“Ανεμόφαντο” της Δέσποινας Τσιτάκη
Χριστίνα Λιναρδάκη

«Ανεμόφαντο» της Δέσποινας Τσιτάκη, παρουσίαση 27.4.2024

Το Ανεμόφαντο του ομότιτλου, τρίτου βιβλίου της Δέσποινας Τσιτάκη (εκδόσεις Οσελότος, 2024) είναι ένα χωριό της ελληνικής επαρχίας από μια άλλη δεκαετία, όπου η καθημερινότητα λαμβάνει χώρα με διαφορετικούς όρους από τους σημερινούς, πολύ πιο φτωχικούς και πολύ πιο κοπιαστικούς – συγχρόνως όμως και πολύ πιο μαγικούςˑ κυριολεκτικά.

Είναι η εποχή που οι Έλληνες μεταναστεύουν στο εξωτερικό για να βρουν δουλειά και να χτίσουν μια καλύτερη ζωή, συχνά αφήνοντας τα παιδιά τους πίσω στους παπούδες και τις γιαγιάδες, μέχρι να μπορέσουν να επιστρέψουν. Η επαρχία της εποχής είναι αρκετά υποανάπτυκτη, με μόνο τα βασικά – ό,τι αρκεί για την επιβίωση. Το μορφωτικό επίπεδο είναι εξίσου πολύ χαμηλό. Οι άνθρωποι πασκίζουν αδιάκοπα για τα προς το ζην, παλεύοντας με τη γη και με τα ζώα, έχοντας μόνο τις στοιχειώδεις ανέσεις και σχεδόν μηδενικές ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον.

Αυτή η δύσκολη συνθήκη είναι το υπόβαθρο στο οποίο ξετυλίγονται τα τεκταινόμενα στο βιβλίο. Μέσα σε αυτό το υπόβαθρο, πολλά τα ενεργά πρόσωπα, με τη δράση φαινομενικά να εκκινεί από την άφιξη του νέου δασκάλου στο χωριό. Λέω «φαινομενικά» γιατί, φυσικά, ο δάσκαλος ήρθε να ενταχθεί μέσα σε μια ήδη υφιστάμενη ροή ζωής και πραγμάτων. Τη ροή αυτή σαν αναγνώστες τη γνωρίζουμε σταδιακά – πότε μέσα από τα μάτια του δασκάλου και πότε μέσα από τα μάτια των υπολοίπων. Η Δέσποινα Τσιτάκη το κάνει αυτό αριστοτεχνικά, να αποκαλύπτει σταδιακά την εξέλιξη, αιφνιδιάζοντας τον αναγνώστη σαν πραγματική maîtresse du suspense.

Ποιοι είναι όμως οι υπόλοιποι μέσα από τους οποίους γνωρίζουμε την εξέλιξη; Μα, πρώτα και καλύτερα, τα παιδιά: ο Κώστας και η Κατερίνα. Έξι χρονών περίπου ο πρώτος, γύρω στα τέσσερα η δεύτερη. Οι γονείς τους τα άφησαν στους παπούδες να τα προσέχουν όσο αυτοί εργάζονται στη Γερμανία. Κι αυτά ζουν εκεί, έχοντας πλήρη επίγνωση της κατάστασής τους, την οποία βιώνουν ως εγκατάλειψη. Μόνο που τα πράγματα είναι λίγο πιο περίπλοκα από αυτό.

Η γιαγιά δεν είναι πραγματική γιαγιά τους, αφού ο παππούς παντρεύτηκε δύο φορές και η μαμά των παιδιών, η Σοφία, είναι κόρη του από τον πρώτο γάμο. Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους βλέπουμε τη γιαγιά, σε όλο το βιβλίο, να βαρυγκομά για την τύχη της και να εκρήγνυται, κάθε φορά που τα πράγματα δυσκολεύουν, για παράδειγμα όταν τα παιδιά κολλάνε ψείρες. Όχι ότι δεν τα αγαπά, αλλά είναι άνθρωπος σκληρός είτε από τη φύση της είτε από το βάρος των ευθυνών που έχουν πέσει στους ώμους της.

Η γιαγιά λειτουργεί επίσης στο μυθιστόρημα σαν καθρέφτης μιας ολόκληρης εποχής που θέλει τα αγόρια να προτιμώνται από τα κορίτσια, εκείνα να περιφρουρούν πάση θυσία την τιμή τους, κ.λπ κ.λπ. Παρ΄ όλες τις δυσκολίες και τη σκληρότητα που βιώνουν όμως, το χιούμορ δεν απουσιάζει σχεδόν ποτέ από τους διαλόγους μεταξύ των παιδιών, που χαράζουν συχνά χαμόγελα στα χείλη του αναγνώστη.

Έγραφα όμως για τα πρόσωπα που ενεργούν στο βιβλίο. Αποφεύγω τον όρο «πρωταγωνιστές», γιατί πρόκειται για ανθρώπους καθημερινούς, διχασμένους, συχνά αφελείς. Είναι αυτά τα στοιχεία που τους προσδίδουν έναν μάλλον αντιηρωϊκό χαρακτήρα (η γιαγιά για παράδειγμα χλευάζει συστηματικά τον παππού για τη βραχύβια συμμετοχή του στον πόλεμο). Ωστόσο, οι άνθρωποι αυτοί πολλές φορές καλούνται να προβούν σε ηρωικές πράξεις ή γίνονται μάρτυρες του αναπάντεχου ηρωισμού τρίτων (όταν για παράδειγμα η γριά του ρέματος επιστρέφει την Κατερίνα λιπόθυμη στο σπίτι της). Είναι ένας ηρωισμός που, παρ’ ότι ενδεχομένως ενοχλεί όταν συμβαίνει, τελικά ανταμείβεται με έναν καθοριστικό τρόπο όπως θα διαπιστώσουν όσοι διαβάσουν το βιβλίο.

Πρόκειται για μια ανταμοιβή που παραπέμπει σε μια καλή και ηθική τάξη πραγμάτων, στην οποία φαίνεται να πιστεύει ακράδαντα η συγγραφέας: το καλό στο τέλος πάντα λάμπει και οι παροδικές δυσκολίες φανερώνουν ευκαιρίες που οδηγούν σε καλύτερες επιλογές και συνθήκες. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχει το κακό ή ότι απουσιάζει από το βιβλίο. Αντιθέτως. Μόνο που το κακό ταυτίζεται κυρίως με εξωτερικές συνθήκες ή με τη σκληρότητα που προκαλεί στους ανθρώπους η απέραντη κούραση από τις χιλιάδες δουλειές και υποχρεώσεις που πρέπει να εκπληρώνουν κάθε μέρα. Άλλοτε πάλι ταυτίζεται με την άγνοια, όπως στην περίπτωση του μπαρμπα-Αντώνη. Καθαρή κακία βρίσκουμε σε μεμονωμένες περιπτώσεις, όπως στη συμπεριφορά των γονιών της μικρής Μαρίτσας.

Και θα καταλάβατε ίσως ότι το βιβλίο είναι γεμάτο από μικρές, παράλληλες ιστορίες που σαν ποτάμια χύνονται στην ορμητική θάλασσα της κύριας πλοκής, τη γονιμοποιούν και την εμπλουτίζουν, διατηρώντας το ενδιαφέρον του αναγνώστη αμείωτο σε όλο το βιβλίο.

Η κύρια πλοκή αφορά ασφαλώς τα παιδιά και τη ζωή τους στο σπίτι των παππούδων. Είναι μια ζωή δύσκολη, πολλές φορές δυστυχισμένη. Για να αντεπεξέλθουν, τα παιδιά σκαρφίζονται δικές τους ιστορίες και δίνουν τις δικές τους ερμηνείες στα πράγματα. Πολλές φορές συναντούν τη σκληρότητα από τους ανθρώπους που είναι επιφορτισμένοι με τη φροντίδα τους: τον παππού και τη γιαγιά. Άλλοτε, η αγάπη φτάνει μέχρι αυτά με τη μορφή μιας τηγανιτής πατάτας ή ενός παραμυθιού πριν από τον ύπνο – είναι όμως στιγμές μεμονωμένες. Κυριαρχούν η αυστηρότητα, η τιμωρία, ο θυμός. Έτσι, τα παιδιά ζουν υπό το κράτος του τρόμου: μην κάνουν αυτό και θυμώσουν τη γιαγιά, μην κάνουν εκείνο και τσιγκλίσουν τον παππού. Ευτυχώς όμως είναι κανονικά παιδάκια: κάνουν σκανταλιές παρά τον φόβο τους και μπαίνουν σε περιπέτειες. Ζουν. Ζουν, ελπίζοντας ότι θα ξαναδούν τους γονείς τους που δεν τους καλοθυμούνται κιόλας.

Και πράγματι, μια μέρα ο πατέρας τους επιστρέφει μαζί με ένα μωρό, το νέο τους αδερφάκι. Τα παιδιά γρήγορα ξεπερνούν τη ζήλεια τους και χαίρονται που ο πατέρας τους θα τα πάρει μαζί του για λίγες μέρες στους άλλους τους παππούδες, στον Πειραιά – μόνο που εκείνος φεύγει στα κρυφά ένα βράδυ, παρατώντας στο χωριό και το νέο μωρό. Όσο για τη μητέρα τους, τη Σοφία, εκείνη έχει ήδη βρει έναν άλλον άντρα, Γερμανό, και ετοιμάζεται να κάνει οικογένεια μαζί του… Βαριές οι μοίρες εκείνης της εποχής, κυρίως για τους πιο αδύναμους.

Από τα λοιπά πρόσωπα που ενεργούν στο βιβλίο και καθορίζουν την πλοκή και την εξέλιξή του, δύο πολύ ενδιαφέροντα είναι οι πραγματικές κόρες της γιαγιάς των παιδιών ή κυρα-Θοδώρας. Πρόκειται για τη Δόμνα και τη Μαριάνθη. Η Δόμνα σπουδάζει στην πόλη, ενώ η Μαριάνθη τις καθημερινές μένει σε ένα μεγαλύτερο χωριό, όπου υπάρχει γυμνάσιο, για να μπορεί να το παρακολουθεί. Μέσα από αυτές τις δύο και την ανοίκεια συνθήκη που τις χαρακτηρίζει (γιατί πόσα κορίτσια εκείνη την εποχή φοιτούσαν στο γυμνάσιο, πόσο μάλλον σπούδαζαν) διακρίνουμε την αγωνία της μάνας τους, της κυρα-Θοδώρας, να εξασφαλίσει για τις κόρες της καλύτερους όρους διαβίωσης απ’ αυτούς που έτυχαν στην ίδια.

Τα μάτια των δύο αυτών κοριτσιών, της Δόμνας και της Μαριάνθης, μας δανείζουν μια διαφορετική οπτική των τεκταινομένων, αν και η Δόμνα κάνει κάτι περισσότερο από αυτό: εμπλουτίζει την πλοκή με νέες ιστορίες που προστίθενται σε εκείνες του χωριού, ενώ η Μαριάνθη κατά κανόνα και αναγκαστικά περιορίζεται σε αυτές τις τελευταίες, με ελάχιστες εξαιρέσεις.

Και, μέσα σε όλα αυτά, ο νέος δάσκαλος, ο Ίωνας. Ένας δάσκαλος που έρχεται στο χωριό καταδιωγμένος από τα λάθη του, αυτοεξόριστος. Γιατί εξαιτίας του αυτοκτόνησε η γυναίκα του διευθυντή του σχολείου όπου δίδασκε πριν – μια γυναίκα που τον είχε αγαπήσει, ενώ εκείνος την αντιμετώπιζε σαν άλλη μια ερωμένη. Σε μια από τις τραγικές συμπτώσεις που μόνο η ζωή ξέρει να σκαρώνει (και βέβαια και η Τσιτάκη), η γυναίκα αυτή ήταν η θεία της Ισιδώρας, της πλούσιας φίλης της Δόμνας.

Από τα αξιοσημείωτα του βιβλίου είναι ότι ο  Ίωνας στο χωριό βλέπει πράγματα που οι άλλοι δεν βλέπουν. Το ίδιο κάνουν και τα παιδιά, ο Κώστας και η Κατερίνα: ξωτικά και σκιές. Το αποκορύφωμα – εκτός από το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου που αποτελεί ευθεία αναφορά στο υπερφυσικό – είναι ότι ο Ίωνας νομίζει πως συγκατοικεί με μια γριά, μόνο και μόνο για να μάθει προς το τέλος του βιβλίου ότι η γριά αυτή – αλλά αυτό δεν θα το αποκαλύψω, γιατί είναι σπόιλερ!

Ναι, τα πνεύματα και τα αερικά ρίχνουν βαριά – ή ελαφριά, όπως θέλει το παίρνει κανείς – τη σκιά τους στο χωριό και το βιβλίο. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που μερικές φορές τα όρια των κόσμων θολώνουν και γίνονται πορώδη. Τότε ανοίγουν τα περάσματα, μια λέξη που συναντάμε σε όλο το βιβλίο. Τα παιδιά μπορούν να τα δουν όλα αυτά, το ίδιο όμως μπορεί και ο Ίωνας. Μόνο που ο Ίωνας δεν μπορεί να τα ερμηνεύσει, ενώ τα παιδιά μπορούν. Μπορούν με τη σκέψη τους να πετύχουν φοβερά πράγματα, όπως το να αποκτήσουν για φίλο τους ένα φίδι ή να εγκλωβιστούν εκεί που διαβιεί το τζίνι του πηγαδιού ή να κάνουν τον μπουφέ με τα λιονταρίσια πόδια να ζωντανέψει. Στη φαντασία τους και έξω από αυτήν – κυρίως έξω.

Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι το βιβλίο είναι μια άκρως ενδιαφέρουσα ηθογραφία της επαρχιακής ζωής κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 και πράγματι θα ήταν – αν δεν ήταν πολλά περισσότερα από αυτό. Περιέχει στοιχεία μαγικού ρεαλισμού αλλά και αμιγώς φανταστικά ή υπερφυσικά. Είναι στοιχεία που αξιοποιεί σαν απαραίτητα συστατικά για να μπορέσουν οι ιστορίες που περιέχει να ξεδιπλωθούν με τον τρόπο που ήθελε η συγγραφέας του. Και είναι ιστορίες πολυφωνικές. Ναι, υπάρχει ένας παντογνώστης αφηγητής που κατευθύνει τον αναγνώστη, όπως όμως υπάρχει και συχνή καταφυγή σε διαλόγους, η οποία δίνει άλλη ζωντάνια στις εξελίξεις.

Όταν διάβασα για πρώτη-πρώτη φορά το βιβλίο, πρέπει να εξομολογηθώ ότι αυτή η πολυφωνία με μπέρδεψε. Μου έμοιαζε με έναν φακό που διαρκώς κινείται στον χώρο και φωτίζει πότε τη μία πλευρά και πότε την άλλη. Αυτή η πολυεστιακή, ας μου επιτραπεί ο όρος, αφήγηση και εξιστόρηση ασκεί πλειάδα επιδράσεων, με πιο σημαντική – θεωρώ – τη φώτιση του αναγνώστη. Ανάμεσα στον κόσμο των παιδιών, εκείνο των παπούδων, αλλά και εκείνο του Ίωνα ή της Μαριάνθης, στον χώρο δηλαδή που η ζωή συμβαίνει κάτω από το βλέμμα όλων αυτών των δρώντων υποκειμένων, ο αναγνώστης μπορεί να κατανοήσει με απτό τρόπο το πώς η πραγματικότητα είναι στην ουσία το πολύχρωμο υφαντό διαφορετικών ερμηνειών, διαφορετικών αιτίων και διαφορετικών συμπερασμάτων που μπορούν να προκύψουν από τα ίδια γεγονότα. Και αυτό είναι πραγματικά σημαντικό.

Το άλλο που μπορεί να κατανοήσει ο αναγνώστης αυτού του βιβλίου είναι ότι η δυσκολία – ακόμη και η τραγικότητα, όσο απάνθρωπες κι αν είναι – δεν  μπορούν να εμποδίσουν την ανάδυση της τρυφερότητας και της δικαιοσύνης. Σε ένα ηθικό σύμπαν, σαν αυτό που όλοι μας έχουμε ανάγκη να πιστέψουμε, οι μεταμελημένοι συγχωρούνται, οι κακοί τιμωρούνται και οι καλοί βρίσκουν τον δρόμο τους και πετυχαίνουν τους στόχους τους. Έτσι εξασφαλίζεται η τάξη στον κόσμο, μια τάξη που επιτυγχάνεται παρά τα δεινά, παρά τις αστοχίες, παρά τις μικρότητες. Μια τάξη που, κατά τη συγγραφέα και το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, διασφαλίζεται από άλλες, αόρατες οντότητες που μάχονται καθημερινά στο πλευρό μας και μας βοηθούν.

Αυτή η υφέρπουσα πίστη σε ένα αγαθό κατά βάση σύμπαν μετατρέπει το βιβλίο σε μια ευθεία παραπομπή στην αρχαία τραγωδία, όπου πάντα κάνει την εμφάνισή της η Θεία Δίκη, αλλά και στη δημοτική παράδοση όπου πάντα το κακό τιμωρείται και το καλό θριαμβεύει. Όπως είπα, όλοι έχουμε την ανάγκη να πιστέψουμε σε έναν τέτοιο κόσμο, ιδίως σήμερα που νιώθουμε να περιβαλλόμαστε από πλειάδα δεινών – και δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητο (μάλλον είναι ιδιαίτερα σημαντικό) το ότι ένα βιβλίο σαν το Ανεμόφαντο, έρχεται να δυναμώσει αυτή μας την πίστη.

Τέλος, κάτι ακόμη σημαντικό που κομίζει αυτό το βιβλίο είναι η ζωηρή υπενθύμιση του πώς είναι να είσαι παιδί, να βρίσκεις κουράγιο και δύναμη σε ένα λουλούδι, να στέκεσαι εκστατικός μπροστά στα θαύματα που κρύβει η φύση, να πιστεύεις στα παραμύθια, να γελάς, να παίζεις, να ονειρεύεσαι, να ελπίζεις. Στις ενήλικες μέρες μας, τις οποίες μαστίζει το στρες και η ανησυχία για το καθετί, αυτή η ζωηρή υπενθύμιση είναι ανεκτίμητη.

Περισσοτερα αρθρα