Η Μικρασιατική καταστροφή άφησε βαθιές πληγές στους Έλληνες που εγκατέλειψαν τις πατρίδες τους ύστερα από χιλιάδες χρόνια διαβίωσης σε περιοχές όπου άνθισε ο ελληνισμός. Οι χιλιάδες ιστορίες όσων διασώθηκαν από αυτή την τρομερή δοκιμασία αποκαλύπτουν το μέγεθος του γεγονότος και την τραγικότητα των στιγμών. Εκτός από τις αφηγήσεις που απαθανατίζουν την φρίκη των στιγμών, υπάρχουν και εκείνες που έχουν λογοτεχνική αξία και αποτελούν μνημεία της πολυμορφίας της ελληνικής γλώσσας. Τέτοιες περιπτώσεις είναι οι αφηγήσεις από περιοχές της Κεντρικής και Νότιας Μικρασίας, όπου οι γυναίκες άφηναν πίσω σπίτια, υποστατικά και μια ευτυχισμένη ζωή:
«Πριν φύγομε, στρώσαμε ένα μεγάλο τραπέζι το πρωί, για να φάμε όλοι μαζί οι συγγενικές οικογένειες που απομείναμε. Οι χανούμισσες μας χαιρετούσαν κλαίγοντας. Μετά πήγα με τον αδερφό μου στο αμπέλι μου κι ήπιαμε για τελευταία φορά νερό. Εγώ έκλαιγα και ο αδερφός μου μού είπε να μην στεναχωριέμαι γιατί κι εκεί που θα πάμε κάτι θα βρούμε. Ακόμη θυμάμαι το αμπέλι μου, δίπλα στα χωράφια μου και τον κήπο. Ήταν τόσο καθαρά! Σαν σκουπισμένα. Όποιος περνούσε απ’ το δρόμο στεκόταν και το καμάρωνε».
Δέσποινα Τσαλίκογλου (από Σκοπή – Αθήνα)
«Πριν φύγουμε η επιτροπή, κι ήταν επιτροπή ο κουνιάδος μου, ο δάσκαλος, κι ο παπάς, γύριζαν και έγραφαν τα χτήματά μας, αμπέλια, κήπους, σπίτια. Μετά πήγαμε στο Βέξε και κοινωνήσαμε γιατί δεν είχαμε δικό μας παπά. Ο παπάς του Βέξε, ο παπα-Ισαάκ, ερχότανε μια φορά τη βδομάδα στο χωριό μας και λειτουργούσε. Αυτή τη φορά πήγαμε εμείς στο Βέξε και κοινωνήσαμε, που θα μπαίναμε στο δρόμο. Μια μέρα φέραμε τον παπά στο νεκροταφείο και διάβασε τα μνήματά μας, γιατί να χωριστούμε ήτον. Κλάψαμε πολύ στα μνήματα. “Φεύγομε εμείς και σας αφήνομε μέσα στους Τούρκους”. Κείνη τη μέρα η ψυχή μας είχε πολύ βάρος. Η επιτροπή μάζεψε μετά τα πράματα της εκκλησίας. Έκαψε τις παλιές εικόνες κι όσα βιβλία ήταν παλιά. Τα άλλα κειμήλια τα μαζέψανε και τα φέραμε. Το σταυρό και τον επιτάφιο τα είχα βάλει στο δικό μου σεντούκι. Τα άλλα πράγματα τα φρόντισε ο κουνιάδος μου ο δάσκαλος…
Με τα πράματα της εκκλησίας είχα δώσει και μια δική μου εικόνα του Αγίου Σπυρίδωνα. Ήταν πολύ μεγάλη και δε χωρούσε στο δικό μου σαντούκι. Σαν ήρθαμε, έδωσα στον κουνιάδο μου το σταυρό και τον επιτάφιο. Κάποιος πήγε και τα πήρε από το σπίτι του μαζί με τα άλλα πράματα της εκκλησίας. Μαζί με αυτά, πήγε και η δική μου εικόνα, που ήταν πολύ παλιά. Που φεύγαμε από το σπίτι μας στενοχωρηθήκαμε, μα ούτε το σπίτι ούτε τα πράματά μας, ούτε τους φίλους μας Τούρκους σκεφτήκαμε, όσο σκεφτήκαμε την εκκλησία μας. Την αφήσαμε σαν ορφανή μέσα στους Τούρκους. Πριν φύγω, πέρασα πάλι από κει. Δεν είχε εικόνες. Δεν είχε σταυρό. Πήγα να προσκυνήσω το αγιασμένο σανίδι, τη λειτουργημένη πέτρα της».
Αννίκα Χαριτωνίδου (από Κέσι – Νίκαια)
«Καταστρέψαμε μόνο τις μικρές εικόνες. Τι ασήμι ήταν εκείνο! Μέχρι τους δίσκους που μαζεύαμε τα λεφτά τούς είχαμε ασημένιους. Τι πλούτη! Τι πλούτη! Μεγάλες περιουσίες είχαν δώσει στην εκκλησία αυτοί που ξενιτεύονταν: εφτά πολυελαίους ασημένιους, δεκατέσσερα άγια ποτήρια, όλα μας ήσαν μεγάλης αξίας. Τα φέραμε και τα παραδώσαμε στο κράτος. Στο Βυζαντινό Μουσείο βρίσκεται ένα άγιο ποτήρι δικό μας. Στο ίδιο μουσείο βρίσκεται και ένας επιτάφιός μας, μεγάλης αξίας…».
Μαρία Πορλόγλου ή Κοσμίδου (από την Κερμίρα – Αθήνα)
Στον Πόντο υπήρχε συμπαγής ελληνικός πληθυσμός που ζούσε εκεί επί χιλιάδες χρόνια. Οι σκηνές τις αποχώρησης ήτα το ίδιο συνταρακτικές:
«Όταν φύγαμε από το χωριό μας, για να μη πέσουν στα χέρια των Τούρκων τα διάφορα ιερά του Ζαντού τ’ Αγιάρ ( Άι Γιώργη του Τρελού) και των άλλων εκκλησιών του χωριού μας, φροντίσαμε κατάλληλα και τα κρύψαμε. Οι καλόγριες πήρανε μαζί τους την εικόνα του Αγίου Γεωργίου που ήταν όλο ασήμι, το θυμιατήρι που ήταν ολόχρυσο που το δώρισε ο Θοδωρής Διακονάς. Τον επιτάφιο, εξαπτέρυγα, « παντέρας»= εικόνες σαν σημαίες, τα κρύψαμε μέσα στο μνήμα του πρώτου Διακονά που ήταν «λυκοπάππος» μου (προπάππος)».
Ελισάβετ Παπαδοπούλου – Δαϊκονά Τραπεζούντας
Οι αφηγήσεις των διασωθέντων κράτησαν στη μνήμη τα ιστορικά γεγονότα χρησιμοποιώντας μια απλή γλώσσα με στοιχεία λογοτεχνικά κι έναν ρυθμό εντελώς ιδιαίτερο, όπως φαίνεται στο παρακάτω απόσπασμα:
«Την άνοιξη του 1921, Απρίλιος μήνας ήτανε, οι Τούρκοι « πάτησαν» τα χωριά μας, ζώα πήρανε , ανθρώπους χαλάσανε, φωτιές βάζανε, λεηλασίες κάνανε. Δεν ήταν “καλός” στρατός αυτοί που κάνανε τη ζημία, «μπαζιμπουζούκηδες» ήτανε, «Τσετέδες» ήτανε.
Τότες έγινε και η εξορία. Όσοι δεν προλάβανε να βγούνε στο βουνό τους στείλανε εξορία.
Από μας οι μισοί βγήκανε στο βουνό, οι μισοί πήγαν εξορία. Εγώ βγήκα στο βουνό. Πήγαμε στο Τσοπού ντερεσί. Βουνό μεγάλο ήταν και χαράδρα μεγάλη είχε. Προς της Έρμπαας την κατεύθυνση ήτανε.
Εκεί πέρασε ένας χειμώνας κι ένα καλοκαίρι και μέσα στο 1922 είπανε έγινε αμνηστία και μπορούνε οι Ρωμιοί να κατεβούνε στο λιμάνι, στη Σαμψούντα, και να φύγουν για την πατρίδα τους, την Ελλάδα.
Όσοι είχαν όπλα και πολεμήσανε στο βουνό, φοβόνταν να κατέβουνε και να παρουσιαστούν στους Τούρκους. Προσπαθούσαν να φύγουν κρυφά τη νύχτα με νοικιασμένα μοτόρια για λιμάνια ρώσικα.
Εμείς κατεβήκαμε στη Σαμψούντα. Εκεί κάτι γυναίκες δικές μας βοηθήσανε και μπήκαμε κρυφά στο πλοίο. Τούρκικο πλοίο ήτανε και μας πήγε πρώτα στην Πόλη. Εκεί αλλάξαμε πλοίο και με ελληνικό ήρθαμε εδώ στην Ελλάδα».
Γεώργιος Αναστασιάδης – Κοκκινόγια Δράμας (Αλαγιούρτ – Σαμψούντα)
Εντυπωσιακές είναι οι αφηγήσεις διασωθέντων που έδειξαν θαμαστές ικανότητες επιβίωσης :
«Η γυναίκα μου νέα κοπέλα ήτανε τότε. Απίστευτο είναι πώς κατόρθωσε και γλίτωσε.
Όπως τους σηκώσανε μες το χιόνι και φεύγανε για την εξορία, έντεκα γυναίκες κι ένα παλληκαράκι δεκαεφτά χρονώ, δεκαέξι χρονώ απ το Σορχούν, καταφέρανε και το σκάσανε. Προχωρήσανε στα χιόνια, χάσανε το δρόμο, βρεθήκανε σ’ ένα χωριό Σαριγιαπράκ μεταξύ Κόμανα και Μπίζερε. Ένα μήνα παλεύανε καις το τέλος καταφέρανε και πήγανε Σαμψούντα».
Κυριάκος Καρατελίδης Κατερίνη (Σορχούν-Νεοκαισάρεια)
Εκπληκτική είναι η ιστορία του Δημήτρη Καμπούρη που έζησε την εκκένωση και τη σφαγή της ιστορικής Περγάμου:
«Στο Χριστιανοχώρι πήγαν και επετέθησαν πεντακόσιοι Τσέτες με επικεφαλής τούρκο αξιωματικό∙ δεκαπέντε χωροφύλακες και είκοσι οχτώ πολιτοφύλακες τους κυνήγησαν και τους φτάξαν όξω από ένα Τουρκοχώρι. Αν δεν ήτα το χωριό αυτό, ακόμα θα τους κυνηγούσαν. Τέτοια υπεροχή δείχναμε, και όπου αλλού συγκρουστήκαμε.
Τότε εγώ είπα: “Είμαι λιποτάχτης του τουρκικού στρατού, υπηρέτησα ως λοχίας στον ελληνικό στρατό και είμαι αρχηγός σε ομάδα πολιτοφυλακής∙ ποιος θα με εξασφαλίσει; Θα πάρω την ομάδα μου κα θα φύγω, κι όποιος άλλος ακόμη θέλει, ας με ακολουθήσει. Και να μη μ’ εμποδίσει κανείς, γιατί κι ο αδερφός μου να είναι θα τον κάνω πέρα”.
Εκεί σαν ακούστηκαν αυτά τα λόγια, χώρισε ο κόσμος σε δυο παρατάξεις. Τελείωσε η συνεδρίαση και βγήκαμε όξω από την εκκλησία και είδαμε κολλημένη μια ειδοποίηση και έλεγε: “Ο Τρικούπης έσωσεν τιμήν ελληνικών όπλων. Τρία τέταρτα κεμαλικού στρατού συνελήφθησαν αιχμαλωτοι”. Αυτό ήταν ψέματα για να ησυχάσουν τον κόσμο. Ο Τρικούπης ήταν απεναντίας αιχμάλωτος…
Στήσαμε φυλάκια γύρω από την πόλη∙ κατά τις έντεκα βρίσκομαι μέσα στη Μητρόπολη μαζί με τον Φίλιογλου και τον παρακάλεσα να έχει την ευθύνη, ώσπου να πάω και να’ ρθω από την έφοδο.
Κατέβηκα σπίτι και βάζω την αδερφή μου να μου κάνει καφέ να το πιω με τυρί και παξιμάδι.
Εκεί όπου κάθησα στην αυλή μας, έβλεπα τα παράθυρα του τηλεφώνου και του τηλεγραφείου. Ακούω. Εκείνη την ώρα κάναν αναμετάδοση από τη Μαγνησιά στο Αϊβαλί και λέγαν επί λέξει: “Αιρομένης προτέρας διαταγής περί απαγορεύσεως αναχωρήσεως οικογενειών, επιτρέψετε και βοηθήσετε την αναχώρηση αυτών”.
Παρατώ τον καφέ. Ούτε τρώω ούτε πίνω∙ παίζεται το κεφάλι εκείνη την ώρα. Πάω στα γραφεία της κοινότητας. Βρίσκω μέσα τον αντιπρόεδρο της Αμύνης και δύο ακόμα και τους λέω. “Παιδιά αυτό κι αυτό. Θα φύγουμε”. Ο πιο ψύχραιμος αυτές στις ώρες χάνει την ψυχραιμία του. Δεν το χωρούσε το κεφάλι τους: “Δεν είναι δυνατόν”, λέγανε. Τους λέω και πήγαμε όλοι μαζί μας στο τηλεγραφείο και τους τα ξαναλέει ο τηλεγραφητής, που ήταν και πατριώτης μας. Λέγονταν Ιωάννης Κουμαρέλης. Καλή του ώρα, είναι τώρα στην Κρήτη. Ύστερα από αυτό, πήραμε την απόφαση να φύγουμε .
Το πρωί είχαμε φορτώσει κάρα με εμπορεύματα. Μέσα σ’ αυτά κι ένα δικό μου. Εκεί βρέθηκε κι ένας απ’ αυτούς που δεν θέλαν να φύγει ο κόσμος και προσπάθησε να τα γυρίσει πίσω. Την ώρα που φτάξαν τα κάρα στην πλατεία, τά ’βαλε μ’ αυτούς. Την ίδια ώρα όμως έφταξε κι ο φρούραρχος και είπε: “Θα σπάσω το κεφάλι στα δυο εκείνου που θα αποπειραθεί να εμποδίσει τον κόσμο να φύγει”.
Πολλοί πήγαν ως τα πρόθυρα. Έγινε συμπλοκή στον δρόμο. Είχαν κατεβεί και από τα χωριά∙ από το Κινίκι και δεν ξέρω από ποιο άλλο. Τότε έγινε σφαγή σε τέσσερα σημεία. Σφάξαν οχτακόσιους στην Αγία Καστριανή , στον Τεκέ Μπουγάζ, στο Σάιντερε μέσα και στον Αι Γιάννη, τα Καγιατζίκια και στο Γίγμα Τεπέ. Τους σφάξαν όλους.
Την άλλη μέρα βάλαν οι Τσέτες φωτιά από τη μια κι από την άλλη μεριά, που είχε ψαθί, και δεν μπορούσαμε να φύγουμε. Και να βλέπεις τα παιδάκια να λιγοθυμούνε.
Κάναμε εξόρμηση. Δεν πάθαμε ωστόσο μεγάλες ζημιές, σωθήκαμε. Οι Τσέτες, εννιακόσια μέτρα μακριά από μας, πιάσαν τα υψώματα και πολεμούσα με σφαίρες ντουν-ντουν. Ένα άλογο χτυπήθηκε μονάχα. Αυτό όμως έγινε αφορμή και γύρισε πολύς κόσμος πίσω. Και την ώρα που περνούσαμε την αγορά ήτανε μερικοί που είχαν συμφέροντα να μη φύγει ο κόσμος και λέγαν: “Πατριώτες πού πάτε; Δεν θυμάστε τι τραβήξατε το ’14;”. Θέλαν πολύ οι πλούσιοι να κρατήσουν τον κόσμο, θαρρούσαν πως μ’ αυτόν τον τρόπο θα διατηρήσουν και την περιουσία τους. Σαν φύγαν οι Έλληνες, οι ντόπιοι Τούρκοι δεν πείραξαν κανένα Περγάμαλη από αυτούς που είχανε μείνει, ώσπου ήρθαν τα τάγματα επανορθώσεων [sic] και άρχισαν να σφάζουν τον κόσμο μέσα στους δρόμους».
Μια από τις πιο ωραίες ιστορίες διάσωσης είναι αυτή του Γεώργιου Πατμανίδη από την Παϊπούρτη κοντά στην Αργυρούπολη του Πόντου:
«Μας πήγε μέχρι κοντά στην τοποθεσία που λέγεται Χανεκέδες, εκεί που είναι οι τρεις λίμνες. Όταν φτάσαμε στους Χανεκέδες ακόμα σκοτεινά ήτανε. Εκεί μας άφησε ο οδηγός κι έφυγε.
Από μακριά είδαμε έναν ζευγά Τούρκο. Οι άλλοι φοβηθήκανε και φύγανε προς το δάσος. Εγώ έμεινα εκεί και περίμενα. Κάποια ώρα με είδε ο ζευγάς. Με ρώτησε από πού είμαι και που πάω. Του είπα πως είμαι από τον Άε Μουχάλ’ κι εκεί πάω. Του ζήτησα λίγο ψωμί. Δεν ήθελε να δώσει. Αγρίεψα και με φοβήθηκε και μού ’δωσε.
Από κει προχώρησα μόνος μου. Ακόμα δεν είχε φέξει καλά. Σκοτεινά ήτανε, πυκνό χιονόνερο έπεφτε. Φεύγανε πέρδικες μες το δρόμο, άκουγα το σούρσιμο και λαχτάριζα. Φοβόμουνα μην παρουσιαστεί λύκος.
Έφτασα στις λίμνες. Η μια γυάλιζε απ’ το φως του φεγγαριού το νερό και την είδα. Τις άλλες δύο δεν τις έβλεπα και την τελευταία στιγμή κατάλαβα το νερό και δεν έπεσα μέσα. Άμα πέρασα από κει κι άρχισα τον κατήφορο, είδα από μακριά φώτα. Πολλά φώτα κατάλαβα πως έφτασα στην Γκιμισχανά. Έφτασα στη γέφυρα. Είχε φέξει πια. Στη γέφυρα ήτανε σκοπός, περίμενα να στρίψει την πλάτη του και πήρα μια τρεχάλα κι απομακρύνθηκα.
Τράβηξα για τα Μαντρία. Από κει πια ήξερα τους δρόμους και τα μέρη. Εκεί κρύφτηκα σ’ ένα αχυρώνα και το πρωί σύναυγα κίνησα για το Παζμπέν. Μισή ώρα ήτανε η απόσταση. Από κει τέλειωνε πια η περιπέτεια».
Επιλογή αποσπασμάτων και σχόλια:
Απόστολος Σπυράκης
ΠΗΓΕΣ:
- Η Έξοδος – Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών– Τόμος 3- Μαρτυρίες από τις επαρχίες του Μεσόγειου Πόντου – Αθήνα 2013
- Η Μικρασιατική Καταστροφή – 15 συγκλονιστικές ιστορίες ανθρώπων που έζησαν την φρίκη του ξεριζωμού – ΤΑ ΝΕΑ (σε συνεργασία με το Κέντρο Μικρασιτικών Σπουδών)
- https://www.lifo.gr/culture/arxaiologia/20-sygklonistikes-martyries-apo-ton-xerizomo-kai-tin-katastrofi-tis-smyrnis