη εκδοχή της αφής
αφήλια
άγγιγμα θωπευτικό χωρίς δάχτυλα
ενδημεί μυστικά
στο ανθρώπινο στέρνο […]
παρούσα χωρίς να τη ζητήσει κανείς
ονειρεύεται να φιληθεί, όπως η αφή, κι αυτή
στο στόμα
(από το ποίημα «Ο-ΜΙΚΡΟΝ όπως οξυγόνο»)
Σίγουρα ο μύθος του Ορφέα και της Ευρυδίκης εξυπηρετεί το δίπολο του πιστού έρωτα και της έλλειψης πίστης, αλλά κι εκείνο της ύπαρξης και της ανυπαρξίας, μια και το κεντρικό πρόσωπο καλείται να ζήσει στις δεύτερες καταστάσεις, όμως όντως να ζήσει εκεί, όχι να περιέλθει σε μια κατάσταση εκτός ζωής – έστω και αν πρόκειται για μια ζωή ελάχιστα βιώσιμη:
Στην πραγματικότητα δεν είμαι κανείς
μια σκιά είμαι, ένα άγαλμα
(από το ποίημα «Ευρυδίκη»)
Όσο για την έλλειψη εμπιστοσύνης, η εξιστόρηση του μύθου κλείνει με μια ερμηνεία ανορθόδοξη, ιδωμένη από την πλευρά του παραπόνου της Ευρυδίκης: ο Ορφέας δεν την εμπιστεύτηκε, δεν πίστεψε ότι θα τον ακολουθούσε, δεν κατάλαβε τη λαχτάρα της να επιστρέψει στη ζωή. Όχι ότι, σύμφωνα με την κυρίαρχη ερμηνεία του μύθου, εκείνος δεν άντεξε το ενδεχόμενο να έχει κάνει τον άθλο και να επιστρέψει μόνος, όχι ότι κι εκείνος λαχταρούσε να την ξαναδεί τόσο που δεν είχε την υπομονή να περιμένει, όχι ότι φοβόταν μήπως τον γέλασε ο Άδης. Από την πλευρά της Ευρυδίκης η ανυπομονησία μεταφράστηκε σε έλλειψη εμπιστοσύνης, σε επιπολαιότητα που οδήγησε σε σφαγή – τη δική της:
Φτάνει κάποτε μια στιγμή μια
μόνη στιγμή στον απέραντο χρόνο ένα ανεπαίσθητο
γύρισμα του κεφαλιού προς τη λάθος κατεύθυνση
μια απότομη του δρόμου στροφή
και λάμπει στη λαιμητόμο του χρόνου η λάμα
του σπαθιού κι η λαβή –
η σφαγή στο διηνεκές
συνεχίζεται
(από το ομότιτλο της συλλογής ποίημα «Οξυγόνο δύο»)
Το βλέμμα, η ορατότητα, έχουν από μόνα τους μεγάλη δύναμη: ένα βλέμμα μπορεί να είναι τόσο αναζωογονητικό όσο και καταστροφικό, και ο μύθος αυτός στέκεται στη δεύτερη ιδιότητά του. Η Ευρυδίκη «υπήρξ[ε] σκοτάδι και φως μαζί», ρίζωνε ξανά ξεριζωνόταν (ποίημα «Ευρυδίκη -τρεις εκδοχές. Τραγούδι για έναν άδειο κόσμο»). Παρακάτω όμως, στο ποίημα «Δέκα δεύτερα», απαντάμε μια άλλη ερμηνεία του βλέμματος, εκείνη που οδηγεί στην αυτογνωσία:
γυρίζει ο Ορφέας, την κοιτά
και γίνονται μαγνήτης τα βλέμματα
καθρέπτης τα μάτια κι εκείνη
βλέπει στα μάτια του πρώτη φορά ένα άλλο εαυτό
βλέπει πρώτη φορά τον εαυτό της
στα μάτια
Πέρα από τους μονολόγους που απαρτίζουν τα περισσότερα ποιήματα (έστω και αν ένα-δυο περιέχουν διαλόγους), υπάρχει και ένα ποίημα με θεατρικά στοιχεία (χορό που παρεμβάλλεται, όπως στο αρχαίο θέατρο), το «No place like home». Με όλα τα αφηγηματικά μέσα, η Γαλάνη μας περιγράφει την Ευρυδίκη σαν μια γυναίκα καταδικασμένη σε μοναξιά, εκεί στον Κάτω Κόσμο, ίσως στον Μέσα (της) Κόσμο, που εμφορείται από ηφαιστειακές καταστάσεις, προσκαλώντας μας να μη φοβηθούμε τη ζωή, να την αφήσουμε να μας κατοικήσει:
όμως εσύ, ανώνυμε περαστικέ
στάσου για λίγο άκουσε
του Ορφέα τη μουσική στη λεσβιακή ακτή στην Άντισσα
κι όπως θα είσαι ακίνητος
άφησε να σε κατοικήσει
η φυγή
μέχρι η φλόγα σου να σβήσει εντελώς άφησε
να σε κατοικήσει
η πυρκαγιά
όπως δεν περιμένεις τίποτα άφησε
να σε κατοικήσει
η προσμονή
στις ώρες που φοβάσαι περισσότερο
στις θίνες της φυγής
στις λέξεις τις ηλιότροπες που θέλεις να κάψεις
σπίρτα στη νύχτα και να καείς άφησε
να σε κατοικήσει
η σιγή
(από το ποίημα «Βελανιδιές στη Θράκη»)
Είναι από τα σπάνια σημεία (αν όχι το μοναδικό) στο βιβλίο που η Γαλάνη απευθύνεται σε έναν περαστικό γένους αρσενικού, μια και η συλλογή της κάνει λόγο κυρίως για γυναίκες (σε αυτή την ενότητα: Εκάβη, Ανδρομάχη, Κασσάνδρα, αλλά και Γαρυφαλλιά, Ελένη, Λυδία, Σεβαστή) και αυτές αφορά με πολλούς, διαφορετικούς τρόπους άλλωστε. Σε γυναίκες εξ άλλου είναι αφιερωμένη: στη μητέρα και τις θείες της. Αυτό αναγκαστικά μας κάνει να αντιμετωπίζουμε τις κεντρικές της ηρωίδες όχι μόνο σαν αρχετυπικές φιγούρες της γυναικείας υπόστασης, αλλά και σαν προσωπεία της ίδιας της ποιήτριας που – μπαίνοντας στη θέση τους – υφίσταται αυτή την απολήθωση (το γλίστρημα στη λήθη ή στον Κάτω Κόσμο, στην περίπτωση της Ευρυδίκης) ή την απολίθωση (το μαρμάρωμα, στην περίπτωση της Γυναίκας του Λωτ).
Και έχουμε ήδη φτάσει στο δεύτερο μέρος που είναι «Η Γυναίκα του Λωτ», μια γυναίκα δίχως όνομα: «Ίσως να λέγομαι Έντιθ, Άντο, ή Ιουδήθ/ ξέρει κανείς το όνομά μου;» (από το ποίημα «Η Γυναίκα του Λωτ»). Και αυτή επαναλαμβάνει για τον εαυτό της, όπως η Ευρυδίκη: «Στην πραγματικότητα δεν είμαι κανείς/ μια σκιά είμαι ένα άγαλμα». Η Γυναίκα του Λωτ είχε παρόμοια τύχη με της Ευρυδίκης: για να τη σώσει με την οικογένειά της ο Θεός, τους ζήτησε να τρέξουν να φύγουν μακριά από τα Σόδομα που πυρπόλησε, να φύγουν χωρίς όμως να γυρίσουν να κοιτάξουν πίσω – κάτι που εκείνη δεν άντεξε να κάνει, μολονότι είχε μάθει «να υπακού[ει] σιωπηλά» – κι έτσι μετατράπηκε αυτοστιγμεί σε στήλη άλατος. Και εδώ έχουμε λοιπόν ξανά τη δύναμη του βλέμματος στην καταστρεπτική της διάσταση. Παρά τις ομοιότητες ανάμεσα στις δύο γυναίκες όμως, η Γυναίκα του Λωτ δεν θρηνεί την απώλεια του έρωτά της: εδώ αυτό που τίθεται υπό αίρεση είναι η σχέση εμπιστοσύνης προς το θείο, μια σχέση υπαρξιακής φύσης, αν όχι θεμελιακής.
Από και και πέρα η πυρκαγιά αποτελεί κυρίαρχο στοιχείο της ενότητας. Εκτός από το καμένο σπίτι, τα καμένα δέντρα, την καμένη γη, έχουμε και λέξεις που καίγονται, αλλά και άστρα και γαλαξίες – όλος ο κόσμος παραδίδεται στις φλόγες – μόνο η Γυναίκα του Λωτ μένει ακίνητη, σαν από πάγο, ευχόμενη «χίλιες φορές καλύτερα να είχα καεί από το να μείνω/ στήλη ασάλευτη ψυχρή σαν πάγος» (από το ποίημα «Η Γυναίκα του Λωτ»), προσπαθώντας να λύσει «εξισώσεις μαθηματικές για τη χαμένη υπόθεση/ της ευτυχίας» (από το ποίημα «Το πρώτο πρωινό του κόσμου»).
Η καύση παράγει φως, μόνο που αυτό το φως εδώ σημαίνει το τέλος:
Μπορεί το τέλος να είναι αυτό:
μια υπνική πορεία στο φως
ένα κάλεσμα χωρίς γυρισμό
που μας πληγώνει τα μάτια
(από το ποίημα «Διακοπές στην Ερέτρια»)
Πέρα όμως από τη Γυναίκα του Λωτ, σε αυτή την ενότητα εμφανίζονται και άλλοι χαρακτήρες. Ένας τέτοιος χαρακτήρας είναι ο Θησέας που ξέχασε να αλλάξει τα πανιά του πλοίου του επιστρέφοντας νικηφόρος από την Κρήτη, προκαλώντας έτσι την αυτοκτονία του πατέρα του:
(όσα δε ζήσαμε βαραίνουν περισσότερο από όσα έχουνς συμβεί)
κι είναι πάντοτε κάτι ελάχιστα μικρό
– στον δρόμο της επιστροφής ξεχνάς ν’ αλλάξεις τα πανιά
και χάνεται το λιμάνι
κάτι ελάχιστο, μικρό κι όμως το πιο σημαντικό μυστικά
την εξέλιξη καθορίζει
[…] κάτι που αμελήσαμε να κάνουμε από αφηρημάδα
μια λέξη που δεν ειπώθηκε την κατάλληλη στιγμή
από αναβλητικότητα ή διακριτικότητα υπερβολική
αυτή η ασήμαντη παράλειψη – αυτή η ασήμαντη οφειλή
κάνει τη διαφορά γράφει την ιστορία απ’ την αρχή
(από το ποίημα «Μυστικός δείπνος»)
Άλλοι χαρακτήρες είναι η γυναίκα του πρωτομάστορα που θάφτηκε ζωντανή, όχι στο γεφύρι, αλλά στην εξώθυρα («όλα τα σπίτια που κάποτε κατοίκησα/ έχουν θαμμένο ένα κορίτσι/ στην εξώθυρα – την είπαν «Λυγερή», σύζυγος, λένε,/ πρωτομάστορα», ποίημα «Αποποίηση κληρονομιάς») ή οι «γυναίκες της ανακούφισης», γυναίκες δηλαδή που τοποθετήθηκαν σε οίκους ανοχής προς ανακούφιση των σεξουαλικών ορμών των Ιαπώνων στρατιωτών κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο («οι γυναίκες της ανακούφισης δεν ανακουφίζονται πο-/ τέ, στους σταθμούς της παρηγοριάς η παρηγοριά είναι άγνωστη λέξη», ποίημα «Το κορίτσι με τα σπίρτα»), οι Johatsu, άνθρωποι που εξαφανίζονται εκούσια αλλάζοντας τα χαρτιά και τα χαρακτηριστικά τους («Το δάσος των εξαφανισμένων»), αλλά και γκέισες με μικρούλικα πόδια του λωτού («Οι γυναίκες στη σκάλα»).
Αυτή η ενότητα, πιο έντονα από την προηγούμενη ή ίσως επειδή έρχεται σε συνέχειά της, μιλάει εμφατικότερα για τη μοναξιά που έπεται του τραύματος, της ασθένειας ή του θανάτου, του τόπου όπου η ζωή συνεχίζεται μετά την όποια απόδραση:
ο χρόνος διαστέλλεται
όπως οι κόρες
των ματιών στον έρωτα ή όταν βλέπεις μια εικόνα
φρικτή
συστέλλονται ξαφνικά
– συστολή διαστολή συστολή διαστολή συστολή διαστολή –
αιώνιες συμπληγάδες
μες σε διαδρόμους νοσοκομείων, κάτω από φώτα νέον
στα χειρουργεία στην κλινική
στην ανάνηψη μετά τη νάρκωση
δωμάτιο κλειστό
μπορεί κάποιος κάποτε σε λίγο να φανεί – μάταια
πώς το «μαζί» έγινε «μόνος»
τόσο εύκολα και τόσο ξαφνικά
πρόωρα
(από το ποίημα «Μυστικός δείπνος»)
Η ενότητα κλείνει με ένα άλλο «Ρουάχ» (όπως άρχισε δηλαδή η «Ευρυδίκη»), που τώρα σημαίνει εκπνοή. Κι έτσι ολοκληρώνεται ο κύκλος.
Για να ακολουθήσει κατόπιν η τρίτη ενότητα, «Περσεφόνη», όπου η ποιήτρια σε τρία ποιήματα αντλεί και πάλι από τη γαλαντόμα ποιητική της φλέβα για να ταυτίσει τις γυναίκες της συλλογής μεταξύ τους («ξέρω πως μπορεί/ να σε οδηγήσει στον χαμό ό,τι περισσότερο αγάπησες/ – του Ορφέα η Μουσική – θα σε οδηγήσει, ξέρω, γλυκά,/ στον χαμό, Ευρυδίκη,/ κι εσένα ο Πλούτωνας στους νεκρούς, Περσεφόνη/ στην ακινησία ο νόστος, Γυναίκα του Λωτ, μαντεύω πως/ δεν θα προσπαθήσεις καν να αντισταθείς κι αν προσπαθήσεις/ δε θα προλάβεις», ποίημα «Το μεγάλο κυνήγι»), κατόπιν να μας μιλήσει για αγάλματα έτσι κατασκευασμένα που να αλλάζουν εύκολα πρόσωπα ή, σε ελεύθερη ερμηνεία, για ανθρώπους που μπορούν εύκολα να υιοθετούν διαφορετικά προσωπεία (ποίημα «Αλλάζουν πρόσωπο») και να καταλήξει στην καθολική άρνηση, ένα όχι που πάλι με όμικρον ξεκινά, όπως το οξυγόνο:
μην πας, Περσεφόνη, μην πας
αυτή τη φορά να φυλαχτείς είναι ολισθηρή
η Λήθη αιφνίδια σε καταπίνει στον ουρανό
ελεύθερη να ζεις εκεί να κατοικήσεις αρνήσου
της Μνημοσύνης το νερό στη Λήθη πάλι
μη χαριστείς πες «Όχι» στης Δήμητρας
τα δάκρυα, στου Πλούτωνα τα δείπνα, στους ζωντανούς
και στους νεκρούς μήτε στον Κάτω Κόσμο πια
μήτε στη Γη – ποτέ ξανά
να μην ξαναγυρίσεις
(ποίημα «Απόγευμα στον νότο»)
Μια πράξη επανάστασης που θα καθορίσει επιτέλους τη δική της μοίρα, τη μοίρα της απολι[η]θωμένης Γυναίκας μέσα στους αιώνες, όμως πια από δική της επιλογή ως Κυρίας του εαυτού της, έστω και σε μια ου-τοπία.
Χριστίνα Λιναρδάκη