Στο εξώφυλλο της ποιητικής συλλογής Ανατολική περίπολος (εκδόσεις Ηδυέπεια, 2021) του Νίκου Σουβατζή υπάρχει ένα έργο του FotizOntas, καλλιτέχνη της Street Art, το οποίο απεικονίζει μια κουκουβάγια να αγρυπνά μέσα στο σκοτάδι και πίσω ένα ολόγιομο φεγγάρι. Είναι η δεύτερη ποιητική συλλογή του Νίκου Σουβατζή.
Όταν, τον Σεπτέμβριο του 2018, στη Διεθνή Συνάντηση Ποίησης Ars Poetica, στην Πάτρα, έκανα μια παρουσίαση ποιητών και ποιητριών του 2000, επέλεξα να μιλήσω για μια δεσπόζουσα θεματική περιοχή της ποίησης του καιρού μας, τη θεματική της αποξένωσης. Σημείωνα, λοιπόν, τότε: «Πρόκειται για μια θεματική που σχετίζεται με τη διαχρονικά δύσκολη σχέση του ποιητικού υποκειμένου με την πραγματικότητα, με το κοινωνικό σύνολο ακόμα και με τον εαυτό αλλά και με την ίδια την πράξη της γραφής. Η προβληματική της σχέσης με τον άλλο αποκαλύπτεται στα κείμενα μέσα από την επανάληψη λέξεων και εκφράσεων που φανερώνουν ένα ποιητικό εγώ πάσχον, απειλούμενο ή καταδιωκόμενο, σε κατάσταση κινδύνου.»
Ειδικότερα για την πρώτη συλλογή του Νίκου, με τίτλο Χειμερινή Ισημερία, παρατηρούσα τα εξής: «Στα ποιήματα του Νίκου Σουβατζή, η επιθυμητή αλλά ματαιωμένη συλλογικότητα οδηγεί σε μια ποίηση που προκαλεί πόνο, γιατί αναμετριέται με τον κοινό «εφιάλτη» της πραγματικότητας. Σ’ αυτόν τον εφιάλτη μετέχουν εξίσου το ποιητικό εγώ και οι άλλοι, παραμένοντας ωστόσο ξένοι μεταξύ τους, χωρίς να επιτυγχάνεται η συνάντηση. Εκκρεμεί μια ποίηση-αίτημα δικαίωσης των κατατρεγμένων και ηττημένων της καθημερινότητας.»
Έχοντας διαβάσει και την Ανατολική Περίπολο, διαπιστώνω κατ’ αρχάς μια συνέχεια και μια σταθερότητα στους προβληματισμούς του ποιητή. Παράλληλα, όμως, αντιλαμβάνομαι και μια ενδιαφέρουσα εξέλιξη, μια μετατόπιση της στάσης του ποιητικού εγώ απέναντι στα ζητήματα που σταθερά τον απασχολούν.
Η ποίηση του Νίκου έχει σαφώς κοινωνικό και ευρύτερα πολιτικό προσανατολισμό: το ποιητικό εγώ ζει μέσα σε μια κοινωνική πραγματικότητα αντίξοη –όπου κυριαρχούν η αδιαφορία, η απάθεια, το βόλεμα, η εξαπάτηση–, μια πραγματικότητα απογοητευτική, που αναγκάζει το εγώ να οργιστεί, να εξεγερθεί, να καταγγείλει, να αντιδικήσει. Στην πρώτη συλλογή, τη Χειμερινή Ισημερία, τείνει περισσότερο στο να διαχωρίσει τη θέση του από τους ενάντιους άλλους και να συστηθεί μέσω της αντίθεσης, δηλώνοντας με έμφαση σε ποιο πρώτο πληθυντικό δεν ανήκει: «Μη μιλάτε σε πρώτο πληθυντικό / Εγώ ποτέ δεν είχα υψηλές γνωριμίες / ούτε συναναστράφηκα εγκληματίες / με γεμάτες τσέπες» («Η εφήμερη λάμψη του τίποτα»). Ο καταγγελτικός τόνος της Χειμερινής Ισημερίας τοποθετεί το εγώ σε πρώτο πλάνο και απέναντι σε ένα δεύτερο πληθυντικό, ενώ το εμείς –ονειροπόλοι και ποιητές–περιορίζεται, μάλλον αφοπλισμένο, σε κατάσταση αναμονής μιας μελλοντικής ουτοπίας.
Στην Ανατολική περίπολο, όμως, το ποιητικό υποκείμενο περνάει πλέον, συνειδητά ή ασυνείδητα, στο εμείς, δηλώνοντας όχι απλά σε ποιο πρώτο πληθυντικό δεν ανήκει, αλλά σε ποιο ανήκει, διατηρώντας ωστόσο μια αναγκαστική ιδιώτευση. Είναι χαρακτηριστικό, μάλιστα, ότι και στο πρώτο και στο τελευταίο ποίημα της συλλογής το εμείς κυριαρχεί κατά κράτος, είναι συντροφικό μέσα στην ετερότητά του, αναζητώντας ένα είδος συλλογικής αυτογνωσίας και αυτοπροσδιορισμού:
«Τότε, το μόνο που θα έχει απομείνει θα είναι όσα αρνηθήκαμε / για να παραμείνουμε όρθιοι, / ένα καθαρό βλέμμα / και η βεβαιότητα / ότι κάποτε θα νικήσουμε», έτσι σκέφτεται στο εναρκτήριο ποίημα της Περιπόλου το ποιητικό εγώ, εξ ονόματος του εμείς, αναμένοντας μια «μακρινή στεριά» του μέλλοντος.
Και στο τελευταίο ποίημα, διαφαίνεται η συνειδητοποίηση ότι η ουτοπία της Ιθάκης αποδείχτηκε ετεροτοπία, η οποία συμβαίνει στο εδώ και το τώρα και όχι σε μια μακρινή στεριά: «τα ταξίδια μας γίνανε διαδρομές με το αστικό λεωφορείο». Πάλι το εμείς αναδύεται παρηγορητικό και θεραπευτικό, για να καταλήξει στους τελευταίους στίχους της συλλογής: «κι όσο αναπνέουμε / τίποτα δεν έχει τελειώσει».
Στην ποίηση του Νίκου Σουβατζή η ηθική επαγρύπνηση και η έννοια της προσωπικής και συλλογικής ευθύνης παραμένουν σταθερές που καθορίζουν το ποιητικό υλικό αλλά και τα εκφραστικά μέσα. Απευθείας απόγονος της πρώτων μεταπολεμικών ποιητών, ο Νίκος φέρει το dna της «ποιητικής ηθικής» της μεταπολεμικής γενιάς στο σήμερα. Τώρα μιλά για άλλες ήττες, ανθρωπιστικές και παγκόσμιες, καταγγέλοντας άλλες κολάσεις και πολέμους, υπερασπιζόμενος άλλους θυσιαζόμενους και καιόμενους, «ανώνυμους πεσόντες / ενός ακήρυχτου πολέμου», που πλέον τους παρακολουθούμε όλοι, καθισμένοι «στα σαλόνια του φόβου», να αναλώνονται στις οθόνες μας. Σε αυτούς τους ηττημένους και εξόριστους του παρόντος θέλει να δώσει φωνή, να τους διαφυλάξει από τη λήθη, να ανασύρει στην επιφάνεια την καταποντισμένη Ιθάκη, το ναυάγιο μιας παιδικής αθωότητας.
Σε αυτή την προσπάθεια, ο ποιητής θα ξανασυστηθεί στον αναγνώστη, καταθέτοντας απλά και αναλυτικά στοιχεία ταυτότητας, τα οποία ορίζουν την προσωπική του θρησκεία και μια οικουμενική πατριδογνωσία. Ο «δικός του Χριστός» συνεχίζει να σταυρώνεται, είναι πρόσφυγας στη Μόρια, άμαχος στην Υεμένη, άστεγος στην Μποκοτά, γυναίκα στη Σαουδική Αραβία, παιδί στη Συρία, είναι ένας σημερινός άνεργος τριαντάρης… και ούτω καθεξής («Ο δικός μου Χριστός»). Και η δική του «πατρίδα» –επικαιροποιώντας το γνωστό ποίημα του Πολέμη «Τι είναι η πατρίδα μας…»– είναι μια «απέραντη αχαρτογράφητη χώρα / καταφύγιο των ηττημένων της ζωής / και των αμετανόητων ονειροπόλων», μια τέλεια ευτοπία, χωρίς εγωιστικά και εθνικιστικά σύνορα, «εκεί όπου ο πόνος μοιράζεται» («Καταφύγιο των ηττημένων»).
Τελευταίο στοιχείο ταυτότητας του Νίκου Σουβατζή που κατατίθεται στην Ανατολική περίπολο είναι ασφαλώς τα συστατικά υλικά του ποιητικού του λόγου. Υλικά απλά, άμεσα, που εμμένουν ευθαρσώς και μετωπικά στην κυριολεξία, αλλά ταυτόχρονα ψιθυρίζουν σε τόνους μελαγχολικούς και ονειροπόλους. Η ποιητική λέξη εκτίθεται δυναμικά και την ίδια στιγμή αμφισβητεί τη δύναμη της αποστολής της: «Πώς να μιλήσω για τη σιωπή / όταν υπάρχει τόση φλυαρία;» («Κιβωτός»). Ο ποιητής συντηρεί στην κιβωτό του «φωλιές νερού μέσα στις φλόγες», όπως έγραφε ο Μανόλης Αναγνωστάκης, και παραμένει σε κατάσταση αναμονής, όπως παρέμενε και ο Μιχάλης Κατσαρός, όταν προφήτευε την «ξηρασία του μέλλοντος», που πλέον έχει γίνει το δικό μας παρόν.
Κλείνω, λοιπόν, με τον απορητικό λόγο του ποιητή, που αποφασίζει να συγκεντρώσει τις λέξεις του σε αυτή την ποιητική συλλογή-κιβωτό και να συνεχίσει μια πορεία ηθικής εγρήγορσης μέσα στη σύγχρονη δυστοπία.
«Πώς να μιλήσω για τη βροχή / σε περίοδο ξηρασίας; / Πώς να μιλήσω για τη θάλασσα / σε μια απέραντη έρημο; // Μαζεύω λοιπόν τις λέξεις μου / μέχρι τον επόμενο κατακλυσμό.»
Λίλυ Αλεξιάδου