“Ανεμόφαντο” της Δέσποινας Τσιτάκη

Ένα τρυφερό, νοσταλγικό και συνάμα σκληρό μυθιστόρημα, τοποθετημένο στη δεκαετία του ΄60, σ’ ένα φανταστικό χωριό, το «Ανεμόφαντο» της Δέσποινας Τσιτάκη (εκδόσεις Οσελότος, 2024), που θα μπορούσε να είναι οποιοδήποτε χωριό της ελληνικής επικράτειας και το οποίο γίνεται ο τόπος συνάντησης πολλών και διαφορετικών ανθρώπων, των οποίων οι ζωές περιπλέκονται δεξιοτεχνικά από την συγγραφέα, τοποθετημένες στις αφιλόξενες και απαιτητικές συνθήκες διαβίωσης της ελληνικής υπαίθρου της εποχής εκείνης.

Οι χαρακτήρες των πρωταγωνιστών του βιβλίου περιγράφονται με λεπτομέρεια, συνέπεια και αυθεντικότητα, φτάνοντας στη σε βάθος διερεύνηση των κινήτρων και των ηθικών τους αρχών, καθιστώντας σχεδόν αδύνατο το ενδεχόμενο να μην αναγνωρίσει ο αναγνώστης τον εαυτό του σε κάποιον από αυτούς και να μην ταυτιστεί με κάποιον από τους χαρακτήρες που περιγράφονται. Και κάπως έτσι, ο αναγνώστης «απορροφάται» από το σκηνικό του Ανεμόφαντου και η ανάγνωση του βιβλίου κυλά αβίαστα, με κλιμακούμενη προσμονή για την εξέλιξη της υπόθεσης και την κατάληξη της πορείας των πρωταγωνιστών, οι οποίοι τόσο ευφάνταστα επινοούνται από την συγγραφέα :

Ένας νεαρός δάσκαλος που καταλήγει στο Ανεμόφαντο λόγω δυσμενούς μετάθεσης στην υπηρεσία του, ψάχνει απεγνωσμένα να βρει έναν έντιμο τρόπο να υπάρξει ως άντρας, να ξεφύγει, να αναγνωρίσει και να κατανοήσει τα συστατικά από τα οποία αποτελείται. Να γίνει γιος της Γης.

Τρεις αδελφές με διαφορετικά πεπρωμένα, που καλούνται να παίξουν τους παγιωμένους ρόλους του φύλου τους,  που παλεύουν από την μια ανάμεσα στις προσδοκίες που έχουν οι άλλοι για αυτές, και από την άλλη στην λαχτάρα που νιώθουν να χαράξουν τα προσωπικά τους μονοπάτια χωρίς να αυτοκαταστρέφονται με το ξόδεμα του εαυτού τους, επιδιώκοντας να κερδίσουν την πνευματική και σεξουαλική τους αφύπνιση, ξεφεύγοντας από την πατρική/ανδρική κυριαρχία και διεκδικώντας το δικαίωμα του να ορίζουν οι ίδιες τον εαυτό τους, με το όποιο τίμημα.

Και εκεί που δεν το περιμένεις, σαν χορταράκια σε ένα άνυδρο περιβάλλον, ξεφυτρώνουν όνειρα απατηλά, πόθοι που φαντάζανε ανεκπλήρωτοι γίνονται πραγματικότητα μυθικά τρένα που σε ταξιδεύουν μόνο με την θέα τους, οι εναλλαγές του πλούτου και της φτώχειας που απομακρύνουν όσα θα έφερναν κοντά τους ανθρώπους, χωριά που βυθίζονται, χελώνες και βατράχια που κατακλύζουν τον τόπο είναι το σκηνικό μιας απλής καθημερινής ζωής που μόνο απλή δεν είναι.

Γυναίκες που κρατούν γερά τα ηνία της οικογένειας, μέσα σε δύσκολες και αντίξοες συνθήκες και δεν έχουν χρόνο αλλά ούτε και διάθεση να επιδείξουν συναισθήματα τρυφερότητας, κατανόησης και μητρικής στοργής. Άμαθες για αγάπες και χάδια.

Και  φυσικά, τα δύο μικρά αδέλφια, ο Κωστής και η Κατερίνα, που διψούν για αγάπη, και, όταν δεν την βρίσκουν γύρω τους, την επινοούν… όλα γύρω τους μιλούν, είτε είναι ζώα, είτε λουλούδια, είτε είναι πέτρες, τραπουλόχαρτα, η βροχή η ίδια, όλα είναι ζωντανά έτοιμα να ανταποκριθούν στην κάθε τους λαχτάρα. Έτοιμα να παρηγορήσουν, να γελάσουν, να γίνουν μέρος της στερημένης συναισθηματικά πραγματικότητάς τους. Η απόλυτη επικοινωνία με την Φύση και τα μυστήρια της. Η αθωότητά τους που ανοίγει πόρτες επικοινωνίας εκεί που οι ενήλικες δεν μπορούν πλέον να μπουν.

Και κάπως έτσι, μέσα από τις μάχες των ηρώων τόσο με τις αντιξοότητες της καθημερινής ζωής της υπαίθρου, που προκαλούνται από την ανέχεια και την έλλειψη βασικών ανέσεων, όσο και με τους εσωτερικούς δαίμονές τους και τις ανατροπές/δυσκολίες που ανακύπτουν στη ζωή τους, αναδεικνύεται η δύναμη της αγάπης, ως η απόλυτη αξία που νοηματοδοτεί τη ζωή μας και μας ενώνει, αφήνοντας, στο τέλος, μια γλυκόπικρη γεύση στον αναγνώστη για την κατάληξη της ιστορίας : είναι, ουσιαστικά, η γεύση που μας αφήνει η ίδια η ζωή, όταν αποφασίζουμε να βγούμε προς αναζήτηση της δικής μας «Ιθάκης» και που συνιστά απόδειξη ότι αντιμετωπίζουμε τη ζωή ως περιπέτεια, όπως ακριβώς αποφασίζουν, τελικά, να πράξουν και οι βασικοί πρωταγωνιστές του Ανεμόφαντου.

Το χαρακτηριστικό, ωστόσο, που κάνει ακόμα πιο ιδιαίτερο και ξεχωριστό το εν λόγω μυθιστόρημα είναι η κατάληξη αυτού, κάτι που μας προσφέρει η συγγραφέας σαν «δώρο», σαν παρακαταθήκη για τον τρόπο θεώρησης και αντίληψης των πραγμάτων στην καθημερινή μας ζωή : Αφού «υφαίνει» δεξιοτεχνικά την πλοκή του μυθιστορήματος, με τη «λύτρωση» των πρωταγωνιστών του μέσω της αντιπαράθεσής τους με εσωτερικούς και εξωτερικούς «δαίμονες», καταλήγει στην περιγραφή ενός τόπου αληθινά μαγικού, στον οποίο υπάρχουν οντότητες με ιδιαίτερες ικανότητες : Αυτός ο «άλλος» κόσμος μπορεί και συνυπάρχει παράλληλα με αυτόν που οι άνθρωποι ορίζουμε ως «πραγματικό», δηλαδή με αυτόν που αντιλαμβανόμαστε με τη βοήθεια των αισθήσεών μας και, σε αυτόν τον «άλλο» κόσμο, δεν υπάρχουν χρονικές διαστάσεις και αποστάσεις, αλλά μόνο μια ενιαία χωροχρονική διάσταση, χωρίς διακρίσεις ανάμεσα σε οντότητες, όπου παρόν και παρελθόν «συνομιλούν», ως μέρος του όλου, που πάντα υφίσταται, αλλά τείνουμε να αγνοούμε…..αληθινή μαγεία, που λαμβάνει χώρα στην

απτή ζωή μας και όχι στα παραμύθια. Αλήθεια, ποια είναι η πραγματικότητα; Εγώ πιστεύω την εκδοχή της Δέσποινας….ελπίζω το ίδιο να κάνετε και εσείς, όλοι εσείς που επιλέγετε να ονειρεύεστε γιατί, απλά, δεν μπορείτε να κάνετε αλλιώς…..

Νάγια Ζερβομπεάκου

Περισσοτερα αρθρα